Λίγα μόλις 24ωρα πριν την κατάθεση του πρώτου προϋπολογισμού της κυβέρνησης Άμποτ, όλα δείχνουν ότι οι υποσχέσεις που έδινε προεκλογικά ο σημερινός πρωθυπουργός ότι η κυβέρνησή του δεν επρόκειτο να αυξήσει ή επιβάλλει νέους φόρους, δεν ήταν παρά κενά λόγια.
Αν οι φήμες που έχουν πλέον κατακλύσει την επικαιρότητα ευσταθούν, η κυβέρνηση την Τρίτη θα ανακοινώσει τουλάχιστον δύο νέους φόρους.
Ο ένας εξ αυτών αφορά μόνο όσους έχουν ετήσιο εισόδημα $180,000 και άνω, οι οποίοι φημολογείται ότι θα «χτυπηθούν» με έναν επιπρόσθετο φόρο της τάξης του 2% πάνω στο εισόδημά τους. 

Η αύξηση του φόρου καυσίμων, όμως, αναμένεται να «χτυπήσει» όλους τους πολίτες της χώρας και, ιδιαίτερα, τις ευάλωτες οικονομικά τάξεις καθώς θα έχει ως συνέπεια την αύξηση του κόστους ζωής.

Σύμφωνα με τα όσα έχουν γίνει μέχρι στιγμής γνωστά από κυβερνητικούς κύκλους, ο Θησαυροφύλακας, Joe Hockey, αναμένεται την Τρίτη να ανακοινώσει την απελευθέρωση του φόρου καυσίμων που για 13 χρόνια τώρα παρέμενε σταθερός στα 38,1 σεντς ανά λίτρο. Η κυβέρνηση μελετά τώρα την απελευθέρωση του φόρου καυσίμων και την τιμαριθμική διαμόρφωσή του. Το μέτρο αυτό θα έχει ως άμεση συνέπεια την αύξηση του φόρου καυσίμων έως και 3 σεντς το λίτρο κατά τον πρώτο χρόνο, γεγονός που σημαίνει ότι τα συνολικά έσοδα από το συγκεκριμένο φόρο θα φτάσουν τα $1,6 δις τον πρώτο χρόνο και τα 3,7 δις την επόμενη τετραετία.
Ο φόρος καυσίμων σταθεροποιήθηκε στα 38,1 σεντς το 2001 από την τότε, επίσης κυβέρνηση του Συνασπισμού, της οποίας ηγείτο ο Τζον Χάουαρντ. Ο τότε πρωθυπουργός αναγκάστηκε να παγώσει το συγκεκριμένο φόρο μετά από σωρεία αντιδράσεων εκ μέρους των βουλευτών του, αλλά και των πολιτών, λόγω της παράλληλης επιβολής του φόρου προστιθέμενης αξίας (GST).

Κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι η κυβέρνηση προτίθεται να χρησιμοποιήσει τα έσοδα που θα προκύψουν από την αύξηση του φόρου καυσίμων στην κατασκευή έργων υποδομής και αυτό, κυρίως, για να μειώσει τις αρνητικές αντιδράσεις των ψηφοφόρων που θα δουν τον πρωθυπουργό να αθετεί για μία ακόμα προεκλογική του υπόσχεση.

Ο αύξηση του φόρου καυσίμων δεν πρόκειται να «βάλει χέρι» στο πορτοφόλι των 13 εκατ. οδηγών της χώρας, αλλά όλων των πολιτών της χώρας καθώς θα έχει ως συνέπεια την αύξηση των τιμών όλων των προϊόντων, των εισιτηρίων και σειράς καταναλωτικών αγαθών. Την ίδια στιγμή, αν αυτές οι αυξήσεις συνοδευθούν και από την καθιέρωση πληρωμής επίσκεψης στον οικογενειακό γιατρό και μείωση της αποζημίωσης που λαμβάνουν οι χαμηλόμισθες τάξεις για φάρμακα, τότε οι συνέπειες για τους οικονομικά ευπαθείς εκτιμάται ότι θα είναι οδυνηρές.

Οι φήμες για την επιβολή νέων φόρων έχουν αρχίσει πλέον να πλήττουν την αξιοπιστία της κυβέρνησης Άμποτ και έχουν προκαλέσει σωρεία αντιδράσεων από την επιχειρηματική κοινότητα της χώρας που προειδοποιεί τον κ. Άμποτ ότι αν, τελικά, προχωρήσει στην εφαρμογή τους, θέτει σε κίνδυνο την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας.

Μάλιστα, ο γενικός διευθυντής του Australian Industry Group, Innes Willcox, δήλωνε χθες ότι αν η κυβέρνηση αυξήσει τον φόρο καυσίμων πρέπει να αυξήσει παράλληλα και το ποσόν των φορολογικών εκπτώσεων που έχουν αυτή τη στιγμή οι επιχειρήσεις για την κατανάλωση καυσίμων το γνωστό ως fuel tax rebate.  O κ. Willcox προειδοποίησε τον πρωθυπουργό ότι η αύξηση του φόρου καυσίμων τη δεδομένη χρονική στιγμή θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας.
Στο πλευρό των επιχειρηματιών της χώρας τάχθηκε και το Institute of Public Affairs, ένας γνωμοδοτικός οργανισμός που μέχρι σήμερα θεωρείτο ο μεγαλύτερος σύμμαχος της κυβέρνησης Άμποτ. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Aaron Lane, ερευνητής του Ινστιτούτου, η αύξηση του φόρου καυσίμων  μπορεί μακροπρόθεσμα να κάνει κακό στην οικονομία της χώρας.

Την ίδια στιγμή, όμως, που η κυβέρνηση ετοιμάζεται να «ξαφρίσει» το πορτοφόλι όλων μας μέσω του φόρου καυσίμων, θα συνεχίζει σε ετήσια βάση να πληρώνει $3 δις ετησίως στις εξορυκτικές εταιρίες και τους γαιοκτήμονες, μέσω φοροαπαλλαγών που τόσο ο εξορυκτικός όσο και ο αγροτο-κτηνοτροφικός τομέας της χώρας λαμβάνουν για την κατανάλωση καυσίμων, το γνωστό diesel tax rebate.

Φημολογείται ότι η κυβέρνηση μελετούσε την κατάργηση του diesel tax rebate, αλλά μετά από έντονες αντιδράσεις βουλευτών του Εθνικού Κόμματος -που εκπροσωπεί μεγάλη μερίδα γαιοκτημόνων-, αλλά και της υπουργού Εξωτερικών, Julie Bishop, η οποία και εκλέγεται στην Δ. Αυστραλία, Πολιτεία των εξορυκτικών επιχειρήσεων, απέρριψε την κατάργηση αυτών των φοροαπαλλαγών.

Τώρα, τόσο οι Εργατικοί όσο και οι Πράσινοι δηλώνουν αποφασισμένοι να μπλοκάρουν στην Γερουσία την εφαρμογή κάθε μέτρου που δεν συνάδει με τις προεκλογικές υποσχέσεις του κ. Άμποτ.

Ο αρχηγός του Εργατικού Κόμματος, Bill Shorten, αρνήθηκε να σχολιάσει άμεσα τις φήμες περί αύξησης του φόρου καυσίμων, λέγοντας ότι οι φήμες είναι φήμες, ότι το κόμμα του γνωρίζει ότι υπάρχουν εκατομμύρια νοικοκυριά σε όλη την Αυστραλία που καταφέρνουν να ανταπεξέλθουν στις καθημερινές τους οικονομικές υποχρεώσεις με μεγάλη δυσκολία και ότι όταν τελικά η κυβέρνηση θα καταθέσει τον προϋπολογισμό η Αντιπολίτευση θα κάνει το καθήκον της.

Ο υπαρχηγός των Πρασίνων, Adam Bandt, ήταν πιο επιθετικός προς την κυβέρνηση που, όπως είπε, αντί να καταργήσει τις φοροαπαλλαγές στις μεγάλες εξορυκτικές εταιρίες, επιλέγει να φορολογήσει τους ευάλωτους οικονομικά πολίτες της χώρας.