Πριν λίγες μέρες, την 1η Οκτωβρίου, γιορτάσαμε την Παγκόσμια Ημέρα για τη Τρίτη Ηλικία και την Ελλάδα την αφορά όσο λίγες χώρες στον κόσμο, γιατί έχει από τα υψηλότερα ποσοστά ηλικιωμένων σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό της χώρας.

Ο θεσμός της οικογένειας είναι το κύτταρο της ελληνικής κοινωνίας. Βασίζεται σε αξίες που έχουν περάσει απαράλλαχτες μέσα από το χρόνο, από τις οποίες οι πιο αναμφισβήτητα σημαντικές είναι η αγάπη, η φροντίδα, η αλληλεγγύη και το πατροπαράδοτο… ελληνικό «φιλότιμο». Αυτές τις ίδιες αξίες και αρχές καλούνται οι Έλληνες της νέας γενιάς να κάνουν πράξη στο έργο φροντίδας της ολοένα και αυξανόμενης μερίδας ηλικιωμένων μέσα στην ελληνική κοινωνία.
Οι ηλικιωμένοι είναι οι ίδιοι άνθρωποι που κάποτε μόχθησαν με όλες τους τις δυνάμεις – σωματικές και ψυχικές – έχτισαν τις δικές τους οικογένειες και φρόντισαν τα άτομα που εξαρτιούνταν από αυτούς. Τώρα βρίσκονται αποδυναμωμένοι κάτω από το βάρος των χρόνων και σε αρκετές περιπτώσεις των ασθενειών και της αδιαφορίας.

Οι ηλικιωμένοι λειτούργησαν και λειτουργούν διαχρονικά ως συνεκτικός παράγοντας της ελληνικής κοινωνίας. Στηρίζουν παραδοσιακά την ελληνική οικογένεια και έχουν ενεργό συμμετοχή στη συνεχιζόμενη διαμόρφωση και διαπαιδαγώγηση της οικογένειας με τους εξής τρόπους:
* συμβάλουν οικονομικά με τη σύνταξή τους,
* βοηθούν σε δουλειές του σπιτιού,
* φροντίζουν τα πιο νεαρά μέλη της οικογένειας, τα εγγόνια.
* μεταδίδουν στις νεότερες γενιές τη γνώση και την εμπειρία χρόνων.

Για τους Έλληνες η Τρίτη Ηλικία ευτυχώς παραμένει ακόμα μια άμεση οικογενειακή υπόθεση. Με βάση πρόσφατες έρευνες και στοιχεία, είναι αποδεδειγμένο ότι η ελληνική οικογένεια πολύ δύσκολα αποχωρίζεται τα ηλικιωμένα μέλη της και προτιμά να αναλαμβάνει άμεσα τη φροντίδα των γερόντων με ποικίλους τρόπους όπως,
* προσφορά και παροχή βοήθειας σε καθημερινές πράξεις αυτοσυντήρησης
* αγορά τροφίμων, πληρωμή λογαριασμών, μετακινήσεις
* μέριμνα για ιατρικές εξετάσεις, μεταφορά στο νοσοκομείο
* χορήγηση φαρμάκων και υπενθύμιση για τη λήψη τους
* καθαριότητα και συντήρηση της κατοικίας τους
* διαχείριση των οικονομικών τους και άλλων υποθέσεων με εξουσιοδότηση κ.ά.
Παρ΄ όλα αυτά, ο μέσος Έλληνας της σύγχρονης κοινωνίας αντιμετωπίζει όλο και μεγαλύτερες δυσκολίες στην προσπάθεια που καταβάλει ως προς τη φροντίδα των ηλικιωμένων μελών της οικογένειάς του, με αποτέλεσμα, η φροντίδα αυτή να παίρνει το χαρακτήρα μιας ολοένα και βαρύτερης υποχρέωσης στην καθημερινότητα των εργαζόμενων Ελλήνων.
Επιγραμματικά μερικές από τις δυσκολίες αυτές είναι:
* έλλειψη χρόνου (απαιτητικές δουλειές, μακρά ωράρια)
* έλλειψη οικονομικής ευχέρειας (εφόσον και 2 μισθοί συνήθως είναι ανεπαρκείς για να καλύψουν τις οικονομικές υποχρεώσεις δανείων, σχολείων και εξωσχολικών δραστηριοτήτων για τα παιδιά, κτλ)
* έλλειψη εξειδικευμένων μέσων για περιπτώσεις ηλικιωμένων με αναπηρία
* έλλειψη υπομονής και ‘κουράγιου’ από τους νέους
* είναι πια δεδομένο ότι οι περισσότερες από τις γυναίκες δουλεύουν
Έτσι, από την ελληνική πραγματικότητα έχει παρατηρηθεί ότι αρκετοί ηλικιωμένοι προτιμούν απλά να μένουν μόνοι τους, συνήθως σε ξεχωριστό χώρο μέσα στην κατοικία των παιδιών τους ή σε κοντινό σπίτι, παραμένοντας όμως πάντα δίπλα στα παιδιά τους. Αυτό τους βοηθά να διατηρούν ένα βαθμό αυτονομίας και αξιοπρέπειας την οποία μόχθησαν να κερδίσουν οι ίδιοι στη ζωή τους.
Ο κ. Ευάγγελος, στα 75 του χρόνια, μένει στο δικό του σπίτι. «Δεν έχω παράπονο. Τα παιδιά μου με φροντίζουν και μου έχουν φέρει μια καλή κυρία να με κοιτάει όταν λείπουν. Τι τα θες, εμείς τα γερόντια μόνο βάρος είμαστε…»
Υπάρχουν, σαφώς, ηλικιωμένοι που βρίσκονται ήδη σε αρκετά επιβαρημένη κατάσταση υγείας και οι οποίοι χρειάζονται τη διαρκή παροχή φροντίδας και παρακολούθησης από άλλους.
Οι άνθρωποι αυτοί, δεν πρόκειται να χτυπήσουν καμία πόρτα ζητώντας βοήθεια. Είτε γιατί δεν ξέρουν ποια πόρτα να χτυπήσουν είτε γιατί δεν μπορούν. Εμείς έχουμε την υποχρέωση να χτυπήσουμε την δική τους πόρτα, να τους πιάσουμε το χέρι, να τους δώσουμε λίγη ζεστασιά. Να αντικαταστήσουμε ή να αναπληρώσουμε την απουσία της οικογένειάς τους, των δικών τους ανθρώπων, που είτε είχαν και έχασαν είτε έχουν αλλά ζουν μακριά. Και τότε, θα ξαναβρούν το χαμόγελό τους, θα μας ανταποδώσουν πολλαπλάσια από την αγάπη που εμείς θα τους δώσουμε.
Η κ. Δέσποινα λέει: «Xρειαζόμαστε την επαφή με τον κόσμο γιατί αυτή την εποχή έχει χαθεί η επικοινωνία».
Αυτό το κενό της οικογενειακής ζεστασιάς, της επαφής, για τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας καλείται να το καλύψει η Εκκλησία, η Κοινότητα, ο Δήμος με την δημιουργία Κέντρων Φροντίδας Ηλικιωμένων και με την προώθηση της κοινωνικής συμμετοχής των ηλικιωμένων η οποία επιτυγχάνεται:
– με τις διαπροσωπικές σχέσεις
– με τη διαρκή αναζήτηση νέων ενδιαφερόντων
– με την απασχόληση και μετά τη σύνταξη
– με την αναγνώριση των ηλικιωμένων ως ενεργών πολιτών και φορέων εμπειρίας
– και μέσω κοινωνικών προγραμμάτων δραστηριοποίησης

Οι περισσότερες έρευνες επιβεβαιώνουν ότι, αν και οι ηλικιωμένοι συνηθίζουν να παγιώνουν στάσεις και πεποιθήσεις, εντούτοις αντιδρούν κατά τον ίδιο τρόπο στην αλλαγή και στα νέα ερεθίσματα και αλλάζουν τις απόψεις τους με τον ίδιο ρυθμό, όπως και οι νεαρότεροι.
Αν και μαθαίνουν δυσκολότερα νέες τεχνικές, διαθέτουν περισσότερα κίνητρα για μάθηση, γεγονός που εξισορροπεί όποια αδυναμία. Ουσιαστικά μεταβάλλεται ο ρυθμός μάθησης και όχι η ικανότητα μάθησης. Όσο περισσότερο συμμετέχουν σε κοινωνικές δραστηριότητες και όσο περισσότερες ευθύνες αναλαμβάνουν, τόσο μειώνεται ο κίνδυνος ψυχικών διαταραχών και κατά συνέπεια τα συμπτώματα κατάθλιψης.
Ένας ακόμη μύθος που καταρρίπτεται είναι ο μύθος της απώλεια μνήμης όπου σε νεαρότερη ηλικία είναι εξίσου συχνή, αλλά αποδίδεται στο άγχος, στον φόρτο εργασίας και στις βιοτικές μέριμνες, ενώ μετά τα 65 αποδίδεται αποκλειστικά και εσφαλμένα μόνο στο γήρας.

ΤΙ ΑΛΛΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ;

Σύμφωνα με το καταστατικό των Ηνωμένων Εθνών, καθώς οι άνθρωποι σ’ όλη την υφήλιο ζουν όλο και περισσότερο, είναι προς το συμφέρον ολόκληρης της ανθρωπότητας να ενθαρρύνει και να ενισχύσει την παραγωγική, ενεργή και υγιή διαδικασία της γήρανσης. Ολόκληρος ο κόσμος αναμένει να ωφεληθεί από μια ισχυρή τρίτη ηλικία που θα έχει τη δυνατότητα να συνεισφέρει σημαντικά στην αναπτυξιακή διαδικασία και στο έργο της οικοδόμησης πιο παραγωγικών, ειρηνικών και σύγχρονων κοινωνιών.

Το θέμα αυτό αποτελεί μια πρόσκληση προς όλες τις κοινότητες να εργασθούν για πολιτικές και προγράμματα που θα επιτρέψουν στους ηλικιωμένους να ζήσουν σ’ ένα περιβάλλον που ενισχύει τις δυνατότητές τους, προάγει την ανεξαρτησία τους ενώ τους προσφέρει στήριγμα και φροντίδα καθώς γηράσκουν.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εξασφαλίσουμε τη στέγαση, τη μετακίνηση και τους άλλους όρους ζωής που επιτρέπουν στους ανθρώπους να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους για όσο το δυνατόν περισσότερο και να παραμείνουν δραστήριοι μέσα στις κοινότητές τους. Εξίσου σημαντικό είναι να αναγνωρίζεται και να γίνεται σεβαστή η αξιοπρέπεια, το κύρος, η σοφία και η παραγωγικότητα των ηλικιωμένων σε όλες τις κοινωνίες και ιδιαίτερα ο ρόλος τους ως εθελοντών και ατόμων που προσφέρουν σε όλες τις ηλικίες.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οι μύθοι για την τρίτη ηλικία είναι δημιούργημα της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας, που συνδέει την αξία με την παραγωγή και την ικανότητα πλουτισμού ή συγκέντρωσης πόρων. Στην αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο, στα 400 χρόνια της σκλαβιάς, στους Aboriginals της Αυστραλίας, όπως και στους ανατολικούς πολιτισμούς, οι γέροντες είναι πρόσωπα σεβαστά και φορείς των γνώσεων, της εμπειρίας, των παραδόσεων και της σοφίας.
Οι ηλικιωμένοι ξέρουν ότι ακόμα έχουν να προσφέρουν πολλά, αλλά αισθάνονται ότι η κοινωνία, τούς αρνείται αυτό το δικαίωμα.
Η αντιδήμαρχος μιας ελληνικής πόλης είπε:
«Ανάμεσα στα μαγαζιά, στις ταβέρνες και στα κέντρα διασκέδασης της πόλης, όπου μέρα και νύχτα σφύζουν από την ζωντάνια των νέων, κάποιοι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας βρίσκονται κλεισμένοι στα σπίτια τους, με κατεβασμένες τις κουρτίνες. Μπορούν μόνο να υποψιάζονται πλέον πως έξω υπάρχει ζωή, μπορούν να ακούν τις φωνές και όχι πάντα, μπορούν μόνο να φαντάζονται πως υπάρχει ήλιος. Η ανημπόρια, τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζουν, σωματικά ή και άλλα, τους έχουν καθηλώσει μέσα στους τέσσερις τοίχους των σπιτιών τους, και κείνο που περισσότερο απ’όλα τους πληγώνει, είναι η μοναξιά».
Οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας, δεν είναι λοιπόν κατ’ ανάγκη όλοι τους εγκαταλελειμμένοι. Κάποιοι έχουν οικογένειες που όμως κι αυτές πρέπει να βγουν έξω για εργασία και άλλες υποχρεώσεις. Ούτε όλοι είναι οικονομικά ανήμποροι. Σίγουρα όμως, όλοι τους βιώνουν την μοναξιά, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Μια μοναξιά που δεν έχουν την δυνατότητα να καταπολεμήσουν, δεν είναι εύκολο να χτυπήσουν την πόρτα κανενός λέγοντας το πρόβλημα τους. Κι όταν κάποιος χτυπήσει την δική τους, δεν είναι πολύ εύκολο να τον εμπιστευτούν… Σε αυτό ακριβώς το πρόβλημα, έχουν την υποχρέωση να σκύψουν η εκκλησία, οι φορείς, τα κέντρα, οι κοινωνικές υπηρεσίες.

«Μην περιμένουμε να έρθει κανείς άνθρωπος δυστυχισμένος να μας χτυπήσει την πόρτα. Έχουμε την υποχρέωση να πάμε εμείς σε κείνους να χτυπήσουμε την δική τους. Πρώτα πρέπει να μας εμπιστευτούν. Πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν είναι τόσο μεγάλο το οικονομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν κάποιοι ηλικιωμένοι όσο το πρόβλημα της μοναξιάς. Παρέα και αγάπη μπορούμε να τους προσφέρουμε».