Μια Αυστραλή με παγκόσμια λάμψη

Η Κέιτ Μπλάνσετ ήρθε αντιμέτωπη με τον Γούντι Αλεν και τον νίκησε

Όσοι είδαν τη «Θλιμμένη Τζάσμιν» μάλλον θα συμφωνήσουν ότι ο Γούντι Άλεν «ηττήθηκε» κατά κράτος αυτήν τη φορά. Όχι από μια ηρωίδα του, σύνηθες κάτι τέτοιο, αλλά από την πρωταγωνίστριά του. Παραδόθηκε στην ξανθιά ψηλόλιγνη Κέιτ Μπλάνσετ ιπποτικά, όπως αρμόζει σε έναν ευφυή χιουμορίστα: την άφησε να αυτοσχεδιάσει κυνηγώντας το φάντασμα της Μπλανς Ντιμπουά την ώρα που ίδιος, αόρατος σαν σκιά, ανεβοκατέβαινε στο «Λεωφορείον ο πόθος» παίζοντας ανάλαφρα, όπως στις κωμωδίες, με τον Τενεσί Ουίλιαμς. Η Τζάσμιν πέφτει σε κρίση πανικού, για να γίνει συναρπαστική εμπειρία για όλους εμάς η «Θλιμμένη Τζάσμιν». Η Μπλάνσετ, που σωματοποιεί την ψυχολογική αστάθεια και το άγχος της ηρωίδας της, έδωσε ρεαλιστική υφή στη συνήθη γουντιαλενική «φλυαρία».
Σε ένα πρόσφατο βίντεο στο YouTube με την Μπλάνσετ στο δημοφιλές τηλεοπτικό σόου του Ντέιβιντ Λέτερμαν, αντιλαμβάνεσαι πόσο εκρηκτικό μείγμα φτιάχνουν ο αυτοέλεγχος, το χιούμορ και ο λεπτός αυτοσαρκασμός. «Όταν βλέπεις μια ταινία του Γούντι Άλεν είναι σαν να ακούς συνεχώς τη φωνή του. Σε αυτήν εδώ, όμως, ήσουν εσύ», διαπιστώνει ο Λέτερμαν. «Ναι, γιατί είναι τόσο άσχετος, που κάποιος πρέπει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του για να σώσει την ταινία», τον διακόπτει γελώντας η Μπλάνσετ. Και συνεχίζει: «Το θέμα είναι, όμως, ότι έχεις 45 δευτερόλεπτα μέχρι ενάμισι λεπτό για να του απαντήσεις όταν σε παίρνει τηλέφωνο για να σου προτείνει ένα ρόλο».
Η πρώτη πρόταση για να εμφανιστεί σε ταινία θυμίζει αστείο και ήρθε τυχαία σε ένα φθηνό ξενοδοχείο στο Κάιρο, όπου βρισκόταν για τουρισμό. Εκείνη την εποχή η Μπλάνσετ ήταν φοιτήτρια Οικονομικών. Ένας Αμερικανός τής πρότεινε να συμμετάσχει ως κομπάρσος σε μια σκηνή πλήθους μιας ταινίας που γυριζόταν εκεί. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να χειροκροτεί και να ζητωκραυγάζει υπέρ ενός Αμερικανού μποξέρ που αντιμετώπιζε έναν Αιγύπτιο στο ρινγκ. Επιστρέφοντας στην πατρίδα της, την Αυστραλία, εγκατέλειψε τις σπουδές της στα χρηματοοικονομικά και πήγε στη δραματική σχολή της Μελβούρνης. Μετά ήρθαν η καριέρα στο θέατρο και οι σπουδαίες ερμηνείες στο σινεμά σε μεγάλη γκάμα ρόλων.

ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Στη διάρκεια των θεατρικών σπουδών της ερμήνευσε την Ηλέκτρα σε μια μοντέρνα εκδοχή της κλασικής τραγωδίας. Η χαρά της, όμως, μετριάστηκε από ένα αίσθημα ενοχής, γιατί τον ρόλο τον πήρε από μια άλλη κοπέλα. Ο Τζέφρι Ρας (μετέπειτα συμπρωταγωνιστής της Μπλάνσετ στην «Ελίζαμπεθ», που εκείνη την εποχή ζούσε με τη Λίντι Ντέιβις, σκηνοθέτιδα της παράστασης) λέει: «Η Λίντι γύριζε στο σπίτι κατενθουσιασμένη με την Κέιτ. Έπαιζε καταπληκτικά». Η Μπλάνσετ, όμως, προβληματιζόταν αν της ταίριαζε το θέατρο και σκεφτόταν σοβαρά να στραφεί προς την αρχιτεκτονική. «Κάθε ρόλος ήταν σαν μια βαθιά ψυχοθεραπεία. Μια διαρκής διαδικασία αποδόμησης και ξαναχτισίματος».
Έξι μήνες μετά την αποφοίτησή της βρέθηκε συμπρωταγωνίστρια δίπλα στον Ρας, στο ανέβασμα του έργου «Oleana» του Ντέιβιντ Μάμετ. Δύσκολο και αυτό το ξεκίνημα. «Σκεφτόμουν ότι δεν μπορούσα να παίξω σε αυτήν τη μισογύνικη βλακεία. Το πάλεψα πολύ για να το κάνω. Στην τελική πρόβα, τη στιγμή που ο Τζέφρι με χτυπάει, έβαλα τα γέλια. Ήμουν εντελώς εκτός κλίματος. Ο σκηνοθέτης μου είπε πως, αν συμβεί κάτι τέτοιο στην πρεμιέρα, θα με απολύσει. Τότε άρχισα να κλαίω».
Μικρή στο σχολείο, η Μπλάνσετ ήταν «τελειομανής και μοναχική» μαθήτρια. Νεαρή ηθοποιός ένιωθε άβολα στις οντισιόν, «δεν μου άρεσε να πηγαίνω και να γελοιοποιούμαι». Το ξεπέρασε όμως γρήγορα, όταν είδε τις οντισιόν από την πλευρά του ηθοποιού. «Αν το καλοσκεφτείς, σε ένα άλλο επίπεδο, πιο ουσιώδες, είναι μια διαδικασία που δίνει και στον ηθοποιό τη δυνατότητα να καταλάβει ποιος είναι ο σκηνοθέτης και να τον απορρίψει. (…) Πρέπει πάντα να “εκθέτεις” τον εαυτό σου – κι αν είναι να πέσεις, να πέσεις ένδοξα. Αν μπορούσα να είμαι σε όλη μου τη ζωή στα όρια –αυτή η υπέροχη αίσθηση της αναμονής και της συγκίνησης, χωρίς την απογοήτευση– αυτή θα ήταν η τέλεια κατάσταση».

Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΕΦΥΓΕ ΝΩΡΙΣ

Η Μπλάνσετ γεννήθηκε στη Μελβούρνη το 1969 από Αυστραλή μητέρα και Αμερικανό πατέρα. Μεσαίο παιδί, ανάμεσα σε έναν μεγαλύτερο αδελφό που ασχολήθηκε με την πληροφορική και μια μικρότερη αδελφή που έγινε σχεδιάστρια θεατρικών σκηνών. «Ο πατέρας μου ήταν στο Ναυτικό όταν γνώρισε τη μητέρα μου, που ήταν δασκάλα στη Μελβούρνη. Στη συνέχεια, πέρασε στον χώρο της διαφήμισης. Πέθανε όταν ήμουν 10 ετών… Αισθάνομαι χειρότερα για τη μητέρα μου παρά για μένα. Πιστεύω ότι τα παιδιά είναι ανθεκτικά», είχε πει η Μπλάνσετ πριν από χρόνια σε μια από τις λίγες συνεντεύξεις με αναφορές στην ιδιωτική της ζωή.
Ο θάνατος του πατέρα της, από καρδιακή προσβολή στα σαράντα του χρόνια την ώρα που έβλεπε μια ταινία σε κινηματογράφο, άφησε δυσαναπλήρωτο κενό στη ζωή της. «Η κορμοστασιά του και η τεξανή προφορά του τον έκαναν να φαντάζει σαν εξωτική φιγούρα στα μάτια μου. Όταν βλέπω κόρες με τους πατεράδες τους, αναρωτιέμαι πώς θα ήταν η ζωή μου αν είχα ζήσει περισσότερο τον πατέρα μου». Αυτό το τραύμα της παιδικής της ηλικίας ίσως να την έχει κάνει τόσο ευαίσθητη με την οικογένεια και τόσο προσεκτική όταν εκτίθεται δημοσίως. «Σίγουρα σκέφτομαι τον θάνατο, είναι όμως πολύ αισιόδοξο πράγμα το να φέρνεις παιδιά στον κόσμο».
Το 1997, στα γυρίσματα του «Όσκαρ και Λουσίντα», η Μπλάνσετ ερωτεύτηκε τον Άντριου Άπτον, σεναριογράφο και θεατρικό συγγραφέα με τον οποίο συνεργάζονται θεατρικά μέχρι σήμερα στο Σίδνεϊ. Και εδώ η αρχή ήταν δύσκολη. «Εκείνος νόμιζε ότι ήμουν απρόσιτη κι εγώ νόμιζα ότι είναι υπεροπτικός. Και αυτό δείχνει πόσο εύκολα μπορείς να κάνεις λάθος. Όταν με φίλησε, αυτό ήταν». Ύστερα από τρεις εβδομάδες παντρεύτηκαν και απ’ ό,τι φαίνεται ζουν ευτυχισμένοι με τα τρία παιδιά τους.

ΤΑΙΝΙΕΣ–ΣΤΑΘΜΟΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΙΕΡΑ ΤΗΣ

«Όσκαρ και Λουσίντα» (1997)
Το άνοιγμα των φτερών της Κέιτ Μπλάνσετ στο σινεμά, σε ένα δράμα της Γκίλιαν Αρμστρονγκ. H FOX δεν ήθελε για πρωταγωνίστρια μια άγνωστη Αυστραλή. Κάμφθηκε όμως από την επιμονή του Ρέιφ Φάινς, που ήταν ήδη διάσημος χάρη στον «Άγγλο ασθενή».

«Ελίζαμπεθ» (1998)
Στην πρώτη συγκλονιστική της ερμηνεία, η Μπλάνσετ μεταμορφώνεται από ευαίσθητο και ερωτεύσιμο πλάσμα σε «άψυχη» και ανέκφραστη βασίλισσα. Μια σκοτεινή ταινία του Ινδού Σέκαρ Καπούρ γύρω από τη σχέση ατόμου-εξουσίας. Ο Καπούρ επέλεξε την Μπλάνσετ για πρωταγωνίστριά του με βάση τρία κριτήρια: «Την ικανότητα να είσαι 400 χρόνια πίσω, την ικανότητα να βρίσκεσαι στο παρόν, αλλά και την ικανότητά σου να γίνεσαι κάτι σαν πνεύμα». Εκείνη τη χρονιά η Μπλάνσετ έχασε το Όσκαρ από τη χαριτόβρυτη Γκουίνεθ Πάλτροου του «Ερωτευμένου Σαίξπηρ».

«Το χάρισμα» (2000)
Σε πρώτο πλάνο ένα θρίλερ με φόντο την αμερικανική επαρχία, σε δεύτερο ένα δράμα γύρω από την κακοποίηση της γυναίκας και τη διάλυση της οικογένειας. Μια νεαρή μητέρα με παραψυχολογικές ικανότητες εμπλέκεται στην αναζήτηση μιας εξαφανισμένης γυναίκας. Του Σαμ Ράιμι.

«Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών» (2001)
Η Μπλάνσετ, το πιο αέρινο πλάσμα στην κινηματογραφική εκδοχή της μυθολογίας του Τόλκιν, αποδέχτηκε την πρόταση του συμπατριώτη της Πίτερ Τζάκσον να υποδυθεί τη βασίλισσα των ξωτικών, γιατί της άρεσε το μακιγιάζ (τα μυτερά προσθετικά αυτιά, που τα κράτησε για ενθύμιο).

«Βερόνικα Γκέριν» (2003)
Ταινία βασισμένη στη ζωή της Δουβλινέζας δημοσιογράφου Βερόνικα Γκέριν, που δολοφονήθηκε από τη μαφία των ναρκωτικών. Ο σκηνοθέτης Τζόελ Σουμάχερ ηθικολογεί, η Μπλάνσετ σώζει κάπως την κατάσταση.

«Ιπτάμενος Κροίσος» (2004)
Η Μπλάνσετ, ως Κάθριν Χέπμπορν, στο πλευρό του Λεονάρντο ντι Κάπριο (υποδύεται τον δισεκατομμυριούχο Χάουαρντ Χιουζ στη βιογραφική ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε), κέρδισε το πρώτο Όσκαρ της καριέρας της, στην κατηγορία του Β΄ γυναικείου ρόλου.

«Ημερολόγιο ενός σκανδάλου» (2006)
Μια ηλικιωμένη ομοφυλόφιλη καθηγήτρια λυκείου (Τζούντι Ντεντς) παγιδεύει μια νεαρή παντρεμένη συνάδελφό της, η οποία έχει σχέσεις με έναν 14χρονο μαθητή. Του Ρίτσαρντ Εϊρ.

«I’m Not There» (2008)
Εξαιρετικό, αλλά παραγνωρισμένο φιλμ του Τοντ Χέινς για τον Μπομπ Ντίλαν, αποτελούμενο από έξι φανταστικές ιστορίες. Η καλύτερη, αυτή στην οποία η Μπλάνσετ μεταμορφώνεται σε Ντίλαν, είναι εμπνευσμένη από το «8½» του Φελίνι.

«Θλιμμένη Τζάσμιν» (2013)
Μια γυναίκα, σύζυγος ενός απατεώνα της Γουόλ Στριτ που αυτοκτόνησε, καταρρέει. Επιμένει όμως να ξαναχτίσει τη ζωή της πάνω στο ίδιο ψέμα. Του Γούντι Άλεν.

«Μνημείων άνδρες» (αναμένεται το 2014)
Η Μπλάνσετ ανάμεσα σε Ματ Ντέιμον και Τζορτζ Κλούνεϊ (είναι και ο σκηνοθέτης) σε μια πολεμική περιπέτεια με φόντο τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.