«Τι θα πούμε στα παιδιά;» Το δραματικό αυτό ερώτημα το πρωτάκουσα πριν χρόνια από τον αξέχαστο μέντορα-φίλο μου συγγραφέα Αντώνη Σαμαράκη (για τον οποίο μίλησα ήδη απ’ αυτή τη στήλη  στις 16.1.2014). Προφανώς το θέτει κάποιος χαρακτήρας στο αριστουργηματικό έργο του Γάλλου συγγραφέα Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ «Ο μικρός πρίγκιπας» (τρίτο σε πωλήσεις παγκόσμιο μπεστ σέλερ, μετά τη Βίβλο και το «Κεφάλαιο» του Μαρξ).
«Τι θα πούμε στα παιδιά»;

Ένα σχεδόν εφιαλτικό ερώτημα που, δυνητικά τουλάχιστον, αντανακλά μια μορφή απολογίας (κατά το εκκλησιαστικό «και καλήν απολογίαν…») ενώπιον κάποιου υποθετικού ή πραγματικού «φοβερού βήματος» για τις τύψεις κι ενοχές των ανθρώπων της παλαιότερης γενιάς (που νιώθουν ή θα έπρεπε να νιώθουν) αναφορικά με τον χρεωκοπημένο, σάπιο κόσμο που παραδίδουν στις νεότερες γενιές, εξαιτίας των αμαρτιών («αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα» γαρ…), των λαθών, των πράξεων και παραλείψεών τους.

Αλήθεια, «τι θα πούμε στα παιδιά» όταν το ποσοστό ανεργίας των νέων στην Ελλάδα καταγράφεται επισήμως ως 57,2% (Δεκ. 2013); Όταν το μέλλον τους είναι υποθηκευμένο και άδηλο; Όταν η ζωή τους διαγράφεται από ζοφερή έως ουσιαστικά ανύπαρκτη; Όταν τα όνειρά τους έχουν τόσο ανάλγητα εκποιηθεί, δημοπρατηθεί;
Ένα όντως τυραννικό ερώτημα που με απασχολούσε τώρα κι εμένα κατά την κάθοδό μου, με το λεωφορείο της γραμμής, στην ιδιαίτερη πατρίδα μου τη Λακωνία, ανταποκρινόμενος σε μια πρόσκληση του φοιτητόκοσμου του Λυκείου Σκάλας (εξ’ αφορμής ενός πρότζεκτ που ετοίμαζαν οι μαθητές για κάποιους επώνυμους εκπατρισμένους συντοπίτες τους). Το «τι θα πω στα παιδιά…» τριβέλιζε διαρκώς και αμείλικτα το μυαλό μου…

Ίσως επειδή ουδέποτε πίστεψα ότι οι μεγαλύτεροι δικαιούνται να δίνουν συμβουλές στους νεότερους (και μάλιστα ex cathedra) έχοντας ρίξει οι ίδιοι το καράβι στην ξέρα! Γι’ αυτό όταν συναντηθήκαμε (7.10.2013), αρχικά επιχείρησα να αποφύγω τις «συμπληγάδες», απαντώντας τους με μια γενικόλογη ρήση του ίδιου του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ, ότι «στη ζωή δεν υπάρχουν λύσεις. Υπάρχουν δυνάμεις σε κίνηση. Πρέπει να τις πλάσεις και οι λύσεις θα ακολουθήσουν». Ήταν όμως ανυποχώρητοι, καθώς επέμεναν να με ρωτούν: «Τι χρειάζεται ένας νέος για να πετύχει στο εξωτερικό;» (δεδομένου ότι αρκετοί σκόπευαν να μεταναστεύσουν). Εξού και (κάπως αμήχανα, ομολογώ) αναγκάστηκα να τους παραθέσω τον παρακάτω προσωπικό μου δεκάλογο «οδηγιών προς ναυτιλομένους»:

«Πρώτον, να επιθυμεί διακαώς να πετύχει κανείς. Δεύτερον, να είναι διατεθειμένος να πετύχει πάση θυσία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην προσωπική και οικογενειακή του ζωή. Τρίτον, να ξέρει τι ακριβώς θέλει, δηλαδή να έχει ξεκάθαρους στόχους και ξεκάθαρη στρατηγική υλοποίησης αυτών των στόχων. Τέταρτον, να είναι πάντα προσηλωμένος σ’ αυτούς τους στόχους, χωρίς αμφιταλαντεύσεις, παρεκκλίσεις και λιποψυχίες. (Ήτοι, όσες φορές κι αν γονατίσει, να μπορεί να ξανασηκώνεται, να στέκεται όρθιος και να προχωρεί ακάθεκτος). Πέμπτον, να πιστεύει ολόψυχα στο όραμά του. (Γιατί όταν πιστεύεις πολύ και πεις στο βουνό κουνήσου, σίγουρα θα κουνηθεί!). Έκτον, να μη φοβάται τις όποιες αντιξοότητες. Όσο περισσότερες είναι αυτές, τόσο το καλύτερο γι’ αυτόν/αυτήν, αφού οι προκλήσεις είναι αυτές που οδηγούν στην επιτυχία. Έβδομον, να παθιάζεται, σχεδόν να ηδονίζεται, μ’ αυτό που κάνει χωρίς να το βλέπει σαν αγγαρεία και χωρίς να αποσκοπεί, αναγκαστικά, σε οποιοδήποτε κέρδος (υλικό, ανταμοιβής, αναγνώρισης κτλ). Όλα αυτά θα έρθουν στην κατάλληλη ώρα, όταν αποδείξει ότι το αξίζει. Όγδοον, να αφήσει την όποια ελληνική νοοτροπία και κακές συνήθειές του (επιπολαιότητα, ραχάτι, κουτοπονηριές, κομπίνες, κτλ) στην Ελλάδα και να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Δηλαδή να γίνει υπήκοος, αν όχι μιας νέας ιθαγένειας, οπωσδήποτε μιας νέας κοσμοαντίληψης, ενός φρέσκου, διαφορετικού τρόπου ζωής (lifestyle). Ένατον, να θυμάται και να αγαπά πάντα την Ελλάδα (για όσα αυτή πραγματικά αξίζει και όχι για όσα υποθέτουμε ή φανταζόμαστε ότι αξίζει), αλλά με μέτρο, χωρίς υπερβολές (τύπου «κλείσε μέσα στην καρδιά σου την Ελλάδα και θα νιώσεις κάθε είδους μεγαλείο!»). Διότι τότε κινδυνεύει να υποστεί σοβαρό έμφραγμα του μυοκαρδίου… Δέκατον, να εργάζεται πολύ. Πάρα, πάρα πάρα πολύ. Αν τα κάνει όλα αυτά, τότε θα έχει εκπληρώσει όλες τις προϋποθέσεις για την επιτυχία. Αν μη τι άλλο, θα νιώθει μια πληρότητα, ένα στέρεο αίσθημα πραγματικής ευτυχίας!».

Πριν αναχωρήσω, τους ευχήθηκα κουράγιο και καλή επιτυχία σ’ ό,τι κι αν κάνουν στο μέλλον. Επίσης, μαζί με όλα τα βιβλία μου (για τη βιβλιοθήκη του σχολείου τους), τους χάρισα δυο τελευταία ψήγματα σοφίας του Εξυπερύ: «Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια». Γι’ αυτό, «Κάνε τη ζωή σου ένα όνειρο και το όνειρό σου πραγματικότητα».

Τελικά, στα παιδιά και στην (αληθινή) τέχνη δεν μπορείς ποτέ, μα ποτέ, να πεις ψέματα.