Την περασμένη εβδομάδα από τη στήλη αυτή αναφέρθηκα συνοπτικά σε κύριες εξελίξεις στην ιστορία της Κύπρου από το 1878, όταν πέρασε από την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην κυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας, μέχρι τη διάσκεψη του Λονδίνου τον Αύγουστο του 1955, στην οποία πήραν μέρος οι υπουργοί Εξωτερικών της Αγγλίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας.

Η Αγγλία, γνωστή για τη διπλωματική της δεινότητα, κατόρθωσε να επιτευχθεί συμφωνία για τη σύσταση «Μόνιμης Τριμερούς Επιτροπής», (Αγγλία/Ελλάδα/Τουρκία), και για το διορισμό αντιπροσώπων της Ελλάδας και της Τουρκίας, οι οποίοι, μαζί με τον Άγγλο Διοικητή, θα επόπτευαν την εφαρμογή του αποικιακού συνταγματικού καθεστώτος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Αγγλία επινόησε τη διάσκεψη του Λονδίνου, ενόψει του γεγονότος ότι η ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπριακού Αγώνα) είχε ήδη αρχίσει τον αγώνα της εναντίον της αγγλοκρατίας από τον Απρίλιο του 1955, τον οποίο συνέχισε μέχρι τις αρχές του 1959, όταν επικυρώθηκε η συμφωνία της Ζυρίχης, για την οποία γίνεται λόγος λίγο πιο κάτω.

Με τη σύμβαση του Λονδίνου δινόταν στην Τουρκία η ευκαιρία για επέμβαση στα εσωτερικά της Κύπρου, με πρόσχημα την προστασία της τουρκικής μειονότητας.
Διορατικός καθώς ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, είχε προειδοποιήσει πως η διάσκεψη του Λονδίνου τον Αύγουστο του 1955 ήταν παγίδα, πρόβλεψη που επαληθεύθηκε από τα γεγονότα που ακολούθησαν.

Οι Άγγλοι αντέδρασαν κατά του αγώνα της ΕΟΚΑ με τη σύλληψη και εξορία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου τον Απρίλιο του 1956 στο νησί Σεϋχέλες, όπου έμεινε μέχρι τον Μάρτιο του 1957. Παράλληλα επιδόθηκαν σε βασανιστήρια αγωνιστών, σε καταπιεστικά μέτρα, και σε καταστροφές ολόκληρων χωριών.

Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ενόψει του αδιεξόδου στο οποίο είχε οδηγηθεί το Κυπριακό Ζήτημα, στο Συνέδριο του ΝΑΤΟ στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 1958, η Αγγλία, η Ελλάδα και η Τουρκία άρχισαν να συζητούν την προοπτική ανακήρυξης της Κύπρου σε ανεξάρτητη δημοκρατία.

Το θέμα αυτό συζητήθηκε εκτενέστερα τον Φεβρουάριο του 1959 στη διάσκεψη της Ζυρίχης, στην οποία είχαν πάρει μέρος οι πρωθυπουργοί και οι υπουργοί εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας, με αποτέλεσμα τη συμφωνία για την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η συμφωνία της Ζυρίχης επικυρώθηκε τον ίδιο μήνα στη διάσκεψη του Λονδίνου, στην οποία εκτός από την Ελλάδα και την Τουρκία, είχαν πάρει μέρος και η Αγγλία και αντιπρόσωποι των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Αν και αρχικά ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος είχε εκφράσει σοβαρές επιφυλάξεις για βασικές διατάξεις της συμφωνίας, η απόφαση των συμβαλλόμενων χωρών να εγκριθεί η συμφωνία για την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας υπερίσχυσε, αναγκάζοντας τον να υποχωρήσει.

Με τη νέα συμφωνία η Κυπριακή Δημοκρατία θα λειτουργούσε κάτω από την επίβλεψη των τριών «ενδιαφερόμενων χωρών», δηλαδή της Αγγλίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας.

Οι τρεις εγγυήτριες χώρες, παράλληλα με τη διαφύλαξη της συνταγματικής τάξης, αναλάμβαναν και την παρεμπόδιση της ένωσης της Κύπρου με άλλη χώρα, καθώς επίσης και τη διχοτόμησή της, δέσμευση που η Τουρκία δεν τήρησε, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

ΤΑ ΕΓΓΕΝΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΟΣΥΣΤΑΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Η λειτουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας άρχισε στις 16 Αυγούστου 1960, με Πρόεδρο τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και Αντιπρόεδρο τον Τουρκοκύπριο Φαζίλ Κιουτσούκ. Την ίδια ημέρα ο Άγγλος Κυβερνήτης διάβασε διάγγελμα της βασίλισσας της Αγγλίας, με το οποίο δηλωνόταν ότι η Αγγλία εγκατέλειπε την κυριαρχία της στην Κύπρο. Την επομένη, 17 Αυγούστου 1960, ο Άγγλος Κυβερνήτης της Κύπρου αποχώρησε μόνιμα από το νησί.

Οι όροι με τους οποίους συστάθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία δεν διασφάλιζαν τη βιωσιμότητά της. Για παράδειγμα, ενώ οι Τουρκοκύπριοι αποτελούσαν το 18% του πληθυσμού της Κύπρου, το ποσοστό συμμετοχής τους στο Υπουργικό Συμβούλιο και στη Βουλή καθορίστηκε στο 30%. Επιπλέον, για θέματα που σχετίζονταν με την εξωτερική πολιτική, την άμυνα, την ασφάλεια, τη φορολογία και την εκλογική νομοθεσία, στην τουρκική κοινότητα είχε δοθεί το δικαίωμα του βέτο.
Από τα πρώτα βήματά της η Κυπριακή Δημοκρατία άρχισε να αντιμετωπίζει τη συστηματική αντίδραση της τουρκικής μειονότητας. Βλέποντας τις δυσκολίες που προέκυπταν από τις διατάξεις του συντάγματος, ο Μακάριος, με την ιδιότητα του Προέδρου, υπέβαλε στον Αντιπρόεδρο Φ. Κιουτσούκ 13 προτάσεις για τροποποίηση του συντάγματος, οι οποίες απορρίφθηκαν από την Τουρκία και από την τουρκοκυπριακή ηγεσία.

Την συνταγματική κρίση ακολούθησαν και συγκρούσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων τα Χριστούγεννα του 1963, με αποτέλεσμα το διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων στη Λευκωσία με τη γνωστή «πράσινη γραμμή». Επακόλουθο αυτών των εξελίξεων ήταν η αποχώρηση από την κυβέρνηση και από τις δημόσιες υπηρεσίες των Τουρκοκυπρίων, και η δημιουργία τον Μάρτιο του 1964 της «Γενικής Επιτροπής», υπό την ηγεσία του Φαζίλ Κιουτσούκ, η οποία μετέπειτα μετονομάσθηκε σε «Προσωρινή Τουρκοκυπριακή Διοίκηση».

Ενόψει της έκρυθμης αυτής κατάστασης, τον Μάρτιο του 1964 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ενέκρινε ψήφισμα για την τοποθέτηση στην Κύπρο ειρηνευτικής δύναμης, γνωστή με το αγγλικό ακρωνύμιο UNFICYP.

Η ΠΟΛΥΤΑΡΑΧΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1964-1974

Η παρουσία της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ στην Κύπρο δεν απέφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Οι διακοινοτικές συγκρούσεις συνεχίζονταν, και μάλιστα με μεγαλύτερη ένταση σε κάποιες περιοχές του νησιού.

Στο Κυπριακό Ζήτημα παρενέβησαν και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (ΗΠΑ), διαβλέποντας πως η Κύπρος μπορούσε να περιέλθει στη ζώνη επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Ο αντιπρόσωπος των ΗΠΑ Ντην Άτσεσον συναντήθηκε με εκπροσώπους της Ελλάδας και της Τουρκίας για συνομιλίες στην Γενεύη τον Ιούλιο του 1964.
Στο βιβλίο της «Ιστορία της Κύπρου», Λευκωσία 2005, η Κάτια Χατζηδημητρίου γράφει τα ακόλουθα για το «Σχέδιο Άτσεσον»:
«Τα αποτελέσματα διατυπώθηκαν στο λεγόμενο ‘σχέδιο Άτσεσον’ που ζητούσε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και την εγκαθίδρυση δύο τούρκικων καντονίων (επαρχιών) στην Κύπρο. Το σχέδιο ζητούσε, ακόμα, την ίδρυση τουρκικής στρατιωτικής βάσης στην Κύπρο και την παραχώρηση ενός μικρού ελληνικού νησιού στην Τουρκία. Ο Μακάριος και η Ελλάδα απέρριψαν το σχέδιο αυτό… », σελ. 340-341.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά στο εν λόγω βιβλίο σε μια άλλη πρωτοβουλία, από τον ΟΗΕ αυτήν τη φορά, για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Ο εκπρόσωπος του ΟΗΕ Γκάλο Πλάζα παρέδωσε τον Μάρτιο του 1965 στο Συμβούλιο Ασφαλείας έκθεση, στην οποία πρότεινε η Κύπρος να ανακηρυχθεί σε αποστρατικοποιημένο και ανεξάρτητο κράτος. Όταν η Τουρκία απέρριψε την εν λόγω έκθεση, ο Γ. Πλάζα αποκάλυψε πως η θέση της Τουρκίας ήταν η Κύπρος να αναγνωρισθεί ως ομοσπονδία, στην οποία το 38% του εδάφους του βορείου τμήματος του νησιού θα ήταν κάτω από τον έλεγχο των Τουρκοκυπρίων, μετά την ανταλλαγή πληθυσμών.

Αυτό γινόταν το 1965. Μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974, περιήλθε υπό την κατοχή της το 37% με 38% του νησιού. Τι σύμπτωση!
Η κατάσταση στην Κύπρο περιπλέχθηκε ακόμη πιο πολύ με το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών και την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα την 21η Απριλίου 1967.

Πάλι σύμφωνα με την Κάτια Χατζηδημητρίου, σε σύνοδο του ΝΑΤΟ τον Ιούνιο του 1971 η Χούντα, όπως ήταν γνωστό το δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα, έκανε λόγο για ελληνοτουρκική «συνεννόηση» για διευθέτηση του Κυπριακού, πρωτοβουλία που απέρριψε ο Μακάριος, αφού έγινε χωρίς τη συμμετοχή αντιπροσώπων της Κύπρου. Γράφει χαρακτηριστικά η Κ. Χατζηδημητρίου:
«Είναι μέσα σ’ αυτό το κλίμα που σε επιστολή του ο Γ. Παπαδόπουλος απειλούσε (Ιούλιος 1971) τον Μακάριο με ‘λήψη πικρών μέτρων’», σελ. 343.
Ενόψει αυτών των εξελίξεων, στα τέλη του Αυγούστου 1971 έφτασε μυστικά στην Κύπρο ο Γεώργιος Γρίβας, και προχώρησε στη διοργάνωση της ΕΟΚΑ Β’, στόχος της οποίας ήταν η ανατροπή του Προέδρου Μακαρίου, ο οποίος την περίοδο εκείνη δεν μιλούσε για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, γιατί ήταν βέβαιος πως μια τέτοια πολιτική θα προκαλούσε την στρατιωτική εισβολή από την Τουρκία.

Τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν τον Ιούλιο του 1974 δικαιώνουν απόλυτα την στάση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Ο Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Καθηγητής Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο βιβλίο του «Νέα Ελληνική Ιστορία, 1204-1985», γράφει τα ακόλουθα για το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου:
«Πράγματι η δικτατορία επιθυμεί ν’ αντικαταστήσει τον Πρόεδρο-Αρχιεπίσκοπο με άνθρωπο της εμπιστοσύνης της και να εγκαθιδρύσει στο νησί καθεστώς παρόμοιο προς το δικό της, αρεστό επίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή η Κύπρος βρίσκεται σε στρατηγική θέση ως προς τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Έτσι στις 15 Ιουλίου 1974 γίνεται το ανόητο πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, το οποίο δίνει στους Τούρκους την πολυπόθητη ευκαιρία να επέμβουν με την πρόφαση ότι θ’ αποκαταστήσουν τη συνταγματική νομιμότητα», σελ. 459.

Στις 20 Ιουλίου 1974 η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο, και σε λίγες ημέρες κατέλαβε το 37% του βορειοανατολικού τμήματος του νησιού, και εκτοπίζοντας 200.000 Ελληνοκύπριους από τις πατρογονικές τους εστίες. Μεγάλος ήταν ο αριθμός των νεκρών και αγνοουμένων Ελληνοκυπρίων κατά τη διάρκεια της εισβολής.
Η διεθνής κοινότητα εξακολουθεί να παραμένει απαθής σε μια από τις μεγάλες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου τα τελευταία 40 χρόνια.