Ήρθαν για να μείνουν!

Ιστορίες νεομεταναστών που έκαναν την Αυστραλία σπίτι τους

Ο Μανώλης, η Άννα, η Ελευθερία, ο Αντώνης και η Ειρήνη-Μαρία δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, όμως τους συνδέει μια κοινή μοίρα. Όλοι τους άφησαν τη ζωή που γνώριζαν στην Ελλάδα και ήρθαν στην Αυστραλία, αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο.

Ανεξάρτητα από το ποιο ήταν το αρχικό τους πλάνο, η χώρα αυτή κατάφερε να τους «κερδίσει» με τέτοιο τρόπο ώστε να μην σκέφτονται να ξαναγυρίσουν μόνιμα στην Ελλάδα. Τουλάχιστον όχι στο άμεσο μέλλον. Αυτές είναι οι ιστορίες τους…

ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΙ ΑΝΝΑ ΜΑΓΚΟΥΛΙΑ

«Η Ελλάδα είναι στην καρδιά μας και η Αυστραλία είναι το σπίτι μας»

Ο Μανώλης και η Άννα ήρθαν από την όμορφη Κάλυμνο στη Μελβούρνη πριν από 7,5 χρόνια περίπου με το όνειρο να προσφέρουν στα δύο τους παιδιά μια ζωή με περισσότερες και καλύτερες επιλογές από αυτές που τους πρόσφερε το όμορφο νησί τους.

«Πριν φύγουμε είχα μια μικρή ξενοδοχειακή επιχείρηση μία ψαροταβέρνα και δύο σουβλατζίδικα. Η Κάλυμνος είναι όμορφη, αλλά η ομορφιά δεν σε χορταίνει» λέει χαρακτηριστικά στον «Νέο Κόσμο» ο Μανώλης.

Παιδιά και οι δύο πρώην μεταναστών, μεγάλωσαν με τις ιστορίες που έλεγαν οι γονείς τους για το μακρινό Ντάργουιν και η Αυστραλία ήταν στο μυαλό, ειδικά του Μανώλη, ως μία χώρα μαγική.

Ο Μανώλης Μαγκούλιας με τον γιο του Νίκο. Φώτο: Supplied

«Πάντα ήθελα να έρθω και να ζήσω στην Αυστραλία. Η κρίση μου έδωσε την αφορμή που ζητούσα» λέει.

Δεν ήταν, όμως, το ίδιο για την Άννα, η οποία αν και είχε αυστραλιανή υπηκοότητα δεν μετανάστευσε από επιλογή της.

«Θεωρώ ότι δεν επιλέξαμε να έρθουμε στην Αυστραλία. Η αλήθεια είναι ότι εξαναγκαστήκαμε από τις συνθήκες και από τα λάθη των πολιτικών της Ελλάδας να έρθουμε εδώ» λέει.

«Το πλάνο μου ήταν να ορθοποδήσουμε οπουδήποτε στην Αυστραλία» λέει ο Μανώλης και ξεδιπλώνει πτυχή-πτυχή την εμπειρία της οικογένειάς του:

«Ήμαστε τυχεροί γιατί η αδελφή μου ζούσε στη Μελβούρνη και μας βοήθησε πολύ στα πρώτα μας βήματα. Μας φιλοξένησε, μας βοήθησε να καταλάβουμε πώς λειτουργεί το σύστημα και γενικά να κάνουμε μια καλή αρχή. Μετά από λίγους μήνες μπορέσαμε να νοικιάσουμε σπίτι και πριν από 3,5 χρόνια αποκτήσαμε το δικό μας.

Είχα πει πως αν δεν πετύχαινα στη Μελβούρνη, θα ταξίδευα σε όλες τις Πολιτείες μέχρι να στεριώσω κάπου. Τελικά δεν χρειάστηκε. Για κάθε ενδεχόμενο, πάντως, ένα από τα σουβλατζίδικα που είχα στην Κάλυμνο το άφησα ακριβώς όπως ήταν, έτοιμο για να ξαναλειτουργήσει, αν τελικά γυρίζαμε πίσω. Βρήκα δουλειά σχεδόν αμέσως σε μια εταιρία με πλακάκια στην οποία έμεινα μέχρι πριν από λίγους μήνες που έκλεισε, όμως έπιασα δουλειά σε άλλη εταιρία και είμαι πολύ καλά.

Από αριστερά, Άννα και Μαρία Μαγκούλια. Φώτο: Supplied

Βέβαια, παράλληλα, έκανα και άλλες δουλειές για να συμπληρώσω το εισόδημά μου. Σε μία από αυτές βίωσα και την πιο άσχημη στιγμή μου εδώ στην Αυστραλία. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, αλλά απολύθηκα, γιατί προσπάθησα να δώσω συμβουλές στο αφεντικό μου. Το έκανα με καλή πρόθεση και μετριοπάθεια, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία για εκείνον. Ήταν μια πικρή εμπειρία, αλλά και ένα μάθημα ζωής.

Αυτό που μας λείπει περισσότερο εδώ είναι η οικογένεια, οι γονείς της Άννας, τα αδέλφια μας, οι συγγενείς. Μας λείπει ακόμα ο ήλιος, η ζωή της Ελλάδας, η διασκέδαση. Η Άννα δεν έχει πάει καθόλου πίσω και της λείπουν πολύ οι γονείς της, αλλά η δουλειά της στον κλάδο της φροντίδας ηλικιωμένων αναπληρώνει το κενό μέσα της. Ωστόσο, δεν θα αλλάζαμε με τίποτα αυτό που έχουμε δημιουργήσει εδώ, γιατί δεν ξεχνάμε και τα πολλά αρνητικά του συστήματος εκεί.

Στην Ελλάδα, πριν ακόμα ξεκινήσω να κάνω μια δουλειά, το κράτος ήταν εχθρός μου και όχι συμπαραστάτης μου. Μου έβαζε εμπόδια. Τώρα το μέλλον μας έχει συνδεθεί με την Αυστραλία. Τα παιδιά μας έχουν προσαρμοστεί πλήρως, βλέπουν τις ευκαιρίες που τους προσφέρει αυτή η χώρα και δεν θέλουν να γυρίσουν πίσω. Η Αυστραλία δεν είναι η πατρίδα μας αλλά είναι η χώρα που μας φιλοξενεί και μας παρέχει πάρα πολλά πράγματα. Είναι κομμάτι της ζωής μας. Είναι το σπίτι μας».

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΑΡΙΝΟΥ

«Η Αυστραλία με βοήθησε να ζω χωρίς να ζητιανεύω»

Η Ελευθερία Μαρίνου και ο σύζυγός της Στράτος, έφυγαν από τη Μυτιλήνη, με προορισμό το Σίδνεϊ τον Οκτώβριο του 2013, χωρίς να έχουν συνδέσεις ή κάποιον δικό τους στην Αυστραλία. Το μόνο που ήξεραν ήταν ότι είχαν τρεις μήνες στη διάθεσή τους για να δουν αν αξίζει να εγκατασταθούν, και αν ναι, να βρουν τον τρόπο να το καταφέρουν.

Με ελάχιστη γνώση των Αγγλικών και χωρίς να ξέρουν τι τους περιμένει στην άλλη άκρη του κόσμου, αποφάσισαν να αφήσουν τα τρία παιδιά τους στη γιαγιά τους στη Μυτιλήνη, μέχρι να προετοιμάσουν το έδαφος για να τα υποδεχτούν.

Η οικογένεια της Ελευθερίας Μαρίνου. Φώτο: Supplied

«Ήρθαμε ξεκάρφωτοι. Δεν είχαμε κανέναν εδώ. Δυο τρελοί μπήκαν στο αεροπλάνο και ήρθαν Αυστραλία! Στη Μυτιλήνη, ο σύζυγός μου είχε τη δική του εταιρεία. Ήταν οικοδόμος, κι εγώ, μαμά με τρία μικρά παιδιά. Όταν δυσκόλεψαν τα πράγματα, ο σύζυγός μου ήθελε να πάμε στη Γερμανία, κάτι όμως που εγώ δεν ήθελα με τίποτα. Σκέφτηκε ακόμα, να φύγει μόνος του για τη Συρία, καθώς έδιναν πολύ καλά χρήματα, αλλά ήταν και πολύ επικίνδυνα και δεν το δέχθηκα. Δεν ήθελα και να χωριστούμε σαν οικογένεια. Όπου αποφασίζαμε, θα πηγαίναμε όλοι μαζί.

Κι έτσι είπαμε να δοκιμάσουμε την Αυστραλία. Είμασταν τυχεροί. Ο θεός μας αγαπάει. Βρήκαμε στον δρόμο μας καλούς ανθρώπους.
Φτάσαμε την 1η Οκτωβρίου 2013, και στις 2 Οκτωβρίου ο σύζυγος πήγε στη δουλειά. Είχε έναν γνωστό από το χωριό του, στο Σίδνεϊ, που είχε μιλήσει στο αφεντικό του, κι έτσι την επόμενη ημέρα του ζήτησαν να πάει δοκιμαστικά. Μέχρι σήμερα δουλεύει ακόμα εκεί.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις πρώτες μου εντυπώσεις. Ήταν βράδυ όταν φτάσαμε, οπότε δεν είχα δει πολλά, και έτσι όταν ξύπνησα το πρωί, βγήκα έξω για να δω πώς είναι. Αντίκρυσα τα σπιτάκια, το γρασίδι. Είχε ησυχία, λες και ήμουν σε χωριό. Δεν ήταν καθόλου όπως το περίμενα. Είχα ζήσει δέκα χρόνια στην Αθήνα, και περίμενα ότι το Σίδνεϊ θα ήταν κι αυτή μια πόλη γεμάτη πολυκατοικίες, με φασαρία και βαβούρα. Δεν μου είχε περιγράψει κανείς πώς ήταν η ζωή στην Αυστραλία. Ότι είναι πιο απλή και δεν ζεις με τόσο άγχος. Μου έκανε εντύπωση και πόσο ευγενικοί ήταν και άνθρωποι χωρίς να σε γνωρίζουν.

Μετά από μία εβδομάδα λέω στον άνδρα μου ‘Δεν φεύγουμε από εδώ. Βρες τρόπο να μείνουμε’. Και δόξα το Θεό τα καταφέραμε μια χαρά.
Ο Στράτος, καθώς γνώριζε ελάχιστα τη γλώσσα, πέρασε δύσκολα στην αρχή στη δουλειά του, αλλά άντεξε, δεν το έβαλε κάτω, και τώρα είναι σε μια πολύ καλή θέση και έχει τον σεβασμό που του αξίζει.

Κι εγώ, τους πρώτους τρεις μήνες δεν εργάστηκα, καθώς έτρεχα να κάνω την αίτηση για την φοιτητική βίζα που θα μας επέτρεπε να μείνουμε. Μετά άρχισα κι εγώ να δουλεύω σε κουζίνες και σήμερα έχω τη δική μου επιχείρηση καθαρισμού.

Ένα χρόνο από την άφιξή μας, φέραμε και τα παιδιά μας. Στην Ελλάδα, τα παιδιά μας είχαν στερηθεί πολλά, κι έτσι όταν ήρθαν τελικά εδώ, είχαμε φροντίσει να τους προσφέρουμε αυτά που δεν είχαν εκεί. Απλά πράγματα, όπως να έχει το καθένα το δωμάτιό του, τον χώρο του. Μπορούσαμε επίσης να τα πάμε σ’ έναν παιδότοπο, σε ένα Λούνα Παρκ, κάτι που δεν είχαν γνωρίσει στην Ελλάδα.

Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι ακόμα πολύ δύσκολα. Είναι η μητέρα μου εκεί, και η αδερφή μου, η οποία θέλει να έρθει και εκείνη με την οικογένειά της, αλλά τους φρενάρει το lockdown. Είμαι λίγο θυμωμένη με την Ελλάδα. Αισθάνομαι ότι η Ελλάδα μας έδιωξε, με τον τρόπο της. Δεν μας έδωσε την ευκαιρία να σταθούμε. Εγώ δεν ήθελα να φύγω καθόλου. Σε όλο το ταξίδι μέχρι να φτάσουμε εδώ έκλαιγα. Ήρθα για να κάνω το χατίρι του άνδρα μου και με το σκεπτικό ότι τα πράγματα θα είναι όπως στην Ελλάδα και θα επιστρέφαμε πίσω.
Τα παιδιά μου δεν θέλουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Ούτε κι εμείς.

Αυτό που μου λείπει από την πατρίδα είναι ο Άγιος Ταξιάρχης. Αν θα επιστρέψω θα πάω για αυτόν τον Άγιο, να επισκεφθώ το μοναστήρι του. Είναι ο Άγιος που μας προστατεύει, τον οποίο πιστεύουμε. Κατά τ’ άλλα τί να μου λείψει από την Ελλάδα; Έχουμε κι εδώ παραλίες, και τα πάρκα δεν συγκρίνονται.

Αισθάνομαι, επίσης, ότι τα παιδιά μου είναι πιο ασφαλή εδώ. Βλέπω καμιά φορά στο Facebook, τους φίλους του γιου μου, στην Ελλάδα, να διασκεδάζουν στα μπουζούκια μ’ ένα μπουκάλι βότκα στο χέρι. Είναι 17-18 χρόνων. Αν ήταν στην Ελλάδα θα ήταν κι αυτός μέσα στην παρέα. Εδώ ζούμε πιο πολύ ως οικογένεια, και έχουμε κάπως τον έλεγχο.

Καμιά φορά με παρεξηγούν. Αρκετοί νεοφερμένοι μου λένε ότι απαρνήθηκα την πατρίδα μου. Την πατρίδα μου την αγαπάω και κανένας δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. Εκεί μεγάλωσα, εκεί έκανα τα όνειρά μου, απλά δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα με διώξουνε. Αυτοί που κυβερνάνε δηλαδή. Εδώ που ήρθα, αυτή η χώρα με σεβάστηκε. Με βοήθησε να ζω χωρίς να ζητιανεύω. Στην Ελλάδα για να ταΐσω τα παιδιά μου δυσκολεύτηκα πάρα πολύ. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ πώς μεγαλώνω τα τρία παιδιά μου. Η Ελλάδα δεν μου έδωσε την ευκαιρία να τα μεγαλώσω με αξιοπρέπεια.

ΕΙΡΗΝΗ-ΜΑΡΙΑ ΚΡΗΤΙΚΟΥ

«Αισθάνομαι ότι ανήκω εδώ»

Σχεδόν δέκα χρόνια έχουν περάσει από τότε που η Ειρήνη Κρητικού μετανάστευσε με την οικογένειά της από το μικρό νησί της Σαλαμίνας στη Μελβούρνη. Ήταν μόλις 15 χρόνων, κι ενώ στην αρχή είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα να ξεκινήσουν μια νέα και καλύτερη ζωή στη μακρινή Αυστραλία, πέρασε από πολλά κύματα, μέχρι να προσαρμοστεί, να κατασταλάξει, και να αισθανθεί ικανοποιημένη με όλα αυτά που έχει να της προσφέρει η νέα της πατρίδα.

Η Ειρήνη-Μαρία Κρητικού. Φώτο: Supplied

«Ο πατέρας μου γεννήθηκε στο Σίδνεϊ, αλλά έφυγε για την Ελλάδα μαζί με τους γονείς του και την αδλφή του, όταν ήταν ακόμα στο δημοτικό σχολείο. Όταν κάποια στιγμή, η ζωή μας στην Ελλάδα έγινε πολύ δύσκολη, αποφασίσαμε να έρθουμε εδώ, εφόσον ο πατέρας μου είχε ήδη την αυστραλιανή υπηκοότητα.

Ήμουν πάρα πολύ ενθουσιασμένη όταν πήραμε αυτή την απόφαση να ξεκινήσουμε μια νέα ζωή στην Αυστραλία. Πίστεψα ότι όλα θα είναι εύκολα και διασκεδαστικά. Κυρίως γιατί είχαμε φτάσει στο σημείο ίσα-ίσα να τα βγάζουμε πέρα, με ελάχιστο φαγητό ή παπούτσια να φορέσουμε. Και στεναχωριόμουν πολύ όταν έβλεπα στα μάτια των γονιών μου, τη θλίψη και την απόγνωση τους, που δεν μπορούσαν να προσφέρουν τα βασικά σε μένα και την αδερφή μου.

Φτάνοντας όμως εδώ, τα βρήκα πολύ σκούρα στην αρχή. Δεν ήξερα τη γλώσσα και ήθελα να γυρίσω πίσω. Είχα πολύ άγχος και μεγάλη πίεση. Έπρεπε να επαναλάβω την Γ’ Γυμνασίου, εξαιτίας της γλώσσας. Δυσκολεύτηκα, επίσης, αρκετά στο να κάνω φιλίες καθώς μου φάνηκαν οι άνθρωποι εδώ πολύ διαφορετικοί, και ίσως όσο μεγαλώνουμε τόσο πιο δύσκολο είναι να κάνεις φιλίες.

Οι διαφορές γενικότερα μου είχαν φανεί τεράστιες. Ο τρόπος ζωής εδώ ήταν εντελώς διαφορετικός από αυτόν που γνώριζα μέχρι τότε. Ερχόμενη από ένα μικρό χωριό σε μια μεγάλη πόλη σαν την Μελβούρνη, δεν ήξερα από πού να αρχίσω. Έκπληξη μου προκάλεσαν τα μεγάλα εμπορικά κέντρα που υπήρχαν παντού, και έπαθα, πιστεύω, και ένα πολιτισμικό σοκ. Υπήρχαν τόσες διαφορετικές εθνικότητες, τόσες θρησκείες. Αυτό, βέβαια, είναι το στοιχείο που τώρα λατρεύω στην Αυστραλία.

Άρχισα σιγά-σιγά να προσαρμόζομαι στη ζωή της Αυστραλίας όταν πήρα το δίπλωμα οδήγησης, και απέκτησα μεγαλύτερη ελευθερία. Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι ότι ανήκω εδώ. Λατρεύω την Αυστραλία, κι έχω καταφέρει κάποια πράγματα εδώ. Είμαι 24 χρόνων κι εργάζομαι ως σωφρονιστική υπάλληλος και υπεύθυνη κρατουμένων στις φυλακές. Ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στην Εγκληματολογία και τώρα σπουδάζω Ψυχολογία παράλληλα με τη δουλειά μου. Στην ηλικία μου έχω επαγγελματικές προοπτικές και την ευκαιρία για ένα λαμπρό μέλλον σε αυτή την χώρα. Αισθάνομαι ότι θα ήταν ριψοκίνδυνο, να επιστρέψω στην Ελλάδα, όπου δεν έχω ζήσει ως ενήλικας, για να έχω τις βάσεις να εξερευνήσω τις προοπτικές μου στην αγορά εργασίας.

Μαθαίνω, άλλωστε, από τους δικούς μου που ζουν εκεί, ότι όλοι δυσκολεύονται. Οι γονείς μου είναι επίσης εδώ και είναι ικανοποιημένοι. Η αδελφή ήταν τριών χρόνων όταν φύγαμε και θα ήθελε πάρα πολύ να γυρίσει πίσω, αλλά είναι ακόμα 13 ετών.

Μου λείπουν κάποιοι συγγενείς μου στην Ελλάδα, με τους οποίους είμαι πολύ δεμένη. Μου λείπουν τα Χριστούγεννα. Για κάποιο λόγο δεν αισθάνομαι το πνεύμα και τη ζεστασιά των Χριστουγέννων εδώ στην Αυστραλία. Μου λείπει επίσης η απλή και λιτή ζωή του μικρού νησιού, τα καλοκαίρια και οι εκδρομές στη θάλασσα. Η λίστα δεν τελειώνει, ωστόσο, αυτά είναι κάποια πράγματα που μου λείπουν πιο πολύ και συχνά φορτίζομαι συναισθηματικά όταν τα σκέφτομαι.

Πήγα για διακοπές το 2018. Πέρασα υπέροχα με τους συγγενείς μου και την παιδική μου φίλη. Αλλά αλλιώς είναι να επισκέπτεσαι έναν τόπο, και αλλιώς να προσπαθείς να επιβιώσεις. Άλλωστε, στεναχωριόμουν με τις δυσκολίες που έβλεπα να αντιμετωπίζει ο κόσμος, τις επιχειρήσεις να αναγκάζονται να κλείσουν.

Ένιωσα ευγνώμων που ζω σε μια χώρα που μπορεί να μου προσφέρει και να με φροντίσει. Βέβαια τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει αυτό που αισθάνεσαι ότι βρεθείς στην πατρίδα σου και θα υπάρχει πάντα κάτι που λείπει στην καρδιά μου. Αλλά έχω προσαρμοστεί. Και είμαι ευτυχισμένη ότι έχω τις ευκαιρίες να πετύχω τους στόχους μου. Για να είμαι ειλικρινής, θα ήθελα όταν συνταξιοδοτηθώ να επιστρέψω στην Ελλάδα. Αλλά ποιος ξέρει πού θα βρίσκομαι τότε και τι θα κάνω;

ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΟΤΣΟΒΟΛΗΣ

«Η Αυστραλία μου πρόσφερε ό,τι ζητούσα»

Λένε πως η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς και ο Αντώνης Κοτσοβόλης δεν θα το διαψεύσει. Στα 25 του ξεκίνησε από την Αθήνα για τη Μελβούρνη με μια φοιτητική βίζα, ένα κινητό και ένα λάπτοπ, μέσα σε 2,5 χρόνια είχε πάρει τη μονιμότητα και τώρα περιμένει να ορκιστεί Αυστραλός υπήκοος.

Ο Αντώνης Κοτσοβόλης στην Ελλάδα. Φώτο: Supplied

Για τον τολμηρό νέο, τα όρια μπαίνουν εκεί που σταματούν τα «θέλω». «Έφτασα στην Αυστραλία στις 6 Οκτωβρίου 2016. Ήρθα με το πτυχίο του χημικού μηχανικού από το Πολυτεχνείο, τα χαρτί του στρατού και ακριβώς 1.955 δολάρια στην τσέπη, χωρίς να ξέρω κανέναν εδώ. Τυχαία συνάντησα έναν συμμαθητή μου από το δημοτικό και μου βρήκε ένα hostel στο city όπου έμεινα δυο βράδια κι από εκεί ξεκίνησε η περιπέτειά μου.

Κοιτώντας πίσω, αισθάνομαι ότι όλα ήταν γραφτό να γίνουν. Πιστεύω ότι υπήρξα πολύ τυχερός γιατί τα πράγματα μού έρχονταν πολύ ευνοϊκά. Η καθημερινότητα ήταν τρομερά δύσκολη αλλά στο τέλος όλα έγιναν όπως ακριβώς τα είχα σχεδιάσει. Πριν ακόμα έρθω εδώ ήξερα ότι θα τα καταφέρω. Δεν ξέρω αν ήταν ένστικτο ή απλά αποφασιστικότητα, πάντως, είχα ως ξεκάθαρο στόχο μου την απόκτηση της μονιμότητας. Εκείνο που έπρεπε να ανακαλύψω ήταν ο δρόμος που θα με οδηγούσε σε αυτόν τον στόχο.

Το θέμα με τις φοιτητικές βίζες είναι να μην ξεχνάς γιατί έχεις έρθει εδώ και να μην παρεκκλίνεις από τις προτεραιότητές σου. Εγώ έψαξα και βρήκα την κατάλληλη βίζα που θα μου εξασφάλιζε τη μονιμότητα και από εκεί και πέρα αφοσιώθηκα στην πλήρωση των προϋποθέσεων που απαιτούνταν για την απόκτησή της.

Με άπειρες ώρες δουλειάς, αλλά και προσπάθειας, κατάφερα να την αποκτήσω μετά από 2,5 χρόνια. Βέβαια, στη διαδρομή δεν ήταν όλα ρόδινα. Αισθανόμουν ότι κινούμουν σε έναν σκοτεινό χάρτη ο οποίος φωτιζόταν από όπου περνούσα καθώς ανακάλυπτα τι ακριβώς συμβαίνει.

Την πρώτη εβδομάδα έκλαιγα κάθε μέρα. Δεν έχω νιώσει μεγαλύτερη μοναξιά στη ζωή μου. Η απόλυτη μοναξιά. Βρισκόμουν ανάμεσα σε τέσσερα εκατομμύρια ανθρώπους και νόμιζα ότι δεν με βλέπει κανείς. Ήταν απίστευτο και τρομακτικό. Ωστόσο, η τύχη μου χαμογέλασε και πάλι και μέσα σε επτά μέρες από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στη Μελβούρνη βρήκα και δουλειά και σπίτι.

Η πρώτη μου δουλειά ήταν σερβιτόρος σε ένα εστιατόριο και εκεί παρέμεινα μέχρι πρόσφατα, ενώ παράλληλα έκανα και άλλες δουλειές. Από τις πιο όμορφες στιγμές μου ήταν όταν αναγνώρισα το πτυχίο μου, κάτι που ήταν πολύ δύσκολο, όταν νοίκιασα το πρώτο μου σπίτι και, φυσικά, όταν έγινα μόνιμος κάτοικος Αυστραλίας.

Από την Ελλάδα μου έλειπε από την πρώτη μέρα το φαγητό. Δεν ήξερα να μαγειρεύω, αλλά ακόμη κι αν ήξερα δεν είχα το χρόνο, οπότε επεδίωξα να βρω δουλειά σε εστιατόριο για να έχω ένα πιάτο φαγητό. Η ξέφρενη ζωή της Αθήνας δεν μου λείπει γιατί την έζησα και τελείωσε. Εδώ μπορεί ο τρόπος ζωής να είναι εντελώς διαφορετικός, αλλά εγώ είμαι ευχαριστημένος μιας και βρήκα αυτό που ήθελα. Όπως έχω πει πολλές φορές, ήρθα με ένα σκοπό.

Δεν σκέφτομαι να γυρίσω πίσω στην Ελλάδα. Τον Γενάρη έκανα την αίτηση για την υπηκοότητα και περιμένω. Εδώ και περίπου έξι μήνες βρήκα δουλειά στον τομέα μου και τώρα πάω για σπίτι. Όταν σκέφτομαι την τελευταία αυτή πενταετία, ειλικρινά λέω πως δεν θα το ξαναέκανα. Όμως, είναι ωραίο από το μηδέν να πηγαίνεις στο ένα και νιώθω περήφανος που το κατάφερα.