ΔΕΝ έχω άλλες αντοχές. Όλο το politically correct εξανεμίζεται. Το savoir vivre πάει στα τσακίδια: τη θέση του παίρνει ένα ολόλαμπρο «γαμώτο». Αλλιώς μας τα ‘πανε. Αλλιώς μας μάθανε: με τα χρόνια, ο άνθρωπος γλυκαίνει. Μαλακώνει. Φιλοσοφεί.

Σε μένα γιατί συμβαίνει το αντίθετο; Γιατί αλλάζω; Γιατί θυμώνω, στριτζώνω, οργίζομαι, συγχύζομαι, ταράζομαι, σπαράσσομαι, αγριεύω και θεριεύω; Γιατί δεν έχω υπομονή, σοφία, σύνεση; Πού διάολο πήγαν όλες αυτές οι αρετές που μου έταξαν πως έρχονται με την ηλικία;
Τι μου συμβαίνει; Και γιατί μου συμβαίνει; Γίνομαι «κακός άνθρωπος»;

Δεν με ξέρω. Δεν με αναγνωρίζω. Ποια είναι αυτή η άγνωστη; Ποια είναι η κυρία και τι θέλει απ’ τη ζωή μου;

Τα χρόνια που περνάνε, αντί να με γλυκαίνουν, με εξαγριώνουν. Θέλω σκληρές τιμωρίες, θέλω δημόσια διαπόμπευση, θέλω πίσσα και πούπουλα…
– Για όλους αυτούς που κυκλοφορούν κι «οπλοφορούν» -κυριολεκτικά ή μεταφορικά.
– Γι’ αυτούς που κακοποιούν αδύναμους συνανθρώπους τους (παιδιά ή ηλικιωμένους, άτομα με νοητικά ή κινητικά προβλήματα).
– Γι’ αυτούς που κατακλέβουν το σύμπαν και βγαίνουν λάδι.
– Γι’ αυτούς που κάνουν σφουγγαρόπανο την αξιοπρέπεια των «σκλάβων» των 400 ευρώ.
– Γι’ αυτούς που εκπορνεύουν αθώα πλάσματα.
– Για τον θείο που «πούλησε» σε παιδόφιλο την 11χρονη ανιψιά του.
– Για αυτούς που διαμελίζουν παιδιά με τις βόμβες τους.
– Για μια διεθνή κοινότητα που παρακολουθεί παθητικά τις φρικαλεότητες στη Γάζα.
– Γι’ αυτούς που βασανίζουν ανυπεράσπιστα ζωάκια για να τα κάνουν μοδάτες μπότες ή γούνες.
– Γι’ αυτούς που βασανίζουν γενικά: ανθρώπους ή ζώα… έτσι, για την πλάκα τους.

Όλα ανάκατα στο μυαλό και στην καρδιά… Βόμβες, τράφικινγκ, βασανιστήρια, πόνος, θάνατος, ατιμωρησία…
Τα χρόνια, αντί να με μαλακώνουν, με εξοργίζουν. Με σκληραίνουν. Κι αν κάποιος -πριν από 5 χρόνια- μου έλεγε ότι θα έγραφα ποτέ ένα τέτοιο κείμενο, θα τον έβγαζα τρελό: πάντα πίστευα πως για όλα υπάρχουν οι νόμοι και το Σύνταγμα. ΟΚ, δεν δουλεύει πάντα σωστά η μηχανή. ΟΚ, παντού γίνονται λάθη, παντού υπάρχουν λαμόγια, παντού σκοπιμότητες, παντού οικονομικά συμφέροντα.

Όμως, ήμουν ανέκαθεν οπαδός του αποφθέγματος του Ουίνστον Τσόρτσιλ: «Η δημοκρατία είναι το χειρότερο πολίτευμα: με εξαίρεση όλα τα άλλα!».
Έχω γίνει πολύ κακός άνθρωπος. Αλλά το μυστήριο της υπόθεσης είναι πως αυτός ο «κακός άνθρωπος» είναι και πιο ευαίσθητος και πιο ευαισθητοποιημένος. Αυτός ο «κακός άνθρωπος» -αργά αλλά σταθερά- σηκώνεται από τον καναπέ. Μετατρέπει την οργή του σε ακτιβισμό. Σε εθελοντισμό. Σε αλληλεγγύη. Σε ανθρωπιά.
Αυτός ο «κακός άνθρωπος» -με το μυαλό και την καρδιά- γκρεμίζει τους τέσσερις τοίχους… Τοίχους που, έτσι κι αλλιώς, ήταν χτισμένοι με σαθρά υλικά. Αυτός ο «κακός άνθρωπος» δεν θωρακίζει το συναίσθημά του με πανοπλία φτιαγμένη από φελιζόλ.

Δεν έχω άλλες αντοχές. Όλο το politically correct εξανεμίζεται. Το savoir vivre πάει στα τσακίδια: τη θέση του παίρνει ένα ολόλαμπρο «γαμώτο». Κι όλα τα καντήλια που κατεβάζω. Όλα τα «καντήλια της Οργής».

Γιατί αυτά τα χρόνια μάς αλλάζουν. Όλους. Πρέπει να μας αλλάξουν. Όλους. Κι αν καταφέρουμε να γίνουμε «κακοί άνθρωποι» -τότε και μόνο τότε, η ζωή μας θα αποκτήσει κάποιο νόημα.

Αφιερωμένο σε όλους τους «κακούς» συνοδοιπόρους μου (σε μετάφραση δική μου):
«Ήταν οι καλύτεροι καιροί, ήταν οι χειρότεροι καιροί, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της ανοησίας, ήταν η περίοδος της πίστης, ήταν η περίοδος της δυσπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Ζόφου, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απόγνωσης, είχαμε μπροστά μας τα πάντα, είχαμε μπροστά μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι ίσια στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι ίσια στο αντίθετό του». (Κάρολος Ντίκενς, «Ιστορία δύο πόλεων»).