Η διαθήκη στην Ελλάδα που έχει δημοσιευθεί από δικαστήριο, ισχύει κανονικά, μέχρι την τυχόν ακύρωσή της από δικαστήριο τελεσιδίκως. Η διαθήκη, είτε είναι δημόσια είτε μυστική είτε ιδιόγραφη, έχει την ίδια νομική ισχύ.

Αναμφισβήτητο είναι, ωστόσο, ότι πιο δύσκολα ακυρώνεται δημόσια διαθήκη, η οποία έχει συνταχθεί και υπογραφεί ενώπιον συμβολαιογράφου και μαρτύρων.

Η δημόσια διαθήκη συντάσσεται με δήλωση από τον διαθέτη της τελευταίας του βούλησης ενώπιον συμβολαιογράφου, ενώ είναι παρόντες τρεις μάρτυρες ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας.

Ο διαθέτης, δηλαδή εκείνος που δηλώνει τι επιθυμεί να γίνει με την περιουσία του μετά τον θάνατό του, δηλώνει προφορικώς την τελευταία του βούληση ενώπιον του συμβολαιογράφου και των τριών μαρτύρων ή των δύο συμβολαιογράφων και του ενός μάρτυρα. Τα πρόσωπα αυτά συμπράττουν και πρέπει να είναι παρόντα σε όλη τη διάρκεια της πράξης της συντάξεως της δημόσιας διαθήκης.

Απαγορεύεται κατά τη σύνταξη της διαθήκης η παρουσία οιουδήποτε άλλου, εκτός από τον διαθέτη και τα συμπράττοντα πρόσωπα. Το κείμενο της διαθήκης πρέπει να διαβασθεί στον διαθέτη, ώστε όλοι, δηλαδή, συμβολαιογράφος και μάρτυρες, να είναι βέβαιοι ότι ο διαθέτης κατάλαβε το περιεχόμενο του κειμένου που συντάσσεται για να ισχύσει ως διαθήκη και ότι αυτό είναι που πράγματι θέλει να υπογράψει ως διαθήκη του.

Στην υπόθεση που περιγράφεται στην υπ’ αριθ. 86/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, ο διαθέτης απεβίωσε το έτος 2016, αφήνοντας ως πλησιέστερους συγγενείς του την δεύτερη σύζυγό του και τα παιδιά του από τον πρώτο γάμο του.

Μετά τον θάνατο του διαθέτη, η δεύτερη σύζυγός του επιμελήθηκε ώστε να δημοσιευθεί και να ισχύσει ως διαθήκη μία δημόσια διαθήκη που είχε υπογράψει ο σύζυγός της λίγο πριν αποβιώσει το 2016. Με βάση αυτή την δημόσια διαθήκη, μοναδικός κληρονόμος εμφανιζόταν να είναι σε ολόκληρη την περιουσία του διαθέτη, η δεύτερη σύζυγός του.

Στην διαθήκη υπήρχε και η αναφορά του διαθέτη ότι στα παιδιά του από τον πρώτο γάμο του άφηνε όσα τους είχε δώσει εν ζωή, χωρίς δηλαδή να τους αφήνει κάτι από την περιουσία του μετά θάνατον.

Τα παιδιά από τον πρώτο γάμο του διαθέτη, ως έχοντες έννομο συμφέρον, προσέβαλαν την διαθήκη στο δικαστήριο ως άκυρη, παρουσιάζοντας όχι μόνο μάρτυρες, αλλά και σειρά αποδεικτικών στοιχείων που οδήγησαν το Πρωτοδικείο, αλλά και το Εφετείο Πατρών στην κρίση ότι η διαθήκη δεν είχε συνταχθεί παρουσία του διαθέτη, αλλά και ούτε ενός τουλάχιστον από τους μάρτυρες που αναφερόταν στην διαθήκη ότι ήταν παρόντες κατά την σύνταξή της.

Συγκεκριμένα, τα παιδιά του κληρονομουμένου προσκόμισαν στο δικαστήριο αρκετά έγγραφα, πολλά από τα οποία δημόσια, που αποδείκνυαν ότι ο πατέρας τους την ημέρα κατά την οποία φερόταν να έχει παραστεί στην σύνταξη της διαθήκης, αυτός νοσηλευόταν στο Γενικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών και υπεβάλετο σε συγκεκριμένες ιατρικές εξετάσεις.

Από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση ότι κατά την ημερομηνία, που φέρεται να συντάχθηκε η επίδικη διαθήκη, ο κληρονομούμενος δεν βρισκόταν στο γραφείο του συμβολαιογράφου και ως εκ τούτου ψευδώς βεβαιώνεται τούτο από τον άνω συμβολαιογράφο.

Επίσης, ο συμβολαιογράφος βεβαίωσε ως αριθμό ταυτότητας του κληρονομουμένου τον αριθμό της προηγούμενης ταυτότητάς του, ενώ αν είχε πράγματι παραστεί στον συμβολαιογράφο ο διαθέτης, θα είχε καταχωρηθεί η ισχύουσα ταυτότητα του διαθέτη και όχι η προηγούμενη που είχε ήδη αντικατασταθεί.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, για να διαπιστώσει την πλαστότητα της υπογραφής του διαθέτη στην φερόμενη διαθήκη, αφού ήδη είχε σχηματίσει δικανική πεποίθηση από τα ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία και από την πλήρη απόδειξη ότι κατά την σύνταξη της διαθήκης δεν ήταν παρών ούτε ο διαθέτης, ούτε ένας εκ των μαρτύρων και τα πραγματικά αυτά περιστατικά αρκούσαν για την ακύρωση της διαθήκης.

Για τους λόγους αυτούς το Εφετείο επεκύρωσε την απόφαση του Πρωτοδικείου, ότι δηλαδή η φερόμενη ως δημόσια διαθήκη δεν ήταν έγκυρη, αφού δεν είχε παραστεί κατά την σύνταξή της ο διαθέτης και ένας εκ των τριών μαρτύρων, σε αντίθεση με όσα αναφέρει η διαθήκη. Αποτέλεσμα ήταν να ακυρωθεί η διαθήκη.

*Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws.
www.greekadvocate.eu
bm-bioxoi@otenet.gr