Δεν ξέρω τι γίνεται με εσάς τους… πολυπληθείς αναγνώστες μου, αλλά εγώ σαν θέλω να ξεκουραστώ, να γαληνέψει το μυαλό μου, μαζεύομαι σε μια γωνιά του μικρού σπιτιού μου και διαβάζω ή απολαμβάνω κάποια παλιά τραγούδια και λίγη μουσική. Αν επιμένετε να σας πω τι διαβάζω, αν με πιέσετε, θα ομολογήσω πως προτιμώ την ποίηση, λόγω της ποικιλίας της. Θέλεις λίγο χιούμορ; Λίγη σάτιρα; Διαλέγεις τον ειδήμονα του είδους και γελάς ή λυπάσαι. Γελάς με το χιούμορ και τη σάτιρα και παρ’ ολίγο να βάλεις τα κλάματα, όταν διαπιστώσεις πως αυτά που σατίριζαν ογδόντα και εκατό χρόνια πριν, ισχύουν και για σήμερα.

Θέλεις να ξαναρθείς κοντά στο ρομαντισμό;
Στην ιστορία μας και στις λαμπρές σελίδες; Διαλέγεις τον ποιητή και… ταξιδεύεις μαζί του στους στίχους της αγάπης, του φεγγαριού και της καντάδας ή προς τη δόξα ή προς τη… θλίψη. Ορισμένα ποιήματα και στίχοι τραγουδιών είναι ολόκληρη φιλοσοφία. Έτσι λοιπόν, ανάλογα με τη διάθεση, ανοίγω μια ποιητική συλλογή ή βάζω στο μηχάνημα, που ακόμη μπερδεύω τα κουμπιά του, ένα CD και ξαναγυρίζω πίσω στα παλιά μου, στα δικά μου.
Δεν ξέρω αν το έχετε προσέξει, αλλά και δέκα φορές να ακούσεις, σε διάστημα ενός μηνός, ένα τραγούδι ή να διαβάσεις πέντε στίχους, την κάθε φορά αλλιώς σε αγγίζουν. Εκεί λοιπόν που διαβάζω ή ακούω κάποιο τραγούδι, μιλώντας μόνος μου, αποφασίζω να του δώσω μια άλλη μορφή και να το χαρίσω και σε σας. Έτσι θα γίνει και αυτή τη φορά.

Για να μην πολυλογώ, μου χάρισαν πρόσφατα δύο δίσκους, αυτά τα CD που λέμε. Ένα του Αντώνη Καλογιάννη και ένα του Κώστα Χατζή. Γερασμένα παιδιά και αυτοί, σαν και μένα. Προσπαθούν ακόμη. Κι εκεί που είμαι έτοιμος να τους πω «Παιδιά γεράσαμε», ακούω κάτι νεότερους και… αναφωνώ: «Δεν πειράζει ας γεράσαμε. Ας συνεχίσουμε και όπου φτάσουμε».

Μέσα στα τραγούδια του Χατζή, πολλά παλιά και μερικά, για μένα, καινούργια. Τίτλος του τραγουδιού στο οποίο θα αναφερθώ πάρα κάτω, «Μάνα μου». Στίχοι της Νίνας Ναχμία, μουσική του Κώστα Χατζή, δισκογραφία: «Τα βράδια που ονειρεύονται οι τσιγγάνοι», 1998.
Ο τραγουδιστής, με τη βοήθεια της κ. Ναχμία, της στιχουργού, μιλάει στη μάνα του. Πεθαμένη ή ζωντανή η μάνα ακούει. Μικροί, μεγάλοι, νέοι, γέροι στη μάνα μιλούν κι εκείνη ακούει και δακρύζει και σπάνια… χαίρεται. Να λοιπόν τι λέει ο Χατζής στη μάνα του τραγουδώντας… Εγώ επειδή δεν μπορώ, για πολλούς λόγους, να σας το τραγουδήσω, θα σας το πω με δικά μου λόγια με την άδεια της στιχουργού, του συνθέτη και του τραγουδιστή.

«Πώς φεύγουν αυτές οι μέρες, τα χρόνια και η ζωή μανούλα μου. Σαν πληγές μάνα τα λάθη, τα πάθη μαχαιριές βαθιές στην καρδιά μάνα μου. Δεν μπορώ μάνα, πνίγομαι».
Πόσοι από εμάς δεν κάναμε κάτι περίπου ίδιο; Μπορεί να μην της είπαμε, ακριβώς τα ίδια, αλλά της μιλήσαμε. Θα θυμηθείτε και θα συμφωνήσετε, πως περισσότερο μιλάμε, συνήθως, στην πεθαμένη μάνα μας, απ’ ό,τι της μιλούσαμε όσο ζούσε.

«Μέσα μου μάνα, τα στήθια του γιου σου καίγονται, μάνα, από το κλάμα του παιδιού κι εγώ πόνεσα μάνα. Πέρασα μέρες… ξεφτισμένες, άγριες, σκαμμένες στην αδικία του κόσμου. Και ήμουνα μόνος μάνα, μόνος, μονάχος μάνα». Πόσοι από εμάς δεν ακούσαμε μέσα μας την ψυχή μας να κλαίει και πόσοι δεν νιώσαμε μόνοι κι ας ήταν γύρω μας πολλοί. Πόσοι από εμάς δεν ξεφωνήσαμε… Αχ, ρε μάνα τι τραβάω. Βοήθησέ με.

Και συνεχίζει…. «Μάνα μου γερνάω κι όπως φεύγει η ζωή μου, τόσο σε ζητάω πιο πολύ. Μάνα, σε παρακαλώ, φύλαξε εκείνο το «γιε μου» το τόσο ζεστό που έλεγες, να μου το πεις όταν ξαναβρεθούμε, όπου βρεθούμε».

Φίλες και φίλοι, πολλοί από εσάς θυμάστε ή ακούτε ακόμη, εκείνο τ’ όμορφο, το ξεχωριστό «γιε μου» ή «κόρη μου» δεν χρειάζεται να σας θυμίσω πως είναι από τις λίγες αληθινές λέξεις που ακούμε στη ζωή μας.

Η στιχουργός, Νίνα Ναχμία, συνεχίζει με τη ζεστή φωνή του Κώστα Χατζή:
«Τα χρόνια που λείπεις δεν ήταν φωτεινά μάνα, ούτε χαρούμενα. Διψούσα για στοργή, γι’ αγκαλιά ζεστή και συ μάνα ήσουν μακριά. Κι είναι μύθος μάνα πως ο άνδρας δεν κλαίει. Εγώ έκλαψα πολύ μάνα και κλαίω ακόμη. Έφυγες και δεν είδες πόσες καταιγίδες πέρασα. Ακόμα και σήμερα μάνα συντροφιά μου ο πόνος. Πόνος μάνα να είσαι μόνος. Ξένος και μόνος μάνα. Πόνος μάνα». Και τ’ όμορφο τραγούδι τελειώνει γλυκά, απαλά και πονεμένα, με μια διαπίστωση και με μια παράκληση: «Μόνο η αγκαλιά σου μάνα κι η σπλαχνιά σου είχε λίγη θαλπωρή. Γι’ αυτό μανούλα φύλαξέ μου εκείνο το ζεστό το «γιε μου» που έλεγες να μου το πεις σαν ξαναβρεθούμε, όπου βρεθούμε».