Σε ολοήμερη συνεδρίαση η Ολομέλεια της κυπριακής Βουλής θα συζητήσει αύριο (Τρίτη) την 1200 σελίδων Έκθεση της Επιτροπής Θεσμών για την κατάρρευση της οικονομίας, τον Μάρτιο του 2013, που οδήγησε στην συνομολόγηση οδυνηρού μνημονίου και στο «κούρεμα» των ανασφάλιστων καταθέσεων.
Στην έκθεση περιλαμβάνεται και κεφάλαιο για τις εκροές την «κλειστή» περίοδο του περασμένου Μαρτίου, χωρίς όμως να καταγράφονται ονόματα, αφού οι σχετικοί κατάλογοι τυγχάνουν διερεύνησης από την Κεντρική Τράπεζα. Επίσης, γίνεται αναφορά για το χρηματισμό πολιτικών προσώπων, κομμάτων, ΜΜΕ και στο δανεισμό των Μονών Βατοπεδίου, Σίμωνος Πέτρας και Εμμαούς από τις Τράπεζες Μαρφίν και Λαϊκή.

Ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών, Δημήτρης Συλλούρης, τόνισε ότι, μετά την ολοκλήρωση της έκθεσης για την οικονομική τραγωδία, «πρέπει να δουλέψει το σύστημα της δικαιοσύνης».

Είπε, επίσης, ότι έχει ήδη καθυστερήσει αρκετά η απονομή δικαιοσύνης, ενώ υπάρχει κίνδυνος να χαθούν στοιχεία.
Σε δηλώσεις στο ΡΙΚ ο κ. Συλλούρης υποστήριξε ότι «κάποιοι τραπεζίτες θα έπρεπε ήδη να είχαν ανακριθεί και να είχαν λογοδοτήσει».
Απαίτηση της κοινωνίας, είπε, ο κύριος Συλλούρης, είναι να διαλευκανθεί το σκάνδαλο και οι αίτιοι να υποστούν τις συνέπειες.
Αναφερόμενος στην έκθεση είπε ότι υπάρχουν αντικειμενικές και υποκειμενικές ευθύνες, που αφορούν διάφορες περιόδους.
Αναφέρθηκε στο «κούρεμα» ελληνικών ομολόγων και δήλωσε ότι «η Κύπρος έχασε τεσσεράμισι δισεκατομμύρια, ενώ η τότε κυβέρνηση σφύριζε αδιάφορα».
Υπουργός Οικονομικών ήταν τότε ο κ. Κίκης Καζαμίας και ο κύριος Συλλούρης διερωτήθηκε, αν οι λόγοι της παραίτησής του είχαν σχέση και με το θέμα αυτό, δηλαδή, επειδή δεν έγιναν κάποια πράγματα που έπρεπε να γίνουν.

Ο κύριος Συλλούρης αναφέρθηκε στην περίοδο της έγκρισης 1,8 δισεκατομμυρίων για στήριξη της Λαϊκής, που αύξησε τον ELA σε έξι δισεκατομμύρια σε 42 ημέρες.
Έκανε επίσης λόγο για παραπλάνηση της Βουλής, προκειμένου να εγκρίνει το ποσό αυτό.
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Κίκης Καζαμίας, απάντησε ότι οι επικρίσεις για τη στάση της Κύπρου στο θέμα του «κουρέματος» του ελληνικού χρέους έγιναν πέντε μήνες ύστερα από την απόφαση.

Ανέφερε ακόμα ότι οι επικριτές του Δημήτρη Χριστόφια θα τον κατηγορούσαν περισσότερο, εάν δεν αποδεχόταν.
Οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είπε ο κ. Καζαμίας, τόνιζαν ότι, αν δεν γινόταν αποδεκτό το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, η Ελλάδα θα χρεοκοπούσε την επόμενη.
Για τους λόγους της παραίτησής του ο κύριος Καζαμίας είπε ότι ήταν καθαρά προσωπικοί και αφορούσαν θέματα υγείας.

Το ΑΚΕΛ σχολιάζοντας την έκθεση της Επιτροπής Θεσμών θεωρεί ότι μια αντικειμενική ανάγνωση των γεγονότων «οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι μια μικρή ομάδα ηγετικών στελεχών των δύο μεγάλων κυπριακών τραπεζών, με πράξεις, ή παραλείψεις, συνεπικουρούμενη από πλημμελή εποπτεία σε επίπεδο Κεντρικής Τράπεζας, οδήγησαν στην οικονομική καταστροφή και κατέστησαν αναγκαία την αναζήτηση εξωτερικού δανεισμού, με ιδιαίτερα επαχθείς όρους για τον κυπριακό λαό».
Η έκθεση, αναφέρει ανακοίνωση του ΑΚΕΛ, μπορεί να αποτελέσει επιπρόσθετο εργαλείο για τις ανακριτικές και διωκτικές αρχές, αφού πτυχές των δραστηριοτήτων και γεγονότων που καταγράφονται, πιθανό να εμπίπτουν στη σφαίρα της ποινικής έρευνας που βρίσκεται σε εξέλιξη και η οποία, μέσα από διαδικασίες που θα σέβονται το κράτος δικαίου, θα θέσουν ενώπιον της δικαιοσύνης τους πρωταίτιους του οικονομικού σκανδάλου.

Ο πρόεδρος του ΔΗΚΟ, Νικόλας Παπαδόπουλος, δήλωσε ότι η έκθεση της Επιτροπής Θεσμών «συμβάλλει σημαντικά στον καταλογισμό ευθυνών για την οικονομική κρίση».
Θα πρέπει, πρόσθεσε να αξιοποιηθεί άμεσα από τη Νομική Υπηρεσία, «ώστε να φτάσουμε, επιτέλους, σε αυτό που ο κάθε πολίτης ζητά: την τιμωρία των ενόχων».
Η έκθεση ζητά από τις ανακριτικές αρχές να κάνουν έλεγχο για τις διαδικασίες και τους όρους παραχώρησης δανείων με χαριστικούς τόκους, σε άτομα και εταιρείες.
Επίσης, διατυπώνεται το ερώτημα, γιατί η Κεντρική Τράπεζα δεν έλαβε οποιαδήποτε μέτρα, όταν ο τέως διοικητής της ανέφερε σε συνεδρία της Επιτροπής Θεσμών ότι παρακολουθούσε τις δηλώσεις Γερμανών αξιωματούχων, αλλά και τα δημοσιεύματα για «κούρεμα» από τις αρχές του 2013.

Η Επιτροπή εισηγείται λεπτομερή έλεγχο για να βρεθούν οι συναλλαγές, για τις οποίες είναι πολύ εμφανές ότι υπήρξε εσωτερική προνομιακή πληροφόρηση.
Στην έκθεσή της η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα κυπριακά τραπεζικά ιδρύματα στην πλειονότητα τους δεν τηρούσαν απολύτως και σε όλες τις περιπτώσεις τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις σχετικές ευρωπαϊκές οδηγίες και την εθνική νομοθεσία και ειδικά αυτήν για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Η Επιτροπή Θεσμών διαπιστώνει ότι οι τράπεζες παραπλάνησαν το κοινό, αφού με βάση τις οδηγίες της Ε.Ε. μπορούσαν μονομερώς να μην καταβάλουν τόκους και να μετατρέψουν τα αξιόγραφα σε μετοχές, γεγονός που οι επενδυτές στις περισσότερες περιπτώσεις δεν γνώριζαν. Συναφώς γίνεται έκκληση στις αρχές για επίσπευση των διαδικασιών εκδίκασης των υποθέσεων αξιογράφων, “ώστε να αποζημιωθούν οι εξαπατηθέντες.

Σε σχέση με το διατραπεζικό δανεισμό της Λαϊκής Τράπεζας η Επιτροπή εξάγει το συμπέρασμα, αναφέρεται στην έκθεση, ότι διαχρονικά υπήρξε εκ μέρους της διοίκησης της μια στρατηγική «φορτώματος» διατραπεζικού χρέους της τράπεζας στην Κύπρο και αντιστρόφως ανάλογα «ξεφορτώματος» διατραπεζικού χρέους της τράπεζας από τον ελλαδικό χώρο.

Σημειώνεται περαιτέρω ότι η υπερφόρτωση αυτή του χρέους στην Κύπρο ανάγκασε τη διοίκηση να προβεί σε περαιτέρω δανεισμό και σε ταυτόχρονη άντληση έκτακτης ρευστότητας και μεταφορά του ενδεχομένως στον ελλαδικό χώρο για μείωση του διατραπεζικού δανεισμού στην Ελλάδα. «Αυτό όμως, κατά την άποψη της Επιτροπής, και σε συνδυασμό με την απώλεια των καταθέσεων υπήρξε και ο βασικότερος λόγος της συνεχούς αύξησης του ELA, που επέφερε όλες τις δραματικές συνέπειες και την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Κύπρο», σημειώνεται στην έκθεση.

Σε ό,τι αφορά στην έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα και την κρατική στήριξη με 1,8 δισεκ. ευρώ της Λαϊκής, η Επιτροπή διαπιστώνει την αδράνεια, αλλά και την έλλειψη υπευθυνότητας των κρατικών αρμοδίων, που δεν ενήργησαν έγκαιρα και στον κατάλληλο χρόνο που επιτρεπόταν, δηλαδή αμέσως μετά το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, ώστε να εντάξουν τη χώρα στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, εφόσον η κυβέρνηση ευθύς εξαρχής δεν ήταν σε θέση να παρέχει στήριξη και εφόσον δεν μπορούσε να παράσχει χρηματοδότηση για ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής Τράπεζας.

Εκτενής αναφορά στην έκθεση γίνεται στην πολύκροτη υπόθεση της Μονής Βατοπεδίου, η οποία απασχόλησε και την Ελληνική Βουλή. Σχετικά η Επιτροπή της κυπριακής Βουλής διαπιστώνει ότι «υπήρξε αδράνεια εκ μέρους των αρμόδιων κυπριακών εποπτικών αρχών σε σχέση με τη διερεύνηση των στοιχείων και πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο πόρισμα της Βουλής των Ελλήνων για το σκάνδαλο του Βατοπεδίου, προκειμένου να επαληθευτούν τα γεγονότα που καταγράφονται σε αυτό και συνδέονται με τα αίτια της οικονομικής κρίσης στην Κύπρο. Συγκεκριμένα, οι αναφορές στο πόρισμα της Βουλής των Ελλήνων, σύμφωνα με τις οποίες οι ελληνικές αρχές αντιμετώπισαν δυσκολίες στη συνεργασία τους με τις αρμόδιες κυπριακές αρχές σε σχέση με το άνοιγμα λογαριασμών κυπριακών εταιρειών προβλημάτισαν ιδιαίτερα την επιτροπή και πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διερεύνησης για το ενδεχόμενο ύπαρξης θεσμικών ευθυνών».

Ειδικότερα, σε σχέση με το ζήτημα των επενδυτικών δραστηριοτήτων της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου μέσω των εταιρειών “Rassadel” και “Madeus”, η Επιτροπή της κυπριακής Βουλής εκφράζει την απορία «πώς είναι δυνατόν από τη μια να αναφέρεται στο πόρισμα της Βουλής των Ελλήνων ότι οι εν λόγω εταιρείες ασκούσαν επενδυτικές δραστηριότητες, η πρώτη χωρίς την ύπαρξη σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και η δεύτερη με βάση τέτοια σύμβαση, και από την άλλη η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου να δηλώνει σε επιστολή της, ημερομηνίας 13 Ιανουαρίου 2014, ότι «θα ήταν δύσκολο να στοιχειοθετηθεί» ότι οι ενέργειες του μετόχου των υπό αναφορά εταιρειών ενέπιπταν στις πρόνοιες της νομοθεσίας περί Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) και ειδικότερα στις διατάξεις που ρυθμίζουν την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών χωρίς την κατοχή άδειας». Περαιτέρω, την επιτροπή προβληματίζει η έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους οποιασδήποτε αρχής τόσο σε σχέση με τις αντιφατικές δηλώσεις για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εταιρειών “Rassadel” και “Madeus” (βλ. πόρισμα της Βουλής των Ελλήνων στο Κεφάλαιο 4 του Πρώτου Μέρους) όσο και για το γεγονός ότι βάσει της πληροφόρησης από το Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη οι εν λόγω εταιρείες δεν έχουν υποβάλει ετήσια έκθεση στο εν λόγω τμήμα από την ημερομηνία της εγγραφής τους.

Στην Έκθεση της Επιτροπής Θεσμών της κυπριακής Βουλής αναφέρεται ακόμη ότι: «δεδομένης της αναφοράς στο πόρισμα της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων σε “αποδεδειγμένη ψευδορκία” του κ. Α. Κοιρανίδη, στην οποία προέβη μέσω των καταθέσεών του, καθώς και σε πλήθος αντιφατικών στοιχείων που προέκυψαν μέσω της στοιχειοθετημένης έρευνας της Προανακριτικής Επιτροπής επί συγκεκριμένων παραβάσεων σε Ελλάδα και Κύπρο, που εκλαμβάνονται από την Ειδική Επιτροπή “ως ιδιαίτερα ενοχοποιητικό στοιχείο για τον Α. Κοιρανίδη, αλλά και τους λοιπούς εμπλεκόμενους φορείς, το οποίο πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο άμεσης εισαγγελικής έρευνας”, το εν λόγω ζήτημα θα πρέπει να απασχολήσει τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας».

Εκτενής αναφορά γίνεται στην εξαγορά της Uniastrum από την Τράπεζα Κύπρου. Η Επιτροπή παραθέτει τις αξιολογήσεις διεθνών οίκων, στα στοιχεία από εκθέσεις δέουσας επιμέλειας κ.ά., αναφέρεται σε ανορθόδοξο δανεισμό της Uniastrum πριν από την εξαγορά της και σημειώνεται ότι θα πρέπει να διεξαχθεί έρευνα για την έγκριση από την ΚΤΚ της Uniastrum πριν ολοκληρωθεί η έκθεση δέουσας επιμέλειας. Θα πρέπει, επίσης, αναφέρει να τύχει ενδελεχούς έρευνας το ενδεχόμενο διενέργειας παράνομων πληρωμών και δωροδοκιών ύψους 50 εκ. που αφορούσαν την εξαγορά της Uniastrum σε πέντε πρόσωπα.

Σε ό,τι αφορά την Banka Transilvania, εκτός των άλλων, γίνεται αναφορά σε «χειραγώγηση της αγοράς», και ότι «φαίνεται ότι έχει γίνει προσπάθεια παραπλάνησης των ρουμανικών διωκτικών αρχών από τους αξιωματούχους της Τράπεζας Κύπρου και ενδεχομένως από ιδιωτικό ελεγκτικό οίκο».

Για την πώληση των ελλαδικών δραστηριοτήτων των κυπριακών τραπεζών η Επιτροπή διατυπώνει την άποψη ότι «ήταν εξαιρετικά επιζήμια για το κυπριακό χρηματοπιστωτικό σύστημα και δεν έπρεπε να πραγματοποιηθεί ή τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που τελικά πραγματοποιήθηκε».

Η Επιτροπή, προστίθεται, εκτιμά ότι η ζημιά για την Κύπρο μπορεί να ανέρχεται στο ποσόν των 3,5 δισεκ. ευρώ «με εμφανή οφέλη για την Τράπεζα Πειραιώς».