Σύμφωνα με την παράδοση, τον 16ο αιώνα π.Χ, ο μυθικός βασιλιάς της Αθήνας Κέκροπας, πραγματοποίησε την πρώτη απογραφή του Δυτικού κόσμου.

Ο κάθε Αθηναίος υποχρεώθηκε να ρίξει σε μια στοίβα ένα λιθαράκι κι όταν καταμετρήθηκαν, διαπιστώθηκε ότι η πόλη περιείχε 20.000 κατοίκους.

Η αυστραλιανή απογραφή του 2021 είναι πολύ πιο περίπλοκη· θέτει ερωτήσεις όχι μόνο για τον πληθυσμό της χώρας, αλλά επίσης σχετικά με το εισόδημα, τα προσόντα, την εκπαίδευση, τις ώρες εργασίας, τον χρόνο που οι πολίτες της χώρας εξυπηρετούν άτομα με ειδικές ανάγκες, ή που δαπανούν για τη φροντίδα των παιδιών και ιδιαίτερα σημαντικό, λαμβάνοντας υπόψη τον δήθεν πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της αυστραλιανής κοινωνίας, ερωτήσεις ως προς την καταγωγή και τη γλώσσα.

Αυτά τα δύο τελευταία ερωτήματα θα πρέπει να προβληματίζουν την παροικία μας. Πρώτον, δεν υπάρχει ερώτημα ως προς την εθνική ή πολιτιστική ταυτότητα στην Απογραφή.

Υπάρχει μια προφανής έλλειψη κατανόησης από εκείνους που διεξάγουν ή οριοθετούν το εύρος της Απογραφής ότι η εθνική ταυτότητα είναι ένα ξεχωριστό ζήτημα από αυτό της καταγωγής, στο ότι μπορεί να είναι κανείς κάποιας καταγωγής αλλά να ταυτίζεται εθνικά με διαφορετικό τρόπο, σύμφωνα με θρησκευτικούς, πολιτιστικούς, γλωσσικούς ή πολιτικούς παράγοντες.

Ακόμη κι αν κάποιος αποδεχτεί αυτήν την έλλειψη εκτίμησης ως προς τη σημασία της εθνοτικής ταυτότητας για την κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων του αυστραλιανού πληθυσμού και τη λανθασμένη συσχέτισή της με την καταγωγή, το ερώτημα περί καταγωγής στην Απογραφή παρέχει αιτία σοβαρής ανησυχίας.

Οι προσδιορισμένες «καταγωγές» που παρέχονται στην Απογραφή από την Αυστραλιανή Στατιστική Υπηρεσία προς επιλογή συμπεριλαμβάνουν αυτές των Αγγλο-σαξόνων και Ιρλανδών (που άλλωστε αποτελούν την πλειοψηφία των κατοίκων της χώρας), την Κινεζική και την Ιταλική, ενώ δεν αναγράφεται πουθενά η Ελληνική.

Το ότι δεν δύναται η κυβέρνηση να συμπεριλάβει την κάθε πολιτιστική ή εθνική ομάδα στις επιλογές της Απογραφής είναι κατανοητό.

Όμως, οφείλουν να λογοδοτήσουν για την παράλειψη των Ελλήνων, μιας από τις παλαιότερες και αριθμητικά και πολιτιστικά σημαντικότερες κοινότητες αυτής της χώρας. Ενδεχομένως, η δημογραφική αλλαγή να έχει μειώσει τον αριθμό αυτών που δηλώνουν Έλληνες (σημειώνουμε ότι η Απογραφή συνήθως πραγματοποιείται τον Αύγουστο, όταν ένας αξιοσημείωτος αριθμός συμπαροίκων παραδοσιακά παραθερίζει στην πατρίδα).

Το να μειώνεται, όμως, με την παράλειψη της ελληνικής καταγωγής από την Απογραφή, η εξέχουσα θέση της Ελληνικής παροικίας στην ευρύτερη κοινωνία, είναι εντελώς άλλο θέμα, δυσοίωνο παράδειγμά της χρήσης και κατάχρησης στατιστικών στοιχείων κατά την ερμηνεία της πολύπλευρης υφής της Αυστραλιανής δημογραφικής πραγματικότητας.

Είναι άκρως ανησυχητικό το να καλείται κανείς να συμμετάσχει σε απογραφή μιας πολυπολιτισμικής χώρας όπου θα πρέπει να δηλώσει την καταγωγή του, κάνοντας επιλογή ενός κουτιού με τον τίτλο: «Άλλη», όπως αναγκαστικά θα πράξουν οι Έλληνες.

Ενισχύοντας στους πολίτες με διαφορετική καταγωγή από αυτή της άρχουσας τάξης ότι είναι «Άλλοι», τους μεταδίδει όχι και τόσο έμμεσα το μήνυμα ότι δεν θεωρούνται στην πραγματικότητα οργανικό μέρος της κοινωνίας αυτής της χώρας, ανεξάρτητα από την ιδιότητα του πολίτη ή τον τόπο γεννήσεώς τους, και τους τοποθετεί κοινωνικά και πολιτικά στο περιθώριο.

Θα ήταν απείρως προτιμότερο, σε μελλοντικές απογραφές, είτε όλες οι γνωστές ομάδες καταγωγής να αναγράφονται προς επιλογή, είτε ακόμα καλύτερα, οι συμμετέχοντες, αντί να επιλέγουν από τις αναγνωρισμένες και οριοθετημένες από την άρχουσα τάξη «καταγωγές» να δηλώνουν μόνοι τους την καταγωγή τους, αποφεύγοντας τον προσδιορισμό τους ως «ξένοι» και ως ανατρεπτικά στοιχεία.

Αντίστροφα, επιτρέποντας την ελεύθερη δήλωση καταγωγής με την επιλογή «Άλλη», η άρχουσα τάξη διευκολύνει την έκφραση καταγωγών για τις οποίες γνωρίζει ελάχιστα.

Ενδοπαροικιακά, έχει διεξαχθεί συζήτηση σχετικά με τον εθνικό μας αυτοπροσδιορισμό. Θα πρέπει να δηλωθούμε ως “Greeks,” όρος επιβεβλημμένος κατά την γνώμη ορισμένων συμπαροίκων, από τη Δύση και κατά συνέπεια ιμπεριαλιστικός και αποικιοκρατικός; Είναι προτιμότερο να δηλωθούμε ως “Hellenes,” διατρέχοντας τον κίνδυνο να δημιουργήσουμε εντός της Στατιστικής Υπηρεσίας (οι υπάλληλοι της οποίας προφανώς δεν έχει πολιτιστική ή ανθρωπολογική κατάρτιση) σύγχυση μεταξύ δύο ταυτόσημων ομάδων;

Η επιλογή «Άλλη» εγείρει, επίσης, συζήτηση σχετικά με τις συνιστώσες της «Ελληνικής καταγωγής». Πώς θα αντιμετωπιστούν, τόσο από την άρχουσα τάξη, όσο κι από την παροικία αυτοί που θα προτιμήσουν να τονίσουν την Αρβανίτικη, Βλάχικη ή Ποντιακή πτυχή της ελληνικής τους ταυτότητας, αναγράφοντας αυτήν ως καταγωγή τους;

Πώς θα ερμηνεύσει το Κράτος την καταγωγή κάποιου που ισχυρίζεται ότι είναι Κύπριος; Ως μέρος του ελληνικού, τουρκικού, μαρωνίτικου ή αρμενικού πολιτιστικού κόσμου;

Ή ως απόδειξη μιας αναδυόμενης ταυτότητας που περιέχει όλα ή κανένα από αυτά τα συστατικά στοιχεία; Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο η εθνικο-πολιτιστική ταυτότητα και η καταγωγή θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ξεχωριστά στην Απογραφή, αποφεύγοντας έτσι τις συγχύσεις της φετινής μορφής του.

Εξετάζοντας κανείς τις καταχωρημένες «καταγωγές» που προτείνονται από την Αυστραλιανή Στατιστική Υπηρεσία, θα εντοπίσει την αγγλική, την σκωτσέζικη και την ιρλανδική (αλλά όχι την ουαλική), που αποτελούν άλλωστε τις κυριότερες καταγωγές της κυρίαρχης ομάδας στην αυστραλιανή κοινωνία.

Πιο κάτω καταχωρείται η «Αβορίγινη» καταγωγή, κάτι που θα πρέπει να μας προβληματίζει, καθώς χρησιμοποιώντας αυτόν τον γενικευμένο όρο, η κυρίαρχη ομάδα φαίνεται να προσπαθεί να «καλουπώσει» και να προβεί σε γενικεύσεις εις βάρος ενός τεράστιου και πολύπλοκου αριθμού γηγενών πολιτιστικών και εθνοτικών ομάδων αποσιωπώντας τις διαφορές μεταξύ αυτών, τη μοναδικότητά τους και, κατά συνέπεια, συσκοτίζοντας την ύπαρξή τους.

Είτε εκ προθέσεως είτε όχι, εκδηλώνεται μια μορφή ρατσισμού που δεν πρέπει να έχει θέση σε κανένα τομέα της σύγχρονης Αυστραλίας, πόσο μάλλον στους κρατικούς θεσμούς της.

Κάτω από την καταχώρηση «Torres Strait Islander», θα ανακαλύψει κανείς έκθαμβα την «Αυστραλιανή» καταγωγή.

Λαμβάνοντας υπόψη τις προηγούμενες καταχωρίσεις σχετικά με τους «Αβορίγινες» και τους «Νησιώτες των Στενών Τόρρες» πώς θα πρέπει να κατανοήσουμε αυτόν τον όρο;

Υποδηλώνει ότι οι γηγενείς εθνοτικές ομάδες αυτής της χώρας δεν θεωρούνται «Αυστραλοί»; Λαμβάνοντας υπόψη ότι όλοι εμείς εκτός από τους γηγενείς λαούς αντλούμε την καταγωγή μας από χώρες εκτός της Αυστραλιανής ηπείρου, η ανεξήγητη συμπερίληψη αυτού του αμφιλεγόμενου όρου χρησιμεύει προφανέστατα στο να αναδείξει την αποξένωση των γηγενών λαών μας και να νομιμοποιήσει την βίαιη κατοχή αυτής της χώρας από την κυρίαρχη ομάδα καθώς και την υφαρπαγή της γης τους.

Επιπλέον, υπενθυμίζει ξανά διακριτικά σε όσους δεν έχουν την ίδια καταγωγή με τα μέλη της κυρίαρχης ομάδας, ότι δεν είναι «Αυστραλοί».

Η δυσφορία και η αίσθηση της αποξένωσης που δημιουργείται από μια τέτοια αδέξια απόδοση όρων ενισχύει και πάλι την ανάγκη να διακριθεί η πολιτιστική ταυτότητα από την καταγωγή σε μελλοντικές απογραφές και να θέσει ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις μας βλέπουν τις εθνο-πολιτιστικές μειονότητες της Αυστραλίας.

Όπως συνέβη και στην Απογραφή του 2016, στην τρέχουσα μορφή της, η Αυστραλιανή Στατιστική Υπηρεσία, στο ερώτημα σχετικά με το ποιες γλώσσες εκτός από τα Αγγλικά μιλά ο πληθυσμός, δεν έχει προβλέψει την πιθανότητα να είναι ορισμένοι Αυστραλοί πολίτες πολύγλωσσοι και να χρησιμοποιούν διάφορες γλώσσες σε καθημερινή βάση.

Αντ’ αυτού, οι συμμετέχοντες στην Απογραφή δύνανται να δηλώσουν μόνο μία από τις γλώσσες που πιθανώς γνωρίζουν. Αυτό αποκρύπτει και περιορίζει τη συλλογή μιας πραγματικής εικόνας της γλωσσικής ετερογένειας αυτής της χώρας.

Παραθέτοντας ως παράδειγμα, στιγμιότυπο από την προσωπική μου πραγματικότητα, στο δικό μου σπίτι τα παιδιά μου μιλούν μεταξύ τους και με μένα, στα ελληνικά. Καθώς μετακινούνται από την κουζίνα προς το διάδρομο για να μιλήσουν με τη σύζυγό μου, αλλάζουν γλώσσα και της απευθύνονται στη γλώσσα της, τα Ασσυριακά.

Η σύζυγος, που συνομιλεί τηλεφωνικώς με τη μητέρα της, μιλά στα Αραβικά, ώστε να μην καταλάβουν τα παιδιά μια συζήτηση που σχετίζεται με την επιδείνωση της υγείας του παππού τους. Διαμέσου του τηλεφώνου, η γυναίκα μου θα ακούσει τον πεθερό μου να καλεί την πεθερά μου στα κουρδικά, έτσι ώστε η γυναίκα μου να μην καταλάβει τι λέει. Εν τω μεταξύ, κι εγώ θα βρίσκομαι με τη σειρά μου σε τηλεφωνική συνδιάσκεψη με πελάτη η οποία διεξάγεται στα Κινέζικα.

Συνεπώς, οι γλωσσικές πολυφωνίες τέτοιου τύπου αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της πολυγλωσσικής υφής της Αυστραλιανής πολυπολιτισμικότητας. Ο λόγος για τον οποίον δεν αποτυπώνεται το φαινόμενο αυτό στατιστικά είναι στην καλύτερη περίπτωση, ακατανόητος.

Επιπλέον, δεν υπάρχει επακόλουθο ερώτημα σχετικά με το επίπεδο επάρκειας στη γλώσσα που ισχυρίζεται ότι ομιλείται ή πράγματι, ποια είναι η κύρια γλώσσα που χρησιμοποιείται. Αυτές οι ερωτήσεις μας επιτρέπουν να εξετάσουμε σημαντικές πτυχές στην ερμηνεία της γλωσσικής δημογραφίας της Αυστραλίας.

Για παράδειγμα, ενώ κάποιος μπορεί να μιλά άπταιστα τα Αγγλικά, ποια γλώσσα χρησιμοποιεί πιο συχνά και πότε; Πόση ευχέρεια έχει κάποιος στη γλώσσα που ισχυρίζεται ότι μιλάει, ειδικά όταν πρόκειται για γλώσσα ενός σημαντικού πολιτικού ή εμπορικού εταίρου της χώρας;

Ζητήματα τέτοιας φύσης, ζωτικής σημασίας για τη δημιουργία συνεκτικής γλωσσικής πολιτικής, αγνοούνται εντελώς, υποδηλώνοντας ότι παρά τη ρητορική, η κυρίαρχη ομάδα θεωρεί τον εαυτό τους να προεδρεύει μιας καλοήθους, μονογλωσσικής και μονοπολιτιστικής χώρας.

Η Αυστραλιανή Απογραφή του 2021 αποκαλύπτει περισσότερα για αυτούς που την διαμορφώσαν, πάρα για τους συμμετέχοντες σ’ αυτήν. Είναι δύσκολο να μην καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η προσεγμένη στενότητα των ερωτήσεων που αφορούν τον πολιτισμό, την καταγωγή και τη γλωσσική ταυτότητα, μεθοδεύουν την ενίσχυση μιας αφήγησης που επιβάλλεται και διαιωνίζεται από τους κυβερνητικούς θεσμούς της κυρίαρχης τάξης.

Ως εκ τούτου, μπορούμε να δικαιολογήσουμε την όποια έλλειψη εμπιστοσύνης εκ μέρους της παροικίας μας στην ικανότητα της Απογραφής του 2021 να μας παρέχει μια ακριβή απεικόνιση της πολύπτυχης υπόστασης της κοινωνικής μας πραγματικότητας και τις αμφιβολίες μας για τη χρήση τέτοιων ελλείπων στατιστικών, από τους νομοθέτες μας.

Καιρός είναι να διεξαχθεί ένας παμπαροικιακός διάλογος με σκοπό τον συντονισμένο ακτιβισμό γύρο από τα θέματα που αφορούν την ιδιαίτερη μας εθνοτική και παροικιακή αφήγηση.