Όσοι άνθρωποι χρησιμοποιούν συχνά, εκτός από την μητρική τους, μια δεύτερη ξένη γλώσσα, κάνουν πιο δυνατό τον εγκέφαλό τους πολύ περισσότερο από το να έλυναν σταυρόλεξα ή Σουντόκου. Με αυτό τον τρόπο καθυστερούν την την άνοια και το Αλτσχάιμερ για αρκετά χρόνια, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Η ωφέλεια της δεύτερης γλώσσας στην καθυστέρηση εκδήλωσης των συμπτωμάτων φαίνεται να είναι μάλιστα μεγαλύτερη από οποιοδήποτε φάρμακο έχει μέχρι σήμερα χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο του Αλτσχάιμερ. Για «δραματική καθυστέρηση» κατά τέσσερα έως πέντε χρόνια στην έναρξη των συμπτωμάτων έκαναν λόγοι οι ερευνητές μια βελτίωση που καμία φαρμακευτική αγωγή δεν έχει ακόμα πετύχει.

Τα πειράματα δείχνουν ότι το όφελος για τον εγκέφαλο προκύπτει από την έξτρα νοητική προσπάθεια, την οποία καταβάλλει ο εγκέφαλος όσων μιλάνε δύο γλώσσες (ή και παραπάνω). «Είναι σαν να έχει κανείς ένα ρεζερβουάρ ασφαλείας στο αυτοκίνητό του. Όταν ξεμένει από καύσιμα, μπορεί να συνεχίσει να οδηγεί για περισσότερο χρόνο, επειδή έχει ακόμα αποθέματα βενζίνης», ανέφερε η υπεύθυνη της μελέτης.

Μεταξύ άλλων, οι δίγλωσσοι άνθρωποι βρίσκονται σε μια σχεδόν συνεχή εγκεφαλική «διαπραγμάτευση» για το ποια γλώσσα να χρησιμοποιήσουν κάθε στιγμή και αυτό λειτουργεί ευνοϊκά για τη νοητική υγεία τους. Σύμφωνα με τους ερευνητές, όσο πιο συχνή είναι η χρήση της δεύτερης γλώσσας ήδη από την παιδική ηλικία, τόσο πιο «εύπλαστος» γίνεται ο εγκέφαλος και τόσο μεγαλύτερη φαίνεται να είναι η ανθεκτικότητα των νευρώνων στη σταδιακή εκφύλισή τους.
Επιστήμονες από την Ινδία και το Ηνωμένο Βασίλειο διαπίστωσαν ότι οι δίγλωσσοι ασθενείς που συμμετείχαν σε μελέτη για την άνοια, ανέπτυσσαν τη νόσο , κατά μέσο όρο 4,5 χρόνια αργότερα, σε σύγκριση με τους ασθενείς που μιλούσαν μόνο μια γλώσσα.

Τα αποτελέσματα αυτά αποδείχθηκαν σημαντικά για τρία είδη άνοιας, συμπεριλαμβανομένης της νόσου του Alzheimer, και ήταν ανεξάρτητα από το εκπαιδευτικό υπόβαθρο ή το εισόδημα των ασθενών. Η συγκεκριμένη μελέτη δημοσιεύτηκε στις 6 Νοεμβρίου στο επιστημονικό έντυπο Neurology.
Ενώ οι ασθενείς αυτής της μελέτης δεν ήταν αντιπροσωπευτικοί κανενός- ζούσαν στην Ινδία, η οποία έχει μια βαθιά κουλτούρα πολυγλωσσίας – οι ερευνητές εντούτοις δήλωσαν ότι τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε κάποιο βαθμό σε όποιον μιλάει ή μαθαίνει μια δεύτερη γλώσσα.
 «Η διγλωσσία δεν μπορεί να «σβήσει» τον κίνδυνο της άνοιας» αναφέρει ο δρ. Thomas Bak του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, συν-συγγραφέας της νέας μελέτης, «αλλά μπορεί να καθυστερήσει σημαντικά την εμφάνιση του.»

Η ινδική μελέτη, με επικεφαλής τον Suvarna Alladi του Ινστιτούτου Nizam των Ιατρικών Επιστημών του Hyderabad της Ινδίας, είναι η μεγαλύτερη μελέτη που έχει διεξαχθεί μέχρι σήμερα σχετικά με την εκμάθηση γλώσσας και την επίδραση της στην άνοια. Οι ερευνητές εξέτασαν 648 άτομα με μέσο όρο ηλικίας τα 66 έτη, που είχαν διαγνωστεί με άνοια. Μεταξύ αυτών, 240 άτομα έπασχαν από τη νόσο του Αλτσχάιμερ, 189 έπασχαν από αγγειακή άνοια (μείωση των δεξιοτήτων του τρόπου σκέψης λόγω της μειωμένης ροής του αίματος προς τον εγκέφαλο), και 116 έπασχαν από μετωποκροταφική άνοια (άνοια που επηρεάζει κυρίως το μετωπιαίο ή κροταφικό λοβό του εγκεφάλου), ενώ το υπόλοιπο έπασχε από μικτή άνοια.

Σχεδόν 400 ασθενείς μιλούσαν δύο ή περισσότερες γλώσσες, όπως συνηθίζεται στην Ινδία, ενώ πολλοί ήταν αναλφάβητοι. Σε γενικές γραμμές, η μελέτη οδήγησε στο συμπέρασμα πως όσοι ασθενείς μιλούσαν μια δεύτερη γλώσσα, ανέπτυσσαν άνοια πολύ αργότερα σε σχέση με εκείνους που μιλούσαν μόνο μία γλώσσα. Πρόσθετο όφελος από τη γνώση ομιλίας πάνω από δύο γλωσσών, δεν υπήρχε.

Η μελέτη παρέχει την καλύτερη απόδειξη μέχρι σήμερα πως η διαδικασία εκμάθησης μιας δεύτερης γλώσσας –ανεξάρτητα από τα άλλα οφέλη που μπορεί να προσφέρει– παρέχει και ένα προστατευτικό όφελος για τον εγκέφαλο.

Η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας –σε σύγκριση με την επίλυση γρίφων, την ανάγνωση και άλλες δραστηριότητες– παρέχει μια ολοκληρωμένη προπόνηση του εγκεφάλου. Κατά τη μετάβαση από τη μία γλώσσα στην άλλη, ο εγκέφαλος πρέπει να επεξεργάζεται διαφορετικές λέξεις και ήχους και συχνά πρέπει να εργάζεται σε μια εντελώς διαφορετική βάση από την άποψη της σύνταξης και των ιδιωματισμών/κοινωνικές νόρμες, διαδικασία η οποία αξιοποιεί πολλές περιοχές του εγκεφάλου.

Ο δρ. Thomas Bak και ο Suvarna Alladi, ανέφεραν πως ο τρόπος και ο χρόνος εκμάθησης μιας δεύτερης γλώσσας και η επίδρασή τους στην άνοια αποτελούν δύο βασικά ερωτήματα που θα ήθελαν να απαντήσουν σε μελλοντικές μελέτες.