Τα ακίνητα που ανήκουν σ’ εκείνον που υπογράφει διαθήκη μεταβιβάζονται μετά το θάνατό του στους κληρονόμους του. Συνήθως, όσα ακίνητα περιγράφονται σε μία διαθήκη ανήκουν κατά κυριότητα στον διαθέτη και με την υπογραφή της αποδοχής κληρονομίας ή την έκδοση του κληρονομητηρίου από το δικαστήριο, επιμέλεια των κληρονόμων, τα ακίνητα μεταβιβάζονται σ’ αυτούς.

Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις στις οποίες τα ακίνητα που γράφει στη διαθήκη του ο διαθέτης δεν του ανήκουν και εσφαλμένως αυτός τα περιλαμβάνει στη διαθήκη του ως δικά του, ή είναι αμφισβητούμενης κυριότητος. Το ερώτημα είναι αν μπορούν να τα αποκτήσουν οι κληρονόμοι.
Κατ’ αρχάς, ό,τι δεν ανήκει στον κληρονομούμενο δεν μπορεί να μεταβιβασθεί ούτε στους κληρονόμους του. Αν δεν είχε κυριότητα ο διαθέτης, δεν αποκτούν κυριότητα ούτε και οι κληρονόμοι του.

Υπάρχει όμως η δυνατότητα παρά το γεγονός ότι ο διαθέτης δεν είχε στην κυριότητά του κάποιο ακίνητο, αυτό να αποκτηθεί τελικώς από τον ή τους κληρονόμους του, εφόσον οι κληρονόμοι είναι καλής πίστεως και να κρατήσουν το ακίνητο τουλάχιστον για δέκα χρόνια στη νομή τους, μετά την υπογραφή της συμβολαιογραφικής αποδοχής κληρονομίας. Πρόκειται για τον θεσμό της τακτικής χρησικτησίας, κατά τον οποίο αν κάποιος έχει στην φυσική εξουσίασή του ένα πράγμα (ακίνητο) με την ειλικρινή πεποίθηση ότι είναι δικό του (νομή), με καλή πίστη και με νόμιμο τίτλο (συνήθως συμβόλαιο) για δέκα έτη κατ’ ελάχιστον, μπορεί να αποκτήσει την κυριότητα αυτού.

Στην υπ’ αριθ. 2124/2013 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε αναίρεση που ασκήθηκε κατά αποφάσεως του Πρωτοδικείου Άμφισσας. Στην υπόθεση αυτή η ενάγουσα ήταν κληρονόμος του πατρός της, ο οποίος με διαθήκη του της άφησε συγκεκριμένο ακίνητο, που ανέφερε στη διαθήκη ότι ήταν δικό του. Το ακίνητο όμως αυτό, όπως αποδείχθηκε στο δικαστήριο, δεν ήταν δικό του, επομένως δεν μπορούσε και να το διαθέσει.

Η κόρη του, όμως, που τον κληρονόμησε όταν αυτός απεβίωσε το 1987, θεώρησε καλοπίστως ότι το ακίνητο που της άφηνε στη διαθήκη του ο πατέρας της ήταν δικό του και για το λόγο αυτόν διενήργησε σειρά πράξεων νομής για διάστημα πάνω από δεκαετία.

Συγκεκριμένα, προέβη το έτος 1988 σε δήλωση του ως άνω ακινήτου στον αρμόδιο οικονομικό έφορο Λιδορικίου προκειμένου να υπολογισθεί ο φόρος κληρονομιάς, συμπεριέλαβε αυτό ως περιουσιακό στοιχείο στη φορολογική δήλωση ακίνητων περιουσιακών στοιχείων (Ε9) των οικονομικών ετών 1997 και 2005, ανέθεσε σε αρχιτέκτονα μηχανικό τη σύνταξη τοπογραφικού διαγράμματος και αποδέχθηκε αυτό ως κληρονομιαίο ακίνητο με δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του 1992 ενώπιον συμβολαιογράφου.

Το 2005 κάποιοι τρίτοι εισήλθαν στο ακίνητο ισχυριζόμενοι ότι είναι δικό τους και η κληρονόμος άσκησε διεκδικητική αγωγή στο Ειρηνοδικείο Τολοφώνος. Ο ισχυρισμός της ήταν ότι το ακίνητο ανήκε στον πατέρα της, αλλά επικουρικώς ότι, ακόμα κι αν δεν ανήκε στον πατέρα της, η ίδια το είχε αποκτήσει με τακτική χρησικτησία, διότι το είχε στη νομή της από το 1987 που απεβίωσε ο πατέρας της, δηλαδή για πάνω από δέκα χρόνια μέχρι το 2005, είχε νόμιμο τίτλο, δηλαδή την αποδοχή κληρονομίας και ήταν καλής πίστεως, διότι δεν είχε κανέναν λόγο να μην πιστεύει ότι το ακίνητο δεν ανήκε στον πατέρα της, αφού αυτός το είχε περιλάβει στη διαθήκη του.
Το Ειρηνοδικείο απέρριψε την αγωγή της, με το αιτιολογικό ότι δεν είχε γίνει κυρία του ακινήτου, αφού την αποδοχή κληρονομίας την είχε υπογράψει το 1992, την είχε όμως μεταγράψει στο υποθηκοφυλακείο μόλις το 2005, λίγο πριν ασκήσει την αγωγή στο δικαστήριο για να διεκδικήσει το ακίνητο.

Το ίδιο έκρινε και το κατ’ έφεσιν δίκασε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Άμφισσας, που απέρριψε την έφεσή της. Ο Άρειος Πάγος όμως, ενώπιον του οποίου άσκησε αναίρεση, έκρινε διαφορετικά και την δικαίωσε.

Το ανώτατο δικαστήριο έκρινε συγκεκριμένα ότι μπορεί η αποδοχή κληρονομίας να υπεγράφη το 1992 και η μεταγραφή της να έγινε μόλις το 2005, αλλά με τη μεταγραφή της πράξεως της αποδοχής, η ισχύς της αποδοχής ανατρέχει πίσω, αναδρομικώς, στο έτος θανάτου του διαθέτη, δηλ. στην υπόθεση αυτή, στο 1987. Επομένως, το 2005 που η ενάγουσα άσκησε την διεκδικητική αγωγή της, είχε ήδη νόμιμο τίτλο, δηλ. την αποδοχή κληρονομίας στον συμβολαιογράφο του 1992, ήδη για χρονικό διάστημα πάνω από δέκα έτη, αφού η έναρξη της νομής ανατρέχει στον χρόνο θανάτου, δηλ. το 1987, ενώ ήταν και καλής πίστεως νομέας.

Για το λόγο αυτόν ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η ενάγουσα είχε αποκτήσει κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με τακτική χρησικτησία. Ανήρεσε συνεπώς την απόφαση του Πρωτοδικείου Άμφισσας και ανέπεμψε την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, για να ξαναδικάσουν την υπόθεση σύμφωνα με την κρίση του Αρείου Πάγου.

*Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws. www.greekadvocate.eu bm-bioxoi@otenet.gr και ktimatologiolaw@yahoo.gr