Ο διαδικτυακός τόπος του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού πολυπολιτισμικού δικτύου της Αυστραλίας, SBS δημοσιεύει άρθρο με θέμα την αγορά πυραύλων (πιθανώς αμερικανικών Πάτριοτ) από την Τουρκία.

Σύμφωνα με το άρθρο «το ζήτημα της αγοράς πυραύλων θέτει δύο κεφαλαιώδη ερωτήματα: α) ποιόν θεωρεί εχθρό η Τουρκία στην περιοχή ώστε να επιθυμεί την αγορά και β) πώς θα αποπληρώσει την αγορά, σε μια περίοδο οξείας οικονομικής κρίσης και με ένα τεράστιο εξωτερικό χρέος.
Η αγορά, που αποφασίστηκε κατά το τουρκικό ΥΠΕΞ το 2006 στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού του στρατού, αναμένεται να στοιχίσει περί τα 5,3 δις (σε ευρώ), ενώ ως επίδοξοι πωλητές φέρονται 2 αμερικανικές εταιρείες (μία εκ των οποίων είναι η Raytheon, κατασκευάστρια των Πάτριοτ), μία ρωσική και μία κινεζική. Αν πραγματοποιηθεί θα αποτελεί την μεγαλύτερη στρατιωτική αγορά στην οποία προέβη η χώρα».

Το άρθρο υποστηρίζει ότι «είναι προφανή τα συμφέροντα των Αμερικανών στην προώθηση της πώλησης των πυραύλων τους, στην επιθυμία τους να στηρίξουν μεταξύ άλλων έναν σημαντικό σύμμαχό τους στο ΝΑΤΟ που συνορεύει με το Ιράν. Παράλληλα τα σχέδια για την τουρκική αγορά συμπίπτουν χρονικά με την απόφαση για μη υλοποίηση της πυραυλικής ασπίδας στην Τσεχία, γεγονός που θα εξόργιζε την Ρωσία αν πραγματοποιείτο. Το Πεντάγωνο υποστηρίζει ότι η πώληση είναι «ουσιώδης για την Τουρκία, ώστε να διατηρήσει μία δυνατότητα αυτοάμυνας σε ετοιμότητα και να συνεισφέρει σε μια αποδεκτή στρατιωτική ισορροπία στην περιοχή».
Αναλυτές ωστόσο διερωτώνται δεδομένου ότι οι σχέσεις της Τουρκίας τόσο με τη Ρωσία όσο και το Ιράν έχουν βελτιωθεί σημαντικά. Εξάλλου ο Τούρκος ΥΠΕΞ έχει κάνει λόγο για «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες» καθώς η Τουρκία δεν αναμένει επέμβαση από γειτονική χώρα και δεν φοβάται απειλή.

Επίσης αναλυτές έχουν εκφράσει αμφιβολίες για το κατά πόσο η Τουρκία θα είναι σε θέση να έχει την πλήρη μέριμνα των πυραύλων, δεδομένου ότι οι Αμερικανοί (που αποτελούν και τον κύριο προμηθευτή στρατιωτικού υλικού της χώρας) κρατούν τον έλεγχο των λογισμικών στα συστήματα που πωλούν.

Τέλος, η αγορά θα επιβαρύνει σημαντικά την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, εξαιτίας του μεγάλου εξωτερικού χρέους που ανέρχεται σε $150 δις και της έντονης οικονομικής ύφεσης την οποία διέρχεται η Τουρκία. Όσον αφορά στο τελευταίο, σε περίπτωση που η αγορά γίνει από τις ΗΠΑ, θεωρείται πως η Ουάσιγκτον θα εξομαλύνει τους όρους αποπληρωμής και θα συμφωνήσει αυτή να γίνει με δόσεις που θα εξοφληθούν σε μια σειρά ετών».