20 του Ιούλη 2021. ‘Ενας ακόμα χρόνος, ένα ακόμα ξημέρωμα γεμάτο μνήμες και θύμισες της αποφράδας εκείνης μέρας, της 20ης Ιουλίου του 1974, με τον απόηχο των σειρήνων να βουΐζουν στ’ αυτιά και τις χιλιάδες των μαύρων εικόνων να θολώνουν το μυαλό.

Άνθρωποι που σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή χάθηκαν και αγνοούνται ακόμα, οικογένειες που ξεκληρίστηκαν. Μακελιό και εγκλήματα, ερήπεια και χαλάσματα, νωπά από το προδοτικό και αδελφοκτόνο πραξιπόπημα λίγες μέρες πριν. Καταστροφές σε πόλεις και χωριά, επιθέσεις κατά του άμαχου πληθυσμού, λεηλασίες στις εκκλησιές και ιστορικά μνημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Φόβος, τρόμος, χάος…

47 χρόνια μετά και ο γερο-Πενταδάκτυλος σέρνει στους ώμους τη σημαία της ντροπής.

47 χρόνια μετά και το κερί της ελπίδας, σιγοκαίει μπροστά στο εικόνισμα της Κυρά Παναγιάς, περιμένοντας ένα σημάδι για τον αγνοούμενο σύζυγο ή αδελφό. Γιατί μάνες δεν υπάρχουν πια. Παρέδωσαν το πνεύμα στον Ύψιστον.

47 χρόνια μετά και ο πρόσφυγας λαχταρά την επιστροφή στα πάτρια εδάφη.

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Ο Σ.Σ. 61 ετών σήμερα, θυμάται: Πέντε μέρες μετά το προδοτικό πραξικόπημα της χούντας των Αθηνών, ξεκίνησε στις 20 του Ιούλη η εισβολή. Την ονόμασαν «Αττίλας», με πρόφαση ότι δήθεν υπερασπιζόταν τους Τουρκοκύπριους.

Ήμουν τότε 12 χρόνων, οπότε στο παιδικό μου μυαλό, μπαινόβγαιναν με ιλιγγιώδη ταχύτητα οι εφιαλτικές εικόνες που ξετυλίγονταν γύρω μου.

Τον πατέρα να τρέχει στην πλατεία του χωριού για κανένα νέο, την μάνα να βάζει τροφή και νερό στα ζωντανά και να μαζεύει σε μπόγο κάποια ρούχα κι εμείς, τα κουτσούβελα, τρομαγμένα, να κρατιόμαστε από το μακρύ της φουστάνι. Σίγουρα όσο κι αν δεν καταλαβαίναμε, αυτό που ζούσαμε δεν ήταν παιγνίδι.

Όταν έφτιαξαν τα πράγματα και νοικιάσαμε ένα σπιτάκι στο Νότο και άρχισα Γυμνάσιο, με ώριμη πλέον σκέψη αφού ακούμπησα τα 15, σημείωσα στο Ημερολόγιό μου: 20 του Ιούλη 1974: Χιλιάδες στρατιώτες αποβιβάστηκαν στην Κερύνεια. Μέσα σε τρεις ημέρες κατέλαβαν την πόλη μας.

Με τα μάτια της αθώας μου ψυχής, θυμάμαι την μάνα που έλεγε: Σκότωσαν την κυρα-Κατίνα, βρήκαν νεκρό τον κυρ-Πέτρο με τα τρία του εγγόνια αγκαλιά, και, και, και… Ενώ το ραδιόφωνο μετέδιδε για αριθμό σκοτωμένων, που κοίτωνταν σε χαράδρες και χαντάκια, για αμέτρητους τραυματίες και για τους άλλους, που δυστυχώς δεν υπήρχαν νέα τους.

Θυμάμαι τα αεροπλάνα να πετούν χαμηλά σκορπώντας τον φόβο και τον τρόμο, τους αλεξιπτωτιστές να κρέμονται σαν μανιτάρια στις ομπρέλες τους, τα τανκς να σημαδεύουν και βόμβες να σκάνε καίγοντας τις στέγες του χωριού μας. Τι κι αν ακολούθησαν εκεχειρίες, διαβουλεύεσεις και συνομιλίες. Το κακό είχε γίνει. Όλα αυτά μάτωσαν την αθώα μου ψυχή.

Σήμερα, πρόσφυγας μαζί με τόσους άλλους στην ίδια μας πατρίδα, καταφέραμε και φτιάξαμε τη ζωή μας σε αυτή τη χώρα.

Ωστόσο, τούτες τις μέρες, οι μνήμες και οι θύμισες του ζεστού εκείνου καλοκαιριού, με ζώνουν σαν άγρια φίδια. Θάθελα να ξεχάσω, αλλά δεν μπορώ.

Ανήμερα της γιορτής της Παναγιάς, άλλο ένα μεγαλύτερο κακό περίμενε την Κύπρο μας. Αφού κατέρρευσαν οι συνομιλίες της Γενεύης, ξεκίνησε ο «Αττίλας ΙΙ», που βάδισε προς ανατολάς, κατά μήκος της Μεσαορίας, φτάνοντας με δυστυχώς ελάχιστη αντίσταση μέχρι την Αμμόχωστο.

Οι περισσότεροι σύμφωνα με μαρτυρίες τους, έφυγαν και χωρίς να πάρουν τίποτα μαζί τους, χύθηκαν στα χωράφια για να σωθούν με την ελπίδα ότι ήταν παροδικό.

Αλοίμονο όμως, ο πόλεμος μόλις είχε αρχίσει…Ο απολογισμός οδυνηρός.

Η Β.Γ. 74 ετών σήμερα, βέρα Βαρωσιώτισα, θυμάται: «Η δεύτερη εισβολή στις 14 Αυγούστου, ανάγκασε πολλούς από τα χωριά της Μεσαρκάς να εγκαταλείψουμε τα σπίτια μας και να τρέξουμε στα χωράφια για να σωθούμε.

Στο μεταξύ, τα νέα που έφταναν δεν ήταν καθόλου καλά. Οι Τούρκοι είχαν μπει στην Κερύνεια και βάδιζαν προς Ανατολάς. Όταν έφτασαν προ των πυλών της Αμμοχώστου, μάς μάζεψαν, μάς πήγαν σ΄ένα περιβόλι και πήραν ό,τι είχαμε.

Τα αυτοκίνητα, τα ρούχα, το λιγοστό ψωμί για τα παιδιά μας. Ευτυχώς, κατάφερα κι έκρυψα στο εσώρουχό μου τον σταυρό μου, το ρολόι μου, κάποια κοσμήματα και μερικά χρήματα. Μετά μας έβαλαν σε λεωφορεία και μας άφησαν στο πουθενά. Εγώ, τα παιδιά μου και χιλιάδες άλλοι. Ναι, στο πουθενά.

Ο ήχος των αεροπλάνων ανατριχιαστικός. Τον ζήσαμε στο πετσί μας. Ο φόβος του θανάτου σύντροφος καθημερινός και ακαταμάχητος. Πώς να ξεγράψεις με μια μονοκονδυλιά όλα όσα ζήσαμε από το νου και την καρδιά;

Αλήθεια ποιος το περίμενε ότι δεν θα γυρίζαμε πίσω ποτέ; Εμείς γλιτώσαμε. Φτιάξαμε τη ζωή μας εδώ. Άλλοι έχασαν παιδιά, γονείς, αδέλφια. Άλλων χάθηκαν τα ίχνη για πάντα».

Απολογισμός: 47 χρόνια από την τουρκική εισβολή, 150.000 άνθρωποι, πάνω από το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού και το ένα τρίτο των Ελληνοκυπρίων, προσφυγοποιήθηκαν. Ένα χρόνο μετά την εισβολή, 60.000 περίπου Τουρκοκύπριοι, μετακινήθηκαν από τις ελεύθερες νότιες περιοχές, στις ελεγχόμενες από τις τουρκικές δυνάμεις βόρειες περιοχές.

Την περίοδο 1975-1995 οι τουρκικές Αρχές μετέφεραν έναν αριθμό Τούρκων υπηκόων της τάξης των 36.000 περίπου, από τις ανατολικές επαρχίες της Τουρκίας και τους εγκατέστησαν στις βόρειες περιοχές της Κύπρου, σε σπίτια Ελληνοκυπρίων.

Υπολογίζεται ότι πάνω από το 1/3 του τότε τουρκοκυπριακού πληθυσμού εγκαταστάθηκε την περίοδο εκείνη στα Κατεχόμενα, με αποτέλεσμα σήμερα οι έποικοι να υπερτερούν των γηγενών.

«Πώς να ξεχάσουμε», λένε οι συνομιλητές μου, που για δικούς τους λόγους αναφέρονται μόνο με τα αρχικά τους.

«Πού είναι η δική μας δικαίωση όταν η Τουρκία υποστηρίζει ακόμη ότι η τουρκική εισβολή αποτελούσε ειρηνευτική επέμβαση νομιμοποιημένη από το Άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεων (συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου) και δεν αναγνωρίζει τα εγκλήματα που διέπραξε;».

ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ

Ο άντρας μου έμεινε δύο μήνες στην Τουρκία. Κάποια στιγμή κατάφερα να λάβω ένα μήνυμά του, στα κέντρα όπου γυρνούσαμε για να μάθουμε νέα τους. Έγραφε: «Είμαι καλά. Να προσέχεις τα μωρά».

Δεν μπορούσαν να γράψουν πολλά. Αργότερα μάθαμε ότι άρχισαν να στέλνουν πίσω τους αιχμαλώτους. Πηγαίναμε κάθε μέρα στη Λευκωσία, όπου έρχονταν λεωφορεία γεμάτα και προσπαθούσαμε να βρούμε τους δικούς μας. Άλλοι τους έβρισκαν, άλλοι δεν ήλθαν ποτέ. Οι γυναίκες τους ούρλιαζαν, λιποθυμούσαν, όταν δεν έβλεπαν τους δικούς τους…

Ζ.Κ.

ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ

Χιλιάδες άνθρωποι χάθηκαν στον πόλεμο και οι οικογένειές τους δεν τους βρήκαν ποτέ. Είναι μεγάλο το βάσανο και σου τρώει την ψυχή, το να μην γνωρίζεις για χρόνια, τι απέγιναν οι δικοί σου, να μην μπορείς να τους κλάψεις, να μην μπορείς να τους θάψεις.

Πολλοί, τραγικές φιγούρες, έφυγαν από τη ζωή, χωρίς να μάθουν ποτέ τί συνέβη στα παιδιά, τα αδέλφια ή τους γονείς τους. Τελευταία, αρκετοί συγγενείς κατάφεραν να βρουν γαλήνη, μετά την ταυτοποίηση των οστών που βρέθηκαν σε ομαδικούς τάφους και να κάνουν μια τυπική κηδεία…

Α.Χ.