Ο Καραβάς είναι κτισμένος στους πρόποδες μιας πλαγιάς της οροσειράς του Πενταδακτύλου. Από δεξιά έχει την πόλη της Κερύνειας κι από αριστερά, χωρίζεται με τη Λάπηθο από τον ποταμό Βαθυρκάκα. Τα σπίτια της Κάτω Γειτονιάς λούζονται από τους αφρούς και τα κύματα του κόλπου, ενώ της Πάνω, ατενίζουν από ψηλά το βαθυγάλανο της θάλασσας.

Οι κάτοικοι ήταν/είναι φιλόξενοι και φιλότιμοι. Κύρια ασχολία τους ήταν η καλλιέργεια εσπεριδοειδών. Στην συγκομοιδή, έρχονταν και εργάτες από άλλα χωριά, ενώ η παραγωγή αγοραζόταν από εμπόρους από το Βαρώσι, που την προωθούσαν στο εξωτερικό.

Πάμπολλες και οι εκκλησιές και τα ξωκκλήσια, όπου οι Καραβιώτες εκκλησιάζονταν τακτικά και μέχρι σήμερα, εναποθέτουν τις ελπίδες τους για την πολυπόθυτη επιστροφή. Ξακουστό και το μονστήρι της Αχειροποιήτου, όπου βρίσκεται η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας.

Πιστεύεται ότι περιλαμβάνει κομμάτι από το Άγιο Μανδήλιο και η εκκλησία του Αγίου Ευλαλίου, που είναι κτισμένη πάνω στο κύμα.

Πριν την εισβολή, το χωριό είχε 2 σχολεία Πρώτης Εκπαίδευσης και Συλλόγους, που οργάνωναν ποικίλες εκδηλώσεις. Έσφιζε από κίνηση και ζωή. Ήταν και είναι μια γραφική κωμόπολη. Όταν ανθούσαν οι λεμονιές μοσχοβολούσε ο τόπος, μέχρι την αποφράδα μέρα της 20ής του Ιούλη 1974, όταν από το παράθυρο είδαμε τη θάλασσα να πλημμυρίζει με πλοία και τους αλεξιπτωτιστές να σέρνονται σαν μαύρα κοράκια στα άγια χώματά μας.

Σταύρος Αναστασίου

Όταν έγινε η εισβολή, ήμουν 24 ετών. Θυμάμαι ότι ξυπνήσαμε από τον εκκωφαντικό κρότο των αεροπλάνων, που πετούσαν χαμηλά σπέρνοντας τον φόβο και τον τρόμο. Από το παράθυρο του σπιτού της αρραβωνιαστικιάς μου Βασιλικής στη συνοικία Μεζερές όπου έμενα, διακρίναμε τα τουρκικά πλοία που αποβίβαζαν στρατιώτες.

Από το ραδιόφωνο μας καλούσαν σε επιστράτευση. Μαζευτήκαμε όλοι στην πλατεία του χωριού. Μια ομάδα από εμάς κατευθυνθήκαμε στο στρατόπεδο Πυροβολικού που ήταν κοντά στο μοναστήρι της Αχειροποιήτου. Εκεί επικρατούσε μεγάλη σύγχιση. Οι βομβαρδισμοί είχαν προκαλέσει μεγάλες ζημιές. Και αφού δεν είχαν όπλα να μας δώσουν, μας έδιωξαν. Μας έστειλαν στην Γλυκιώτισσα…

Στον Καραβά, ο κόσμος ήταν πανικοβλημένος. Σύγχιση παντού. Πολλοί από το φόβο τους, έτρεχαν στα περιβόλια να κρυφτούν.

Κάποια περιστατικά έχουν μείνει βαθιά ριζωμένα στην σκέψη μου και στην καρδιά μου. Στις 26 Ιουλίου και αφού αισθανόμασταν το κακό που θα ερχόταν, φόρτωσα 18 δικά μου πρόσωπα σ΄ένα φοργηγάκι με προορισμό τη Μόρφου.

Η γιαγιά Δέσποινα, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας της, έμεινε πίσω. Ωστόσο, όταν μπορούσα, της πήγαινα λίγο φαγητό και τσάι. Η αντίστροφη μέτρηση για τη γιαγιά άρχισε όταν έπεσε και έσπασε το πόδι της. Τελευταία επιθυμία της ήταν να δει τα παιδιά της.

Με πολλές δυσκολίες τα καταφέραμε και ήλθαν στο χωριό. Σε λίγο έσβησε. Όμως ούτε παπάς υπήρχε ούτε καντηλανάφτης. Η γιαγιά είχε μείνει νεκρή για πέντε μέρες πάνω στο στρώμα. Τότε σκάψαμε στο μπροστινό μέρος του σπιτού κάτω από μια λεμονιά ένα πρόχειρο λάκο, είπαμε μια προσευχή, ρίξαμε λίγο λάδι και λίγο κρασί και την σκεπάσμε με το χώμα του χωριού της.

Πίσω στην πλατεία του χωριού, μας έβαλαν σε φορτηγό και μέσα από το βουνό πηγαίναμε προς την Κερύνεια. Τα αεροπλάνα μας εντόπισαν και είναι από θαύμα που καταφέραμε μέσα από τα ελαιόδενδρα να σωθούμε. Μάλιστα στην τοποθεσία Πικρό Νερό, μαζί με τον φίλο μου Αντώνη, είδαμε ένα στρατιώτη να τρέχει πανικόβλητος. Μας είπε για τις μάχες χωρίς όπλα, χωρίς νερό… Επιστρέψαμε.

Ένα ακόμη περιστατικό που θυμάμαι έντονα, είναι στο χωριό Ελιά. Καθώς κατηφορίζαμε με τον Αντώνη προς το Πέντε Μίλι, συναντήσαμε μια ομάδα που κάθονταν στη γη. Από τα σημάδια στα πουκάμισα καταλάβαμε ότι ήταν Τούρκοι. Η σκηνή, αν και στην ουσία εξελίχθηκε σε δευτορέλεπτα στην καρδιά μου μετριέται σαν ένας χρόνος. Μας έριξαν πολλές σφαίρες. Αλλά και πάλι θέλημα Θεού, καταφέραμε και ξεφύγαμε.

Στις 6 Αυγούστου οι Τούρκοι μπήκαν για καλά στον Καραβά. Και βέβαια υπήρξε αντίσταση. Δυστυχώς, έτσι άρχισε να αδειάζει το χωριό.

Τελευταίο πόστο πριν απολυθώ ήταν η 190ή Μοίρα Πυροβολικού στη Λευκωσία, σε φρούρηση του αεροδρομίου για να σταματήσουμε την προέλαση των τανκς.

Κάθε φορά που τα θυμάμαι θλίβομαι. Επισκέφθηκα τον Καραβά πριν 10 χρόνια. Στεναχωρεθηκα πολύ που είδα το χωριό μου καταστρεμένο και οι ιδιοκτησίες μας, τα σπίτια και τα περιβόλια σε ξένους.

Γιώργος Γεωργαλής (Σοφού)

Είναι αλήθεια πως αυτά που είδα και αυτά που περάσαμε, δεν θέλω να τα θυμάμαι, γιατί με πληγώνουν. Πώς όμως να τα διαγράψεις με μια μονοκονδυλιά; Γι’ αυτό, τούτες τις μέρες του Ιούλη, όσο κι αν δεν το θέλω, οι μνήμες ζωντανεύουν και φέρνουν στο προσκήνιο την τραγωδία που έζησε ο Κυπριακός λαός το 1974.

Όταν έγινε η εισβολή, ήμουν έφεδρος στρατιώτης με θητεία στο Πυροβολικό. Την επομένη (το Σάββατο), μας έδωσαν εντολή να μετακινηθούμε από το στρατόπεδο του Καραβά, στο Πέντε Μίλι, όπου, ας σημειωθεί, είχαν αποβιβαστεί μεγάλες τουρκικές δυνάμεις.

Πίσω στο στρατόπεδο του Καραβά, μας χώρισαν σε ομάδες, μας έβαλαν σε στρατιωτικά λεωφορεία με προορισμό διάφορα πόστα. Το δικό μου, με 4 στρατιώτες με προορισμό το χωριό Όρκα, είχε κι ένα αντιαρματικό πυροβόλο, που ήταν καλυμμένο με φύλλα χαρουπιάς.

Στο δρόμο δεχτήκαμε επίθεση από αέρος, οπότε κατεβήκαμε και κρυφτήκαμε στα λεμονόδενδρα.

Και ενώ συνεχίζονταν οι μάχες από θάλασσα, στεριά και αέρα, επιστρέψαμε στο στρατόπεδο του Καραβά, εκεί που ανήκαμε. Οι Τούρκοι προέλαυναν στην πόλη της Κερύνειας, χτύπησαν την Λάπηθο και κατέλαβαν το μισό χωριό μας.

Μια ομάδα καταφέραμε και φτάσαμε παραθαλάσσια στο μοναστήρι της Αχειροποιήτου. Εκεί, αν και προσπαθήσαμε να πάρουμε την εικόνα, δεν τα καταφέραμε. Η επιστροφή, κολυπώντας δεν ήταν καλή ιδέα γιατί δεν ήξεραν όλοι οι στρατιώτες κολύμπι. Οπότε πήγαμε πίσω στο λιμανάκι του Καραβά, πήραμε μια βάρκα και φτάσαμε στο στρατόπεδο.

Εδώ να σημειώσω ότι πυρά, δεχόμασταν και από τους δικούς μας, γιατί πάνω στη σύγχιση, δεν ξεχώριζες ποιος ήταν ποιος…

Όταν κατεβήκαμε στη Λευκωσία, στο στρατόπεδο της Αθαλάσσας, με έστειλαν στην 190ή Μοίρα Πυροβολικού στον κάμπο του χωριού Διόριος. Δυστυχώς, δεχτήκαμε επίθεση. Με ποια όμως όπλα να αντισταθούμε; Όταν αυτοί είχαν όλμους και εμείς υποτυπώδη; Όταν οι μισοί από εμάς δεν είχαν ούτε καν όπλο…

Και ενώ οι μάχες συνεχίζονταν και τα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας για κατάπαυση του πυρός διαδέχονταν το ένα το άλλο, στο νησί επικρατούσε αναβρασμός.

Στο μεταξύ, τα γυναικόπαιδα και οι ηλικιωμένοι του χωριού άρχισαν να μετακινούνται. Έχασα για ένα διάστημα τα ίχνη της γυναίκας μου και των γονιών μου. Αργότερα και ψάχνοντας τους βρήκα στην Κακοπετριά.

Να σημειώσω ότι τον κουνιάδο μου, Ιωάννη Πισιαλή, τον έπιασαν αχμάλωτο. Ευτυχώς μετά από τρεις περίπου μήνες στην Τουρκία και στις ανταλλαγές αιχμαλώτων, επέστρεψε στην Κύπρο.

Απολύθηκα τέλη Νοέμβρη του ’74, όταν τελείωσαν οι εχθροπραξίες.

Θυμάμαι την κουβέντα του μακαρίτη του πατέρα μας: Χάσαμε φίλους, χάσαμε περιουσίες, χάθηκε τόσος κόσμος άδικα. Ευτυχώς εμείς, δεν χάσαμε μέλος της οικογένειάς μας.

Τώρα που τα διηγούμαι, περνούν απ΄ το μυαλό μου εικόνες βίας, πόνου, ξεριζωμού. Είδα και έζησα τόσο πολλά. Πώς να ξεχάσω;