Σε αναζήτηση νέας ισορροπίας, εν μέσω αυξημένης καχυποψίας, κινούνται Αθήνα και Αγκυρα, μετά την ένταση των τελευταίων ημερών και τις προκλητικές δηλώσεις του νέου Προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στα Κατεχόμενα.

Η συνάντησή του Ερντογάν με τον Αντώνη Σαμαρά στην Ουαλία στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ με την καταγραφή της πλήρους διάστασης απόψεων, αλλά και η «κόκκινη γραμμή» που έθεσε ως όφειλε ο Έλληνας πρωθυπουργός ήταν ένα σαφές δείγμα περί των δυσκολιών που θα υπάρξουν μεταξύ των δυο χωρών.
Παρά το αρνητικό κλίμα όμως οι δυο ηγέτες συμφώνησαν να διεξαχθεί τον προσεχή Νοέμβριο στην Αθήνα το 3ο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδος-Τουρκίας και αναμένεται στην ελληνική πρωτεύουσα ο Τούρκος πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου, επικεφαλής πολυπληθούς αντιπροσωπείας.

Στην 50λεπτη συνάντηση των Σαμαρά και Ερντογάν, παρουσία του υπουργού Εξωτερικών και Ευάγγελου Βενιζέλου της κυβερνητικής εκπροσώπου Σοφίας Βούλτεψη και της ηγεσίας του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, αποτυπώθηκε το χάσμα μεταξύ των δυο πλευρών με επίκεντρο το Κυπριακό.
Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», ο κ. Σαμαράς όταν η συζήτηση έφθασε στο θέμα της Κύπρου, υπογράμμισε στον κ. Ερντογάν: «Λοιπόν κ. πρόεδρε, βρισκόμαστε ενώπιον ενός πραγματικού προβλήματος, μιας πραγματικής διαφοράς».

Παράλληλα τόνισε με έμφαση ότι για η ελληνική κυβέρνηση στηρίζει πλήρως τις πρωτοβουλίες του προέδρου της Κύπρου, Νίκου Αναστασιάδη, και σημείωσε την ανάγκη ενθάρρυνσης των συνομιλιών Αναστασιάδη-Έρογλου.

Στη συνάντηση που έγινε και στη σκιά της ανακοίνωσης από την Τουρκία νέων σεισμογραφικών ερευνών του τουρκικού σκάφους «Barbaros» στην κυπριακή ΑΟΖ, ο πρωθυπουργός δεν άφησε ασχολίαστα και τα όσα προκλητικά ειπώθηκαν στην πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου και υπογράμμισε ότι τέτοιες δηλώσεις δυναμιτίζουν τις συνομιλίες και υποσκάπτουν την προοπτική εξεύρεσης λύσης στο πρόβλημα.

Μάλιστα, επανέλαβε την πάγια ελληνική θέση περί πλήρους εφαρμογής των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ με την επισήμανση ότι η λύση στο Κυπριακό πρέπει να είναι σύμφωνη με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, ενώ υπενθύμισε την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.

Από την πλευρά του ο κ. Ερντογάν επανέλαβε τις γνωστές τουρκικές θέσεις περί δύο κρατών, γεγονός που προκάλεσε την άμεση αντίδραση του πρωθυπουργού, ο οποίος επανέλαβε ότι η Κύπρος είναι ένα κράτος που ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καταλήγοντας χαρακτηριστικά: «Λοιπόν κ. πρόεδρε, βρισκόμαστε ενώπιον ενός πραγματικού προβλήματος, μιας πραγματικής διαφοράς».

Η Αθήνα και η Λευκωσία, όπως έχουν συμφωνήσει ο κ. Σαμαράς με τον Νίκο Αναστασιάδη με τον οποίο είναι σε «ανοικτή γραμμή», ζητούν τον διορισμό ειδικού απεσταλμένου της ΕΕ στην προσπάθειά τους να αξιοποιήσουν όσα όπλα διαθέτουν για να επιτευχθεί μία βιώσιμη λύση στο Κυπριακό.

Η ενεργότερη ανάμιξη της ΕΕ στις συνομιλίες για το Κυπριακό δεν είναι κάτι που θα ήθελε η Άγκυρα -μία άποψη την οποία έχει επαναλάβει στο παρελθόν πολλές φορές.
Ο κ. Σαμαράς είπε στον κ. Ερντογάν ότι δεν πρέπει να δημιουργείται αρνητικό περιβάλλον που δηλητηριάζει τις σχέσεις των δυο χωρών με πράξεις και δηλώσεις, ενώ αναφερόμενος στις συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου στο Αιγαίο από τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη, ζήτησε από τον Τούρκο πρόεδρο να παρέμβει.
Ο Τούρκος πρόεδρος προσπάθησε εξ αρχής, λόγω και του αρνητικού κλίματος που δημιουργήθηκε να ρίξει τους τόνους και στην αρχή είπε ότι οι δυο χώρες είναι φίλες και αναφέρθηκε στη γειτονική σχέση και στην ανάγκη ενίσχυσης της συνεργασία Ελλάδας και Τουρκίας υπέρ της ευημερίας και της σταθερότητας στην περιοχή.
Ο κ. Ερντογάν εμφανίστηκε ικανοποιημένος για τη συνάντηση και ευχαρίστησε τον κ. Σαμαρά για το συγχαρητήριο τηλεφώνημά του μετά την εκλογή του στη θέση του προέδρου της Τουρκίας.

Στη συνάντηση ετέθη από την τουρκική πλευρά και το ζήτημα του αντιρατσιστικού νόμου με τον κ. Ερντογάν να ζητά σχετική ενημέρωση, ενώ εξέφρασε ανησυχία για ενδεχόμενα προβλήματα που μπορεί να δημιουργηθούν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

«Πρόκειται για πράξη εναρμόνισης με το διεθνές δίκαιο και τις ευρωπαϊκές αποφάσεις» απάντησε η ελληνική πλευρά και διευκρινίστηκε ότι αποτελεί ιστορικού χαρακτήρα παρέμβαση που σχετίζεται με το σεβασμό της μνήμης των θυμάτων και δεν αφορά τις σχέσεις της Ελλάδας με τη σύγχρονη Τουρκία.