Την περασμένη εβδομάδα από την στήλη αυτή έκανα μια γενική ανασκόπηση των αιτίων που οδήγησαν στην έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου (Α΄ Π. Π.) το 1914, και στις ολέθριες συνέπειές του σε απώλεια ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων, υλικές καταστροφές, και στη διάλυση τριών μεγάλων αυτοκρατοριών, της Γερμανικής, της Αυστροουγγρικής και της Οθωμανικής.

Την εποχή που ξέσπασε ο πόλεμος η Ελλάδα μόλις είχε βγει μέσα από δύο Βαλκανικούς Πολέμους, 1912-1913, αποτέλεσμα των οποίων, με την επιδέξια πολιτική του Πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, ήταν η εδαφική έκταση του ελληνικού κράτους να διπλασιασθεί, και από 63.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα να φτάσει τις 120.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ο πληθυσμός από 2.632.000 κατοίκους έφτασε στα 4.718.000 κατοίκους.
Η Ελλάδα μπήκε στον Α΄ Π. Π. τον Μάιο του 1917, κοντά τρία χρόνια μετά την έναρξή του, στο πλευρό της Τριπλής Συνεννόησης (Αντάντ) Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Όπως θα δούμε, τα τρία χρόνια από το 1914 μέχρι το 1917 σημαδεύτηκαν από εσωτερικές εντάσεις και τον Εθνικό Διχασμό μεταξύ των βενιζελικών και των φιλοβασιλικών.

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε φιλογερμανικά αισθήματα, καθότι η σύζυγός του Σοφία ήταν αδελφή του αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμου Β΄, και παράλληλα πίστευε πως η Τριπλή Συμμαχία, κύριο μέλος της οποίας ήταν η Γερμανία, θα κέρδιζε τον πόλεμο. Για τους λόγους αυτούς ο Κωνσταντίνος είχε ταχθεί υπέρ της ουδετερότητας της Ελλάδας.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν της γνώμης πως αν η Ελλάδα παρέμενε ουδέτερη, σε περίπτωση που η Αντάντ κέρδιζε τον πόλεμο, θα παραχωρούσε την Μακεδονία στη Σερβία, η οποία είχε ενταχθεί στην Αντάντ, ενώ αν νικούσε η Τριπλή Συμμαχία, η Ελλάδα πάλι θα έχανε την Μακεδονία, την οποία οι Γερμανοί θα την παραχωρούσαν στην σύμμαχό τους Βουλγαρία.

Επιπλέον, ο Βενιζέλος ήταν πεπεισμένος πως όταν η Αντάντ κέρδιζε τον πόλεμο, θα έδινε τη δυνατότητα στην Ελλάδα να επανακτήσει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία τις περιοχές στα παράλια του Αιγαίου Πελάγους στις οποίες το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε, καθώς και την Ανατολική Θράκη.

ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Οι πολεμικές επιχειρήσεις του Α΄ Π. Π. άρχισαν στις 20 Ιουλίου 1914. Λίγους μήνες αργότερα, συγκεκριμένα τον Οκτώβριο του 1914, η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε βγει στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας. Παράλληλα, το δράμα των καταπιέσεων και των εκτοπισμών των ελληνικών πληθυσμών στην Ανατολική Θράκη και στην Μικρά Ασία έπαιρναν όλο και πιο τραγικές διαστάσεις, με την παρακίνηση και καθοδήγηση των γερμανικών στρατιωτικών κύκλων.

Όταν οι Άγγλοι, με τη συμμετοχή της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας, άρχισαν τις επιχειρήσεις εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη χερσόνησο της Καλλίπολης τον Φεβρουάριο του 1915, ο Βενιζέλος, από τη θέση του Πρωθυπουργού, ήταν της άποψης πως και ελληνικά στρατεύματα έπρεπε να πάρουν μέρος στις επιχειρήσεις εκείνες, λόγω των εθνικών διεκδικήσεων στην Ανατολική Θράκη.

Η άρνηση του βασιλιά Κωνσταντίνου να εγκρίνει τη σχετική εισήγηση οδήγησε τον Βενιζέλο σε παραίτησή του από τη θέση του Πρωθυπουργού στα τέλη του Φεβρουαρίου 1915.

Στις εκλογές που είχε προκηρύξει η υπηρεσιακή κυβέρνηση του Δημήτριου Γούναρη τον Μάιο του 1915, η παράταξη του Ε. Βενιζέλου κέρδισε την πλειοψηφία, και ο ίδιος ορκίσθηκε εκ νέου Πρωθυπουργός.

Όταν τον Σεπτέμβριο του 1915 η Βουλγαρία έκανε γενική επιστράτευση, και κήρυξε τον πόλεμο κατά της Σερβίας, ο Βενιζέλος με τη σειρά του εισηγήθηκε να γίνει γενική επιστράτευση και στην Ελλάδα.

Η άρνηση του βασιλιά να υπογράψει το σχετικό διάταγμα για τη γενική επιστράτευση ανάγκασε τον Ε. Βενιζέλο να παραιτηθεί για δεύτερη φορά από τη θέση του Πρωθυπουργού. Η κυβέρνηση που διορίσθηκε από τον Κωνσταντίνο, με Πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, καταψηφίσθηκε στη Βουλή. Ο Στέφανος Σκουλούδης, στον οποίο ο βασιλιάς είχε αναθέσει να σχηματίσει νέα κυβέρνηση, διέλυσε τη Βουλή, και κυβέρνησε τη χώρα με δικτατορικό τρόπο, με τη σύμφωνη γνώμη του Κωνσταντίνου.
Στις αρχές του Οκτωβρίου 1915 οι Άγγλοι και οι Γάλλοι άρχισαν να αποβιβάζουν στην Θεσσαλονίκη στρατεύματα, για τη δημιουργία ενός μετώπου στην Μακεδονία κατά της Βουλγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1916 στην Θεσσαλονίκη είχαν αποβιβασθεί 125.000 Γάλλοι και 100.000 Άγγλοι στρατιώτες.
Τον Μάιο του 1916 η ελληνική κυβέρνηση δεν πρόβαλε αντίσταση στην προέλαση γερμανικών και βουλγαρικών στρατευμάτων στο ελληνικό έδαφος, και στην κατάληψη του οχυρού Ρούπελ.

Με την εισβολή και κατάληψη από τους Βούλγαρους της Ανατολικής Μακεδονίας, και τις εκδιώξεις και κακοποιήσεις των κατοίκων της, σε συνδυασμό με την κατάληψη από τους Ιταλούς της Ηπείρου, παρά το γεγονός ότι είχαν ήδη συμμαχήσει με την Αντάντ, η Ελλάδα κινδύνευε να χάσει τις ελληνικές περιοχές που είχε επανακτήσει με τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913.

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ

Ενόψει αυτών των εξελίξεων, στην Θεσσαλονίκη έγινε κίνημα Εθνικής Άμυνας τον Αύγουστο του 1916, ενώ ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σε συνεννόηση με τον Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και τον Στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή, σχημάτισε δεύτερη Κυβέρνηση, η οποία τον Σεπτέμβριο του 1916 εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη.
Έτσι, η Ελλάδα μετά τα μέσα του 1916 βρέθηκε με δύο κυβερνήσεις: της Αθήνας υπό την κηδεμονία του βασιλιά Κωνσταντίνου, η οποία φαινομενικά παρέμενε ουδέτερη, αλλά στην πραγματικότητα ήταν γερμανόφιλη, και της Θεσσαλονίκης με την τριανδρία Βενιζέλου – Κουντουριώτη – Δαγκλή, η οποία είχε προσχωρήσει στην Τριπλή Συνεννόηση (Αντάντ), και είχε δημιουργήσει δικό της στράτευμα, το οποίο άρχισε να παίρνει μέρος στις επιχειρήσεις των Συμμάχων.
Παράλληλα, τον Νοέμβριο του 1916 οι Γάλλοι, μετά την άρνηση της κυβέρνησης της Αθήνας να παραδώσει τα ελληνικά αντιτορπιλικά και το λιμάνι του Πειραιά, αποβίβασαν στράτευμα στον Πειραιά, και έστειλαν στρατιωτικό σώμα εναντίον της Αθήνας.

Μετά την αντίσταση του βασιλικού στρατεύματος και των βασιλοφρόνων, ο γαλλικός στόλος από το Φάληρο βομβάρδισε τα βασιλικά ανάκτορα, και οι Γάλλοι επέβαλαν αυστηρό αποκλεισμό στο τμήμα της Ελλάδας που έλεγχε η κυβέρνηση της Αθήνας.

Τελικά οι Αγγλογάλλοι αποφάσισαν να εκδιώξουν τον βασιλιά Κωνσταντίνο, ο οποίος εγκατέλειψε την Ελλάδα τον Ιούνιο του 1917, και στο θρόνο ανήλθε ο δευτερότοκος γιος του Αλέξανδρος.

Μετά την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου, ο Ε. Βενιζέλος επέστρεψε στην Αθήνα, σχημάτισε νέα εθνική κυβέρνηση, και επανέφερε τη Βουλή που είχε διαλύσει ο βασιλιάς το 1915.

Ο ελληνικός στρατός πήρε μέρος στις επιχειρήσεις των συμμάχων στο βαλκανικό μέτωπο, και σημείωσε τη μεγάλη νίκη εναντίον των Βουλγάρων στο Σκρα, δυτικά του ποταμού Αξιού.

Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΔΙΚΑΙΩΘΗΚΕ ΜΕ ΔΥΟ ΕΥΝΟΪΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ

Τον Σεπτέμβριο του 1918 η Βουλγαρία υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει, ενώ τον Οκτώβριο του ιδίου έτους και η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέγραψε ανακωχή με τις χώρες της Αντάντ.

Δύο συνθήκες μετά τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου στις 11 Νοεμβρίου 1918 δικαίωσαν την σθεναρή στάση του Ελευθέριου Βενιζέλου απέναντι στις πιέσεις του βασιλιά Κωνσταντίνου για ουδετερότητα, και απέδειξαν σωστή την κρίση του να εντάξει την Ελλάδα στο πλευρό των Άγγλων, των Γάλλων και των συμμάχων τους.
Η πρώτη Συνθήκη που αφορούσε την Ελλάδα ήταν του Νεϊγύ, τον Νοέμβριο του 1919, με την οποία η Βουλγαρία υποχρεώθηκε να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Δυτική Θράκη.

Με τη Συνθήκη των Σεβρών, τον Αύγουστο του 1920, εκτός από την επανάκτηση της Δυτικής Θράκης, στην Ελλάδα δόθηκε και η Ανατολική Θράκη ως την Αδριανούπολη, καθώς και τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος. Η Σμύρνη και η περιοχή της, στην οποία ο ελληνικός πληθυσμός υπερτερούσε σημαντικά του τουρκικού, θα περιερχόταν στην ελληνική κυριαρχία για πέντε χρόνια, και μετά με δημοψήφισμα των κατοίκων της θα κρινόταν αν θα αποτελούσε περιφέρεια του ελληνικού κράτους ή του τουρκικού.

Δυστυχώς για την Ελλάδα, οι κυβερνήσεις του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος είχε επιστρέψει από την εξορία μετά τη λήξη του πολέμου, δεν περιορίσθηκαν στις διατάξεις της Συνθήκης των Σεβρών για την κατάληψη της Σμύρνης με τα περίχωρά της, και επέκτειναν τις πολεμικές επιχειρήσεις στα ενδότερα της Μικράς Ασίας, με αποτέλεσμα την ήττα του ελληνικού στρατεύματος από τις δυνάμεις του Μουσταφά Κεμάλ, και την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Ως αποτέλεσμα της Μικρασιατικής Καταστροφής η Ελλάδα, εκτός από τη Σμύρνη, έχασε και την Ανατολική Θράκη και τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος.

Επιπλέον, μετά την Μικρασιατική καταστροφή ξεριζώθηκαν από τις πανάρχαιες πατρογονικές τους εστίες οι επιζήσαντες Έλληνες της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης, οι οποίοι ανέρχονταν σε περίπου 1.300.000, και μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες.

Για τις απώλειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια του Α΄ Π. Π. παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο «Νέα Ελληνική Ιστορία, 1204 – 1985», Εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ, Θεσσαλονίκη 1997, έκδοση 13η, του Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, Καθηγητή Ιστορίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης:
«Αν οι απώλειες του στρατού κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων ήταν μικρές (υπολογίζονται σε 5.000 περίπου νεκρούς, τραυματίες, κ. λ.), αντιθέτως τεράστιες ήταν των αμάχων. Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου 900.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας εξοντώθηκαν με εκτελέσεις ή εκτοπισμούς, ενώ 450.000 διώχτηκαν ή έφυγαν τρομοκρατημένοι ως πρόσφυγες στην Ελλάδα. Επίσης 45.000 Έλληνες της Ανατολικής Μακεδονίας που είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι, και την οποία επιθυμούσαν να εκβουλγαρίσουν, θανατώθηκαν με εκτελέσεις ή από κακουχίες και πείνα, εκτοπισμένοι σε διάφορα μέρη του εσωτερικού της Βουλγαρίας», σελ. 364.

Διευκρινίζω πως οι παραπάνω απώλειες και εκτοπισμοί έγιναν κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου 1914-1918, και δεν περιλαμβάνουν τις απώλειες, και τους πρόσφυγες, από το 1919 μέχρι το 1923.