Πρόσφατα κυκλοφόρησε στα Αγγλικά, αλλά και σε νεοελληνική μετάφραση, το μυθιστόρημα της Karen Martin «Στον Χορό του Λαβυρίνθου», ένα βαρυσήμαντο λογοτεχνικό έργο, το οποίο υπερβαίνει τις δομές του χρόνου, της γλώσσας και της ταυτότητας.

Εκ των προτέρων, αξίζει να σημειωθεί ότι είναι εμφανής μία εννοιολογική ένταση μεταξύ της αγγλικής και της ελληνικής εκδοχής του μυθιστορήματος, η υπόθεση του οποίου εξελίσσεται σε διάφορες ιστορικές περίοδοι, στην Κρήτη.

Στα αγγλικά, ο τίτλος, «Dancing the Labyrinth» («Στον Χορό του Λαβυρίνθου») έχει τη δική του δυναμική. Σε πρώτη ανάγνωση, παραπέμπει στην ενδυνάμωση, δεδομένου του ότι κάποιος έχει επαρκή κυριαρχία σε όποιον λαβύρινθο βρίσκεται, ώστε να μπορεί να «χορέψει» ενεργά, δηλαδή να τον διασχίσει χορεύοντας, ή να κάνει τον ίδιο τον Λαβύρινθο να χορέψει.

Σε κάθε περίπτωση, ο Λαβύρινθος διατηρεί παθητική στάση, και δέχεται την ενέργεια είτε των πρωταγωνιστών είτε των αναγνωστών.

Ο ελληνικός τίτλος «Στον Χορό του Λαβυρίνθου», μεταφέρει εντελώς διαφορετικές συνεκδοχές. Υποδηλώνει ότι ο κύριος πρωταγωνιστής του έργου είναι ο ίδιος ο Λαβύρινθος. Αυτός είναι που καθορίζει τον χορό, ενώ παθητική στάση τηρούν αυτοί που χορεύουν το χορό που τους υπαγορεύει ο Λαβύρινθος, δηλαδή οι κύριοι χαρακτήρες και οι αναγνώστες.

Και στις δύο εκδοχές του μυθιστορήματος λοιπόν, μας δίνεται να εννοήσουμε ότι ο Λαβύρινθος, με όλα όσα συμβολίζει, είναι το κλειδί για την κατανόηση της αφήγησης καθώς εξελίσσεται, και ο αναγνώστης θα πρέπει να λάβει υπόψη του την παραδοσιακή ελληνική αντίληψη μιας ιστορίας, ως κάτι που ξετυλίγεται καθώς προχωρά, όπως το νήμα της Αριάδνης στα χέρια ενός Θησέα, ενώ περιδιαβαίνει τους σκοτεινούς διαδρόμους της οικίας του Μινώταυρου.

Εντοπίζουμε παρόμοια πολυσημία στις αγγλικές και ελληνικές εκδοχές του ονόματος της πρωταγωνίστριας του μυθιστορήματος, της Χρυσηίδας/Cressida.

Προσπαθώντας να ξεφύγει ένα βίαιο παρελθόν μετά από τον θάνατο των γονέων της, η Χρυσηίδα αναζητά παρηγοριά και θαλπωρή στην Κρήτη. Έχοντας μείνει έγκυος, βιώνει συγκρουόμενα συναισθήματα σχετικά με την επικείμενη μητρότητά της, ενώ η πιθανότητα ότι οι απόγονοί της θα κληρονομήσουν τα βίαια γονίδια του πατέρα της τη γεμίζει με τρόμο, εφόσον πρόκειται να γίνει συνεργός του δικού της προπατορικού αμαρτήματος.

Στην ελληνική παράδοση υπάρχει μόνο μία Χρυσηίδα και αυτή, όπως η σύγχρονη εκδοχή της στο μυθιστόρημα, αποτελεί επίσης θύμα της πατριαρχικής τάξης.

Στην Ιλιάδα του Ομήρου όπου γίνεται η πρώτη της λογοτεχνική εμφάνιση, δεν έχει καν όνομα. Αντ’ αυτού, αναγνωρίζεται απλώς ως κόρη του ιερέα του Απόλλωνα, Χρύση, δηλαδή ως κτήμα, ή αντικείμενο. Αρχικά, λάφυρο του Αχιλλέα, την διεκδικεί ο Αγαμέμνονας, ο οποίος την παίρνει ως παλλακίδα του και παρά τα παρακάλια του πατέρα της και τα πλούσια δώρα που προσφέρει, αρνείται να του την επιστρέψει.

Ο Απόλλωνας, όχι από λύπη για την κατάσταση της νεανίδος, αλλά επειδή η συμπεριφορά του Αγαμέμνονα προς έναν ιερέα του αποτελεί ύβρη, στέλνει λοιμό στο στρατόπεδο για εννέα ημέρες αναγκάζοντας τον Αγαμέμνονα να επιστρέψει την Χρυσηίδα στον πατέρα της και να την αντικαταστήσει με μία άλλη σκλάβα του Αχιλλέα.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον Τρωικό Κύκλο ποιημάτων, ο Χρύσης επιστρέφει στο ελληνικό στρατόπεδο ώστε να ευχαριστήσει τους Έλληνες για την καλή τους συμπεριφορά προς την κόρη του (το ότι βιάστηκε φαίνεται ότι δεν αμαυρώνει την υπόληψή τους στα μάτια του στοργικού πατέρα), και ως δείγμα ευγνωμοσύνης, επαναπροσφέρει την κόρη του στον βιαστή της.

Αυτό το μυθολογικό υπόβαθρο, η μεταχείριση της μυθικής Χρυσηίδας ως κτήμα, η προδοσία της από εκείνους που είναι επιφορτισμένοι με την υποχρέωση να την προστατεύσουν και η αξιοποίηση της σεξουαλικότητάς της ως αντικείμενο συναλλαγής μεταξύ ανδρών αποτελεί κλειδί για την κατανόηση του ψυχολογικού τραύματος που βιώνει η σύγχρονη ενσάρκωσή της.

Στην ελληνική εκδοχή του μυθιστορήματος της Karen Martin, οι δύο ηρωίδες είναι συνονόματες και συνταυτίσιμες.

Στο πρωτότυπο αγγλικό κείμενο, ωστόσο, η Cressida φέρνει μαζί της το βάρος μιας δυτικής πολιτιστικής ιστορίας που υπάρχει εκτός του ελληνικού λόγου. Στη Δύση, η Cressida, όπως διαμορφώθηκε από τον Bοκάκιο στο Il Filostrato, από τον Τζόφρυ Τσώσερ στο έργο Troilus and Criseyde και, ιδιαίτερα, στο θεατρικό έργο του Σαίξπηρ, Troilus και Cressida, αποτελεί, όχι θύμα, αλλά σύμβολο ασυνέπειας και αρχέτυπο της άπιστης ερωμένης.

Ερωτευμένη με τον Τρωίλο, έναν από τους γιους του Βασιλιά Πριάμου, τον εγκαταλείπει όταν ομηρεύεται από τους Έλληνες και ερωτεύεται τον Διομήδη. Τοιουτοτρόπως, στη δυτική λογοτεχνική παράδοση, η Cressida δεν είναι άνθρωπος, είναι ένα μοτίβο.

Μόλις προδώσει τον Τρωίλο, έχει εκπληρώσει τον σκοπό της και οι συγγραφείς που την αναφέρουν δεν καταπιάνονται πάλι μαζί της, εκτός από τον Τσώσερ ο οποίος χαρίζει στην Criseyde του όραμα για το πώς θα απεικονιστεί στη λογοτεχνία του μέλλοντος: «Δυστυχώς, για μένα ώς το τέλος του κόσμου δεν θα γραφτεί κανένα καλό τραγούδι».

Εδώ το δικαίωμα της κάθε γυναίκας να επιλέξει ποιον θα αγαπήσει ή ποιον θα πάψει να αγαπά δεν απασχολεί καθόλου τους συγγραφείς. Στην εκδοχή του Σκωτσέζου ποιητή Robert Henryson: «Η Διαθήκη της Cresseide», παρουσιάζεται ως μετανοημένη αφού έχει προσβληθεί από λέπρα και την έχει εγκαταλείψει ο Διομήδης

. Αυτά τα λογοτεχνικά μοτίβα, μιας πατριαρχίας που κρίνει τη σεξουαλικότητα μιας γυναίκας και τα μέσα με τα οποία επιλέγει να την εκφράσει, δημιουργώντας σ᾽ αυτήν αισθήματα ενοχής ή αναξιότητας είναι εγγενή στοιχεία στην κατανόηση της ενοχής και των αισθημάτων πανικού και απελπισίας που βιώνει η Cressida της συγγραφέως.

Καθώς μαίνεται θύελλα οργής και απόγνωσής εντός του εσωτερικού κόσμου της Χρυσηίδας, έχει ξεσπάσει πραγματική καταιγίδα επάνω στα βουνά, όπου κάνει ορειβασία.

Αναζητώντας καταφύγιο σε μια σπηλιά, πέφτει στο έδαφος και το στόμα της γεμίζει από χώμα, μοτίβο που συμβολίζει αναμφίβολα στην ονειρολογία, την ανάγκη να διορθώσει ή να «καθαρίσει» μια πτυχή της ζωής της, ενώ η γεωφαγία παράλληλα είναι ένα φαινόμενο που, ως γνωστόν, επηρεάζει ορισμένες έγκυες γυναίκες. Τυχαία, ανακαλύπτει μια σπηλιά γεμάτη από αρχαίες μινωικές τοιχογραφίες.

Από την αινιγματική Λυδία, μινωίτισσα ζωγράφο η οποία εμφανίζεται με υπερφυσικό τρόπο, μαθαίνει πώς να αποκωδικοποιήσει τις εικόνες και αποκτά γνώση της χαμένης ιστορίας της Πυθίας, μινωίτισσας ιέρειας, η οποία ίδρυσε μια γυναικεία κοινότητα για να διαφυλάξει την αρχαία λατρεία της Μεγάλης Μητέρας από την επέλαση της νέας ανερχόμενης πατριαρχικής θρησκείας.

Ο συνδυασμός αρχαίων ελληνικών μυστηριακών λατρειών με τους Μινωίτες που προηγήθηκαν, αποτελεί εμπνευσμένη προσέγγιση μιας συγγραφέα ευαίσθητης και άρτια κατηρτισμένης όσον αφορά τις περιπλοκές της αρχαίας σκέψης και κοινωνίας.

Και στις δύο εκδοχές του μυθιστορήματος, αυτή η σχέση με το χρόνο διατυπώνεται με ιδιάζοντα τρόπο. Στα Αγγλικά, ο μαγικός ρεαλισμός με τον οποίο διαποτίζεται το μυθιστόρημα δημιουργεί μια αφήγηση πλούσιων αποχρώσεων και εκπληκτικών ρυθμών καθώς το παρελθόν αντιμετωπίζει το μέλλον για να συμφιλιώσει την πραγματικότητα.

Παράλληλα, στην ελληνική εκδοχή, διεισδύουμε σε έναν λόγο του οποίου η αντίληψη του χρόνου δεν ήταν ποτέ ευθύγραμμη όπως αυτή του δυτικού κόσμου, και όπου το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συνυπάρχουν πάντα και αλληλοεπηρεάζονται.

Ως αποτέλεσμα, το στοιχείο του μαγικού ρεαλισμού είναι πιο λεπτό και διακριτικό όπως αρμόζει σε μια πολιτιστική αφήγηση στην οποία η διάκριση μεταξύ μύθου και πραγματικότητας δεν είναι πάντα εμφανής ή διαπραγματεύσιμη.

Κατά συνέπεια, και στις δύο γλωσσικές εκδοχές, η συγγραφική επιδεξιότητα της Karen Martin στην υπέρβαση τόσο του χρόνου όσο και του πολιτισμικού πλαισίου είναι εξαιρετική.

Όπως όλοι οι μυημένοι, η Χρυσηίδα επιχορηγείται με την απαραίτητη γνώση ώστε να αντιστρέψει τη ζωή της και εξουσιοδοτείται μέσω της συμπαράστασης άλλων διαχρονικών γυναικείων μορφών, να αμφισβητήσει την αφήγηση του ταραχώδους παρελθόντος της και να δημιουργήσει ένα νέο μέλλον δικής της επιλογής , εμποτισμένο με ελπίδα και μεστό νοήματος.

Η διαμεσολάβηση της θεραπείας και της ελπίδας μέσω του μινωικού κόσμου είναι σημαντική. Αφηγήσεις που σφετερίζονται στοιχεία της κλασικής παράδοσης αφθονούν στη δυτική λογοτεχνία και είναι ευρύτερα γνωστό το πώς η διαδικασία εκμετάλλευσης αυτών των στοιχείων χρησιμεύει στην άρθρωση της δήθεν ανωτερότητας του «δυτικού» ή του «λευκού» πολιτισμού.

Με τη σειρά τους, οι (σαφώς λιγότερες) ελληνικές προσεγγίσεις του ίδιου ζητήματος συχνά επιχειρούν να διεκδικήσουν την ισότητα με τη Δύση, ή να εκφράσουν συναισθήματα ανεπάρκειας εν όψει της κληρονομιάς των υποτιθέμενων «ανώτερων» προγόνων.

Η Karen Martin υπερφαλαγγίζει αυτά τα ζητήματα, κατασκευάζοντας το δικό της φανταστικό παρελθόν ενός λαού για τον οποίο γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα και για τον οποίο δεν υπάρχουν αξιοσημείωτες συναισθηματικές, ιστορικές ή φυλετικές πολιτικές: τους πανάρχαιους, πιθανώς μη Έλληνες Μινωίτες.

Ωστόσο, ακόμη και εδώ, έγκειται αμφιθυμία στην αληθινή φύση της Μεγάλης Μητέρας και της λατρείας της, η οποία χρησιμεύει ως οπισθοφυλακή μιας ενωμένης αδελφότητας γυναικών που αντιστέκεται στην εισβολή της πατριαρχίας και αγωγός για την αναγέννηση της Χρυσηίδος από τη μήτρα του σπηλαίου, ως νέα γυναίκα.

Δεν γνωρίζουμε αρκετά για τη μινωική θρησκεία για να ισχυριστούμε εύλογα ότι η Μεγάλη Μητέρα ήταν πραγματικά ένα σύμβολο γυναικείας ενδυνάμωσης. Σε τελική ανάλυση, εάν ο πολιτισμός μας εξαφανίζονταν αύριο και απέμεινε από αυτόν μόνο μερικές εικόνες ή αγάλματα της Παναγίας, οι αρχαιολόγοι μιας μελλοντικής εποχής, αγνοώντας τον ρόλο των ανδρών θεολόγων στην ανάπτυξη του ρόλου της Μητέρας του Θεού στη χριστιανική θρησκεία δεν θα κατέληγαν επίσης σε παρόμοια αλλά πιθανώς λανθασμένα συμπεράσματα;

Εγείροντας με πλάγιο τρόπο αυτά τα ερωτήματα, η Karen Marten προσδιορίζει ιδιοφυέστατα τις θεραπευτικές και λυτρωτικές ιδιότητες της δημιουργίας μύθων, ως πιο σημαντικά από την στυγνή ανάλυση ιστορικών ή αρχαιολογικών στοιχείων. Ο αγγλόφωνος αναγνώστης καλά θα κάνει να αναλογιστεί ότι η σύγχρονη ελληνική μορφή ενός τέτοιου μύθου, το παραμύθι, σημαίνει, στην αρχική του μορφή, παρηγοριά.

Και κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την πραγματικότητα εκείνου που μας θεραπεύει ή μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε ή να ξεπεράσουμε τις δύσκολες στιγμές της ζωής μας.

Στο «Χορό του Λαβυρίνθου» η φιλελληνίδα Karen Martin εκδηλώνει την απέραντή της αγάπη για το νησί της Κρήτης, το οποίο επισκέπτεται συχνά.

Δεν περιορίζεται, όμως, απλώς στη λατρεία. Μετατρέπει την αγάπη της σε μια πολύπλοκη, πολυσήμαντη αφήγηση που συγχωνεύει επιδέξια το παρελθόν με το παρόν, προκειμένου να διαπραγματευτεί ένα λαβύρινθο επίμονων ζητημάτων ισότητας των φύλων και κοινωνικής χειραφέτησης που απασχολούν την κοινωνική μας ανάπτυξη εδώ και αιώνες.

Με την επιλογή της να κυκλοφορήσει το βιβλίο σε διπλή, αγγλική και ελληνική έκδοση, η συγγραφέας μας προτείνει ότι ενώ οι ιστορικές, γλωσσικές και κοινωνικές συνθήκες έχουν τη δυνατότητα να διαμορφώσουν διαφορετικές αντιλήψεις και συζητήσεις γύρω από τα ζητήματα που επηρεάζουν τις γυναίκες σε έναν κόσμο που εξακολουθεί να μην τις αντιμετωπίζει ως ισότιμες, ουσιαστικά, υπάρχει ενότητα στον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες βασίζονται στο παρελθόν, στη σοφία και στις εμπειρίες εκείνων που τις προηγήθηκαν, ώστε να διεκδικήσουν και τα καταλάβουν τη θέση που δικαίως τους ανήκει.

Συνεπώς, το υπέροχο μυθιστόρημα της Karen Martin, είναι ένας ισχυρός και μεγαλόφωνος παιάνας της ανθεκτικότητας, του θάρρους και της διαχρονικής αγωνιστικότητας των γυναικών.