Η Γιώτα Κριλή είναι η γνωστή στην Αυστραλία, Ελληνίδα συγγραφέας και ποιήτρια που κατοικεί στο Σίδνεϊ από το 1959. Κατάγεται από το Κεραστάρι Αρκαδίας, ένα χωριό κοντά στην Τρίπολη και το Βαλτέτσι.

Το Βαλτέτσι και τα βαλτετσοχώρια είναι γνωστά από την Επανάσταση του 1821 και τους αγώνες που έλαβαν χώρα εκεί κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς.

Η Κριλή, μεταξύ άλλων έχει εκδώσει στην Αυστραλία την ποιητική συλλογή «Πεφταστέρια» (Σίδνεϊ, 2018) και την τριλογία ιστορικών μυθιστορημάτων «Μονοπάτια της Ελευθερίας» που αποτελείται από τις «Καταβολές», (Σίδνεϊ, 2013), «Κυπαρισσόμηλο» (Σίδνεϊ, 2014) και το «Κυκλάμινο» (Σίδνεϊ, 2016) όλα εκδόσεις του Pteroti House.

Τα «Πεφταστέρια» και το «Κυκλάμινο» τιμήθηκαν το 2019, το πρώτο με το βραβείο του καλύτερου ποιητικού βιβλίου και το δεύτερο με το βραβείο του καλύτερου πεζογραφικού βιβλίου, στο διαγωνισμό βιβλίου του Ελληνοαυστραλιανού Πολιτιστικού Συνδέσμου Μελβούρνης.

Η τριλογία των ιστορικών μυθιστορημάτων αναφέρεται στον ελληνικό 19ο αιώνα, το πρώτο στα χρόνια της Επανάστασης, το δεύτερο στην περίοδο του Όθωνα και το τρίτο στο δεύτερο μέρος του 19ου αιώνα.

Τα βιβλία της τριλογίας έχουν επανεκδοθεί πρόσφατα στην Αθήνα από τον εκδοτικό οίκο «Ωκεανός», στο πλαίσιο της επετείου των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821.

Οι «Καταβολές» εκδόθηκαν το 2017 με τον τίτλο «Με τη φλόγα στην καρδιά», και τα δυο άλλα το 2021 με τους τίτλους «Το κυπαρισσόμηλο της Αρκαδίας» και «Το κυκλάμινο της Τριπολιτσάς» αντίστοιχα. Θ’ αναφερθώ, με τη σειρά, στο καθένα από τα παραπάνω τρία ιστορικά μυθιστορήματα.

Ιστορικό μυθιστόρημα λέγεται το μυθιστόρημα εκείνο που αναφέρεται σε κάποια ιστορική περίοδο, όπως είναι τα τρία μυθιστορήματα της Γιώτας Κριλή. Οι «Καταβολές» αναφέρονται στα πρώτα τριάντα χρόνια του ελληνικού 19ου αιώνα και, ιδιαίτερα, τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης από το 1821 ως το 1828.

Το μυθιστόρημα υπονοεί στοιχεία όπως μυθοπλασία, χαρακτήρες και πλοκή, τα οποία, όμως, θα πρέπει να συνδέονται πειστικά με την παρουσιαζόμενη ιστορική περίοδο την οποία ερμηνεύουν. Η Κριλή στο μυθιστόρημά της αυτό, που παρουσιάζεται σε τρία μέρη, δημιουργεί επιτυχώς χαρακτήρες και ήρωες της καθημερινότητας της ιστορικής περιόδου οι οποίοι αναμειγνύονται και συμπλέκονται με πραγματικά ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, τα οποία φωτίζουν και ερμηνεύουν.

Θα αναφερθώ σε ορισμένες πτυχές των «Καταβολών». Η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο και ο παντεπόπτης αφηγητής/αφηγήτρια έχει τη δυνατότητα να παρουσιάζει, να περιγράφει, να σχολιάζει, να στοχάζεται, να κρίνει, να γνωρίζει τα παρόντα και τα μετέπειτα που οι ήρωες του μυθιστορήματος αγνοούν και να τα ερμηνεύει.

Προσωπογραφία της Γιώτας Κριλή

Το επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην αφήγηση του παρόντος μυθιστορήματος είναι ο πόθος για την ελευθερία που εκφράζεται με το δημοτικό τραγούδι «Ακόμη τουτ’ την άνοιξη – ραγιάδες, ραγιάδες, / τουτ’ το καλοκαίρι…». (σ. 24)

Η προεπαναστατική περίοδος χαρακτηρίζεται από τους διωγμούς κατά των κλεφτών από τους Τούρκους με τη συμβολή του Πατριαρχείου, με τον πατριαρχικό αφορισμό και τη συμμετοχή των κοτσαμπάσηδων.

Η αρπαγή της όμορφης δεκατετράχρονης Κατερίνας από τους Τούρκους οδηγεί τον αδελφό της Αλέκο να γίνει κλέφτης: «Όταν ξημέρωσε ήταν ήδη φευγάτος (ο Αλέκος). Είχε πάρει το δρόμο των κλεφτών. Ήταν δεκαεφτά χρονών, ψηλός, γεροδεμένος…». (σ. 14) Σύντομα, η εχθρότητα με τον ντόπιο κουτσαμπάση οδηγεί στο βουνό και τον μαστρο-Δήμο, τον πατέρα του Αλέκου.

Η Κριλή υπενθυμίζει τη δύσκολη, πειθαρχημένη ζωή τους για να μπορούν να διαφεύγουν: Η ιερή εντολή (των κλεφτών) ήταν: «Να μη σε βρει η αυγή εκεί που έστρωσες να κοιμηθείς». (σ. 22) Ο Αλέκος και ο πατέρας του περιφέρονται στα βουνά γύρω από το Αηδονοχώρι, το χωριό τους.

«Επισκέπτονταν τη μάνα μόνο τις νύχτες και ποτέ μαζί. Δεν άναβαν φως. Κουβέντιαζαν στο σκοτάδι». (σ. 24) Τον ίδιο καιρό αρχίζει και η δράση της Φιλικής Εταιρείας και σύντομα μετά ο επαναστατικός αγώνας, που άλλαξε ριζικά την καθημερινή ζωή των κατοίκων.

Το Αηδονοχώρι -φανταστικό χωριό που φαίνεται να ταυτίζεται με το Κεραστάρι- με τα γειτονικά βαλτετσοχώρια αποτέλεσαν ορμητήριο των επαναστατών στην εξόρμησή τους για την άλωση της κοντινής Τριπολιτσάς. Το πεδίο δράσης των ηρώων του μυθιστορήματος εκτείνεται στην Πελοπόννησο, αλλά υπάρχουν απόηχοι και των συμβαινόμενων στην Ζάκυνθο, την΄Υδρα, τη Χίο, το Μεσολόγγι, την Άμφισσα και την Αθήνα.

Οι ιστορικοί χαρακτήρες Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσσας, Παλαιών Πατρών Γερμανός, Μαυροκορδάτος, Κωλέτης, Ζαΐμης, Μητροπέτροβας, Δημήτριος Υψηλάντης, Γεώργιος Γεννάδιος, Ιμπραήμ, Καποδίστριας ή τα επώνυμα θύματα των φατριών και των εμφύλιων σπαραγμών Αντώνιος Οικονόμου, Παναγιώτης Κρεββατάς, Παναγιώτης Καρατζάς, Πάνος Κολοκοτρώνης, παρουσιάζονται στους γνωστούς ιστορικούς τους ρόλους και αναφορές. Ο Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μωριά, εξαίρεται για την κλέφτικη στρατηγική του ιδιοφυία. Από την αρχή έδωσε έμφαση στην κατάληψη της Τριπολιτσάς, την καρδιά της Οθωμανικής διοίκησης.

«Στην προετοιμασία για τη μεγάλη μάχη, ο Γέρος σοφίστηκε να βγάλουν μια γράνα στα ριζώματα του βουνού. Και ήταν εκείνη η γράνα που θα καθόριζε την πορεία του πολέμου…» (σ. 87)

Ο καπετάν-Δημητρός μιλά στους Αηδονοχωρίτες για την κρίσιμη στιγμή των Δερβενακίων:

«Ήταν μοναδική η στρατηγική του Γέρου, του Υψηλάντη, η ανδρεία των καπεταναίων και η γενναιόδωρη συνδρομή του Παναγιώτη Κρεββατά… …Οι πολιτικοί μας τράπηκαν σε φυγή. Μπήκαν στα καράβια για να γλιτώσουν το τομάρι τους…» (σ. 187)

Ο Κολοκοτρώνης απεικονίζεται στον κατευναστικό του ρόλο σε μια στιγμή κρίσης. Οι εξαγριωμένοι στρατιώτες στο στρατόπεδο των Τρικόρφων, τον Ιούνιο του 1821, απειλούσαν να σκοτώσουν τους κοτσαμπάσηδες γιατί ανάγκασαν τον Δημήτριο Υψηλάντη να αναχωρήσει.

Θα τους σκότωναν, «αν δεν ήταν ο Γέρος» να τους καθησυχάσει και να διορθώσει την κατάσταση. (σ. 54) ΄Οταν ο Ιμπραήμ καταστρέφει την Πελοπόννησο ο Κολοκοτρώνης επικρίνει τον Ζαΐμη που προσπαθεί να κρατεί τα στρατεύματα διαιρεμένα για να περιορίζει τη δύναμη των στρατιωτικών:

«’Κολοκοτρώνη, Κολοκοτρώνη, έξι χρόνους πασχίζεις να ενώσεις τα άρματα και ουδέ σε άφησα να τα ενώσεις, ουδέ θέλει σε αφήσω’ ‘Του βάρεσα παλαμάκια… Εύγε καλέ πατριώτη…’ …Και ο βασανισμένος λαός έχει στιγματίσει τον τρανό κοτζαμπάση με τη φράση: ‘Τι Ζαήμης, τι Μπραήμης!’». (σ. 378)

Ο Κολοκοτρώνης απεικονίζεται επίσης στις δύσκολες στιγμές των εμφυλίων όταν ο γιος του Πάνος πέφτει θύμα των αλληλομμαχόμενων φατριών, όταν ο ίδιος συλλαμβάνεται και στέλνεται εξόριστος και φυλακίζεται στην Ύδρα, όταν με την εισβολή του Ιμπραήμ απελευθερώνεται και ο λαός τον υποδέχεται με κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών, όταν αφυπνίζει τον λαό εναντίον του κινδύνου του προσκυνήματος.

Το εξώφυλλο του βιβλίου «Με τη φλόγα στην καρδιά»

Ο καπετάν Αγγελής πληροφορεί τους Αηδονοχωρίτες:

«Πατριώτες, συνεχίζεται ο αγώνας. Όλοι οι άντρες από δεκαέξι χρονών μέχρι εξήντα, καλούνται στ’ άρματα. …Τώρα η Αχαΐα προσκυνάει τον Ιμπραήμ… …Προσκύνησε ο καπετάν Νενέκος και μερικοί οπλαρχηγοί… …Ο Νενέκος έγινε Μπέης. Έχει σχηματίσει ένοπλα σώματα… …Ο Γέρος έχει κινήσει μεγάλα στρατεύματα από παντού με το σύνθημα ‘φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους!’». (σ. 315)

Ή Εθνοσυνέλευση του 1826 δημοσιεύει ότι αφαιρεί τα πολιτικά δικαιώματα του Δημητρίου Υψηλάντη και τον αποκλείει από κάθε «στρατιωτικό υπούργημα» για την επιστολή διαμαρτυρίας του για ψηφεισθείσες πράξεις της, χωρίς να καταχωρεί το περιεχόμενο της επιστολής του. (σ. 369)

Η διαμαρτυρία αφορούσε την απόφαση της Συνέλευσης να ζητήσει τη μονομερή μεσιτεία της Αγγλίας για συμβιβασμό των επαναστατημένων Ελλήνων με τον Σουλτάνο. Ο Υψηλάντης διαμαρτυρόταν στην επιστολή του «…κατά μιας πράξεως παρανόμου, αντιελληνικής, και διόλου αναξίας ενός έθνους το οποίον υπεδουλώθη μεν πολλάκις, πλην ποτέ δεν εσυμβιβάσθη με τους τυράννους του…». (σ. 383)

Ο Θοδωράκης Γρίβας ως φρούραρχος του Παλαμηδίου και της φρουράς του Ναυπλίου είναι ‘αιμοβόρος και άπληστος’. (σ. 389) Τρομοκρατεί και ληστεύει το λαό, αιχμαλωτίζει πολίτες, απαιτεί λύτρα, εκμεταλλεύεται την αδύναμη κυβέρνηση:

«Είχε πέσει και διχόνοια μεταξύ της Αντικυβερνητικής Επιτροπής και της Βουλής. Και για να υποτάξουν τη Βουλή, την βομβάρδισε εσκεμμένα ο φρούραρχος από το Παλαμήδι. …Οι κάτοικοι έφευγαν τρομοκρατημένοι και λαφυραγωγημένοι. Σκοτώθηκαν πάνω από διακόσια άτομα…». (σ. 409)

Όταν μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου ο Ιμπραήμ αναγκάζεται να αποσύρει τα στρατεύματά του από την Πελοπόννησο, πριν πάρει το δρόμο για τη Μεσσηνία, κατέστρεψε την Τριπολιτσά:

«Ο εχθρός τελείωσε την κατεδάφιση του τείχους, των μεγάλων χτιρίων και την τελευταία του νύχτα έβαλε φωτιά στα σπίτια που είχαν απομείνει. Τα ξημερώματα έσπειρε την πόλη αλάτι…». (σ. 430)

Το μυθιστόρημα της Κριλή παρουσιάζει το έπος της Επανάστασης του ’21 και στις σελίδες του εκτός από τα ιστορικά πρόσωπα παρελαύνει ένα πλήθος καθημερινών ανθρώπων. Τα μυθοποιημένα αυτά πρόσωπα αντιπροσωπεύουν διάφορες όψεις της ελληνικής κοινωνίας που ζουν τον αγώνα και δοκιμάζονται από τα δεινά των πολεμικών κακουχιών.

Άλλα από αυτά τα πρόσωπα παρουσιάζονται αδρά, αλλά τα περισσότερα αχνογραφούνται ως μέλη ή ομάδες του υπόβαθρου.

Στα πρώτα ανήκουν η Κατερίνα, ο καπετάν Δημητρός, ο καπετάν Αγγελής, ο Αλέκος, ο Αργύρης, ο Ανδρέας, η Φωτεινή, η Τασούλα και άλλοι, παρουσιαζόμενοι λιγότερο έντονα.

Η Κατερίνα που προεπαναστατικά απαγάγεται από τους έφιππους Τούρκους ενώ βρίσκεται με τη μάνα της ανάμεσα στους θάμνους, ανταλλάσσεται μετά την έναρξη της Επανάστασης, βοηθά τον Αλέκο, γίνεται δασκάλα και βοηθά τον Καλογερόπαπα στη διδασκαλία των παιδιών και στο τέλος παντρεύεται με τον αναρρώνοντα καπετάν-Δημητρό. Ο Καπετάν Δημητρός -το παιδί από την Ανδραβίδα- που στέλνεται στη Ζάκυνθο και μετά γίνεται πραματευτής και καπετάνιος, πέφτει θύμα της πανούκλας που ακολούθησε την κατάληψη του Παλαμηδιού. (σ. 202)

Με μεγάλες προσπάθειες διασώζεται. Κατόπιν, στη μάχη του βουνού, στο σύνορο μεταξύ Μεσσηνίας και Αρκαδίας, όπου είχε καταφύγει όλο το χωριό, πολιορκημένοι από τον Ιμπραήμ, ο καπετάν Δημητρός τραυματίζεται και ο Αλέκος σκοτώνεται. Ο καπετάν-Δημητρός παραμένει ανάπηρος στο Ναύπλιο για μεγάλο διάστημα.

ο ξαναζωντάνεμα της αγάπης του για την Κατερίνα συμβάλλει στην ανάρρωσή του. Ο Αλέκος, ο αδελφός της Κατερίνας είναι από τους προάγγελους κλέφτες της Επανάστασης. Σκοτώνεται στο ταμπούρι του στο βουνό, σύνορο με τη Μεσσηνία. (σ. 256)

Ο καπετάν Αγγελής είναι ο άγρυπνος φύλακας των βουνών της περιοχής που προστατεύει και πληροφορεί τους κατοίκους για τις κινήσεις του εχθρού και τις εξελίξεις του αγώνα.

Διαφορετικός είναι ο Αργύρης, ο κλέφτης του καπετάν-Πετεινού. Είναι μοχθηρός, υπερόπτης, επιδεικτικός, καταπιεστής και τελικά βιαστής. Η Χρίσταινα τον πυροβολεί τη νύχτα που βιάζει τη Φωτεινή και η σφαίρα τον αφήνει παράλυτο. Βρίσκει άδοξο θάνατο από τις μουσουλμάνες σκλάβες του «τη στιγμή που πάτησε ο Ιμπραήμ στην Τριπολιτσά». (σ. 267)

Ο Αργύρης αντιπροσωπεύει μια ομάδα των επαναστατών που στο ιστορικό μέρος εκπροσωπείται από τον φρούραρχο του Παλαμηδιού, Θοδωράκη Γρίβα:

«Έπειτα από λίγο ήρθε κι άραξε (στο καφενείο) μια εντυπωσιακή παρέα καπεταναίων. Φορούσαν χρυσοκέντητες πλούσιες στολές και περίτεχνα διακοσμημένα άρματα. Τους καρατούσαν τα τσιμπούκια μικροσκοπικοί υπηρέτες κι είχαν συνοδεία πανύψηλους σωματοφύλακες… ΄Ηταν σα να είχαν αναστηθεί οι πασάδες. Ετούτοι οι χασομέρηδες ήταν μισθωτοί του Έθνους, ενώ οι αγωνιστές πολεμούσαν τον Ιμπραήμ ρακένδυτοι και πεινασμένοι». (σσ. 351-2)

«… ‘Τι συμβαίνει;’     -΄Ηρθαν οι Αργύρηδες!’ …Έχουν γίνει ο φόβος και ο τρόμος στην περιοχή… …Τώρα έχουμε ολιγαρχία και τρομοκρατία. Και πόλεμο, κι εμφυλίους και φατρίες.’» (σσ. 391-2)

Ο Ανδρέας είναι «ο άνθρωπος που μπορούσε να οραματίζεται. Τη στιγμή που (ο καπετάν-Δημητρός) βυθιζόταν στο σκοτάδι της απαισιοδοξίας (αυτός) του έδωσε το χέρι.» (σ. 355) Η Φωτεινή ήταν η δεκαεξάχρονη όμορφη που έκλεψε προεπαναστατικά ο Αγάς Κερέμ. Έζησε τη δική της τραγωδία. Δεν έγινε μουσουλμάνα.

Με τον καιρό τον Κερέμ τον αγάπησε, έγινε ο πατέρας των παιδιών της. Οι επαναστάτες τον σκότωσαν. Αυτή υπέστη διώξεις από τον αδελφό της και τον Αργύρη. «Είχαν χάσει τρία παλικάρια (στο χωριό της). Και την Τασούλα. Κανείς δεν ανέφερε ως θύμα τον Κερέμ και το γιο του Οσμάν…». (σ. 326) «…Η Φωτεινή θ’ άναβε πάντα ένα κεράκι στη μνήμη του Κερέμ». (σ. 486) Η Τασούλα είναι το ευκολόπιστο κορίτσι που γίνεται το θύμα του Αργύρη.

Οι περισσότερες άλλες γυναίκες είναι φιγούρες συλλογικής ομάδας. Αγαπιούνται, παντρεύονται, γεννούν, τραγουδούν, χορεύουν, φροντίζουν το σπίτι, τα παιδιά τους, τους άνδρες τους, τα ζώα τους, τον αγώνα. Μετά την άλωση της Τριπολιτσάς που υπάρχουν πολλά όπλα οι άνδρες εκπαιδεύουν τις γυναίκες στη σκοποβολή:

«Λοιπόν τσούπρες, φέραμε πιστόλες για εσάς και για ούλες τις γυναίκες του χωριού». «Αχρείαστες να’ ναι. ΄Ομως, σε ώρα ανάγκης, καλό θα’ ταν να ξέρουμε πώς να τις κρατάμε», είπε η μάνα. (σσ. 108-9)

Τελικά, η Χρίσταινα, καταφέρνει να πυροβολήσει το βιαστή της κόρης της και γίνεται ηρωίδα.

Η εξαίρετη αφήγηση της Κριλή που προχωρά σαν κινηματογραφικό ξετύλιγμα, περιέχει πλήθος σκηνών ποίησης της καθημερινής ζωής που συχνά συνοδεύονται με τα σχετικά δημοτικά τραγούδια – σκηνές αγωνίας, λύπης, θυμού, δειδιδαιμονίας, καρτερίας και χαράς που παραμένουν για πολύ στη μνήμη, μετά την ανάγνωση του βιβλίου.

Μερικές τέτοιες σκηνές: «Ο καπετάν-Δημητρός τους διάβαζε το Θούριο του Ρήγα και την Ελληνική Νομαρχία. …Ετούτοι οι άτακτοι επρόκειτο να γίνουν οι μπροστάρηδες της Επανάστασης». (σ. 47)

Οι αγρότες δέχονται την γενική επιστράτευση εναντίον του Ιμπραήμ με τραγούδια και χορούς:     «Πρέπει να ζώσουμε ξανά τ’ άρματα. Τώρα είμαστε βετεράνοι και ξέρουμε πώς να πολεμάμε… ‘Καπετάν-Δημητρό, εμείς είμαστε έτοιμοι.’ …Ο Αλέκος τράβηξε τον καπετάνιο στο χορό κι εκείνος ακολουθούσε παίζοντας τη φλογέρα. Τραγουδούσαν: Τούτ’ η γης με τα χορτάρια τρώει νιους και παλληκάρια…». (σ. 250)

Ο Ιμπραήμ καταστρέφει, αιχμαλωτίζει γυναίκες και παιδιά, τους στέλνει δούλους στα σκλαβοπάζαρα: «Έχουν πάρει και τα δικά μου αδέρφια και ολόκληρες τις φαμελιές των συντρόφων απ’ εδώ, είπε ο καπετάνιος. ‘΄Οσο ζούμε θα τους περιμένουμε…Ξαφνικά κίνησε τραγούδι… ‘Ο κούκος φέτος δεν λαλεί, ούτε και θα λαλήσει…’». (σ. 464)

Ο πόλεμος κι ο θάνατος, οι χαρές και οι λύπες συμβαδίζουν: «Άμα μας νικήσει ο εχθρός, θα μας πάρει τα κορίτσια. Λοιπόν γιατί να μη χαρείτε κι εσείς το γάμο σας σήμερα που είμαστε ζωντανοί; …’Σε τούτους τους δύσκολους καιρούς, δεν πρέπει να ξεχνάμε τη ζωή’… Τέσσερις γάμοι έγιναν στο Αηδονοχώρι εκείνη την Κυριακή». (σσ.284-5)

Ο Ιμπραήμ αποχωρεί από την Πελοπόνησο. Οι καταστραμένοι άνθρωποι γιορτάζουν τα πανηγύρια τους, παντρεύονται, βαφτίζουν τα παιδιά τους. Ο Κολοκοτρώνης κάνει κουμπαριές με τους καπετανέους του. Βαφτίζει στο πανηγύρι του δεκαπενταύγουστου δυο παιδιά μαζί:

«Με την τρίτη καμπάνα κατέφτασε και ο κουμπάρος, ο Γέρος του Μωριά, με το ασκέρι του από την Καρύταινα… Έπειτα σήκωσαν την τάβλα κι έστησαν το χορό… Χόρεψε μπροστά ο δις ανάδοχος, τσάμικο με το τραγούδι του: ‘Λάμπει ο ήλιος στα βουνά, λάμπει και στα λαγκάδια…’ …Έγινε διπλός ο χορός…. Μπήκε και ο μαστρο-Δήμος μπροστά. Σήκωσε το χέρι κι έπαυσε τα όργανα. Κίνησε το χορό τραγουδώντας: ‘Να’ταν τα νιάτα δυο φορές, τα γηρατειά καμία…’». (σ. 489-492)

Η επιτυχία της συγγραφέα βρίσκεται, μεταξύ άλλων, στην ικανότητα της τέχνης της να δημιουργεί φανταστικά πρόσωπα που ορθώνοται, ζουν και κινούνται – πειστικά πρόσωπα της επαναστατημένης ελληνικής κοινωνίας. Η Κριλή γνωρίζει καλά την ιστορία και επίσης γνωρίζει την κοινωνία που αναπαρασταίνει.

Ανασταίνει, έτσι, για τον σημερινό αναγνώστη, τη ζωή, τα διλήμματα, το δράμα και την τραγωδία της ιστορικής εκείνης περιόδου. Το άλλο σκέλος της επιτυχίας της είναι η πειστική ανάμειξη και η συμπλοκή των φανταστικών ιστορικών χαρακτήρων της με τα ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα και έτσι να ερμηνεύει για τον αναγνώστη την ιστορία της περιόδου.

Υπάρχει, λοιπόν, στις «Καταβολές» ένας εμφανής διαχωρισμός αλλά και συμπλοκή μυθοπλασίας και ιστορίας. Η μυθοπλασία αφορά, τους φανταστικούς χαρακτήρες που αναπαριστούν τη ζωή και την εικόνα της ελληνικής κοινωνίας και η ιστορία αφορά τα ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα.

Τα δυο αυτά στοιχεία συμπλέκονται στην υπόθεση και την πλοκή του μυθιστορήματος. Η συγγραφέας μεταχειρίζεται με άκρα προσοχή και τα δυο στοιχεία και τελικά πετυχαίνει να δώσει την εικόνα της κοινωνίας που βρίσκεται σε επανάσταση, χωρίς να παραποιεί την ακρίβεια των ιστορικών γεγονότων και προσώπων. Η Γιώτα Κριλή στις «Καταβολές», σε ένα βιβλίο, κατορθώνει να γράψει μυθιστόρημα και ιστορία.

*Ο Δρ Χρήστος Ν. Φίφης είναι επίτιμος ερευνητής στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου La Trobe.