Μετά από μαραθώνια ανάκριση, ο 32χρονος πιλότος «έσπασε» αργά το βράδυ της Πέμπτης, ομολογώντας τη δολοφονία της συζύγου του, της 20χρονης Κάρολαϊν, στο σπίτι τους στα Γλυκά Νερά.

Επήλθε έτσι μια απίστευτη ανατροπή, σε μια έρευνα που κράτησε για πάνω από έναν μήνα και μια υπόθεση που συγκλόνισε την κοινή γνώμη. Τα νέα στοιχεία που είχε τα τελευταία 24ωρα στα χέρια της η ΕΛ.ΑΣ., πυροδότησαν εξελίξεις στις έρευνες, κάτι που οδήγησε και στην εσπευσμένη μεταφορά του, το πρωί της Πέμπτης από την Αλόννησο στη ΓΑΔΑ, όπου και ανακρίθηκε για πολλές ώρες.

Σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει την αποτρόπαια πράξη του, ο 32χρονος απέδωσε τα όσα έκανε στις προστριβές που είχε με την άτυχη κοπέλα. Όπως προκύπτει από όσα ανέφερε, το ζευγάρι τσακωνόταν συχνά και μια από αυτές τις αντιπαραθέσεις συνέβη και το μοιραίο βράδυ.

Ανέφερε ότι η σύζυγός του είχε συχνά ξεσπάσματα, ενώ τη νύχτα της δολοφονίας, ισχυρίστηκε ότι «μετά από τσακωμό τον έσπρωξε, απειλώντας τον ότι θα φύγει από το σπίτι και θα πάρει το παιδί μαζί της».

Σε εκείνο το σημείο, φέρεται να ανέφερε ότι ο ίδιος έχασε τον έλεγχο και την σκότωσε, προκαλώντας της ασφυκτικό θάνατο με τα χέρια του. Σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, ο 32χρονος ομολόγησε ότι έδρασε μόνος του και μετά επιχείρησε να σκηνοθετήσει μια εικονική ληστεία.

Υπενθυμίζεται ότι τα τρία νέα ευρήματα που πυροδότησαν ραγδαίες εξελίξεις τις τελευταίες ώρες και τον κατέστησαν βασικό ύποπτο στην υπόθεση ήταν:

Το βιομετρικό ρολόι που φορούσε στο χέρι της η Κάρολαιν, το οποίο φέρεται να έχει καταγράψει παλμούς, την ώρα που η μαρτυρία του συζύγου της θα έπρεπε να δείχνει ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη ζωής για την 20χρονη.
Η αφαίρεση των καρτών μνήμης από τις κάμερες του σπιτιού, από την οποία προέκυπτε απόκλιση συγκριτικά με όσα είχε καταθέσει ο 32χρονος, ο οποίος έχει παραθέσει συγκεκριμένη ώρα φυγής των δραστών και συγκεκριμένη ώρα που αφαιρούν την κάρτα SIM. Όμως, οι ώρες αυτές φαίνεται ότι διαψεύδονταν τα εργαστηριακά δεδομένα.
Η «ύποπτη» δραστηριότητα που κατεγράφη στο κινητό του την ώρα του περιστατικού, στο οποίο, ωστόσο, ο ίδιος ισχυριζόταν ότι ήταν δεμένος και ακινητοποιημένος.
Τα παραπάνω επέφεραν νέα τροπή στις έρευνες, οδηγώντας στην εξιχνίαση του εγκλήματος, με μια λιτή ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ.: «Εξιχνίαση ανθρωποκτονίας 20χρονης ημεδαπής που έλαβε χώρα την 11η Μαΐου 2021 στα Γλυκά Νερά. Δράστης είναι ο 33χρονος σύζυγός της, ο οποίος και ομολόγησε την πράξη του».

Ο καθ΄ ομολογία δράστης πρόκειται να οδηγηθεί στον εισαγγελέα για να του απαγγελθούν οι κατηγορίες και να ακολουθήσει η σύλληψη και η προφυλάκισή του.

Τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η αστυνομία ήταν τέτοια που δεν μπορούσε να τα αντικρούσει. Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, ο 32χρονος πιλότος ισχυρίζεται ότι η νεαρή γυναίκα του του είπε ότι θα τον εγκατέλειπε.

Όπως είπε, το τελευταίο διάστημα είχαν προστριβές. «Εκείνο το βράδυ τσακωνόμασταν από νωρίς. Κάποια στιγμή πέταξε το παιδί στην κούνια και μου είπε σήκω και φύγε από το σπίτι. Με έσπρωξε και μου έριξε και μπουνιές. Θόλωσα, την έπνιξα και στη συνέχεια σκηνοθέτησα τη ληστεία»

Το βιομετρικό ρολόι της 20χρονης μητέρας έδειξε την πραγματική ώρα του θανάτου της, που δεν συνέπιπτε με όσα είχε καταθέσει ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος.
Μάλιστα το ρολόι έδειξε ότι οι σφυγμοί της άτυχης κοπέλας σταμάτησαν να χτυπούν στις 4.11 τα ξημερώματα. Με βάση αυτήν την ώρα ο σύζυγός της σκηνοθέτησε όλο το σενάριο για εισβολή των ληστών.

H ανακοίνωση της Ελληνικής Αστυνομίας

Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε την Πέμπτη, όταν η αστυνομία έχοντας τα νέα στοιχεία στη διάθεσή της  ζήτησε από τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο να επιστρέψει στην Αθήνα από την Αλόννησο  για να εξεταστεί εκ νέου, βάσει των καινούργιων στοιχείων. Για να μη δείξουν πόσο σοβαρά ήταν τα στοιχεία αυτά και τον «τρομάξουν» έκαναν δεκτό το αίτημά του να παραμείνει άλλη μια μέρα στην Αλόννησο, προκειμένου να είναι παρών στο μνημόσυνο για την άτυχη Καρολάιν Κράουτς, τη μητέρα της ενός έτους Λυδίας. Μετά το μνημόσυνο, όπως έκανε γνωστό ο εκπρόσωπος της αστυνομίας Απόστολος Σκρέκας, σε έκτακτες ανακοινώσεις λίγο μετά τις πεντέμισι το απόγευμα, ο πιλότος παρελήφθη από πλωτό μέσο οδηγήθηκε στη Σκιάθο και από εκεί αεροπορικώς στην Αθήνα.