Τριάντα χρόνια πορείας συμπυκνωμένα σε ένα λεύκωμα. Αυτή είναι ουσιαστικά η επιτυχία του Αυστραλού φωτογράφου Μπλέντιν Μπούτσερ, που από τα χρόνια της Μελβούρνης ακολουθούσε με τη φωτογραφική του μηχανή τον Νικ Κέιβ όταν ακόμα έδινε συναυλίες σε μικρά μπαρ με τους Boys Next Door, που μετεξελίχθηκαν σε Birthday Party.

(Σ.Σ.Να σημειώσουμε πως ο Νίκ Κέϊβ λατρεύει την Ελλάδα. Δίνει συναυλίες εκεί από το ξεκίνημα της καριέρας του και γνώρισε και λάτρεψε το ρεμπέτικο αλλά και τον …Ψαραντώνη τον οποίο κάλεσε και σε Φεστιβάλ μουσικής που έκανε στην Αυστραλία).

Το λεύκωμά του, με τίτλο «Α Little History: Nick Cave & Cohorts, 1981-2013», δείχνει ουσιαστικά τη μεταμόρφωση του Νικ Κέιβ από έναν αυτοκαταστροφικό πανκ σε έναν ώριμο μουσικό, που τώρα πια βρίσκεται στην κορυφή της σκηνής. Το πορτρέτο του Κέιβ, εκτός από το λεύκωμα του οποίου οι φωτογραφίες θα εκτίθενται ώς τις 28 του μηνός στο Somerset House του Λονδίνου, συμπληρώνει και το ντοκιμαντέρ «20.000 Days on Earth» των Ιαν Φορσάιθ και Τζέιν Πόλαρντ, που βγήκε στις αίθουσες στις 19 Σεπτεμβρίου. Αν το λεύκωμα είναι η ιστορία ενός «παιδιού της διπλανής πόρτας» που έγινε ροκ σταρ, το ντοκιμαντέρ απεικονίζει την καθημερινότητά του, όπου ο Κέιβ παρακολουθεί με τους δωδεκάχρονους γιους του τον «Σημαδεμένο» μασουλώντας τοστ, τρώει fish and chips στην παραλία του Μπράιτον, γράφει στίχους σε μια παλιακή γραφομηχανή στο γραφείο του και επισκέπτεται τον ψυχαναλυτή του.

Σε ό,τι αφορά τη μουσική, το ντοκιμαντέρ κρύβει και ένα ακυκλοφόρητο τραγούδι από τον Κέιβ και τους Bad Seeds, το ελεγειακό «Give Us Α Kiss», κατάλληλο για μια ταινία όπου «στήναμε αληθοφανείς καταστάσεις, στις οποίες ο Κέιβ θα μπορούσε να παίξει αυτοσχεδιάζοντας, χωρίς να ακολουθεί κάποιου είδους σενάριο» όπως λένε οι δημιουργοί του.

Το ντοκιμαντέρ θέλει να δείξει τον άνθρωπο πίσω από το μύθο. Όμως οι φωτογραφίες που ακολουθούν τον Κέιβ, από τα χρόνια της ανέχειας στο Λονδίνο, την εποχή της παρακμής στο Βερολίνο και την περίοδο που ακολούθησε μετά το δίσκο «Murder Ballads», ο οποίος ήταν η μεγάλη του επιτυχία, εξηγούν πώς ακριβώς χτίστηκε αυτός ο μύθος. Ο Μπούτσερ, δουλεύοντας κυρίως με την ασπρόμαυρη εικόνα, καταφέρνει να δείξει πώς ο Κέιβ μεταμορφώθηκε στην πάροδο των χρόνων από ένα δαιμονισμένο θηρίο στη σκηνή σε έναν συγκλονιστικό ροκ περφόρμερ.

Ο ίδιος ο Μπούτσερ δούλεψε τα χρόνια του ’80 ως φωτογράφος και δημοσιογράφος στο «New Musical Express» και όπως σχολίαζε πάντα, «όπως έλεγε και ο Κέιβ, οι Βρετανοί δημοσιογράφοι ήταν καταπληκτικοί, αλλά οι μπάντες δεν ήταν καθόλου. Οι περισσότερες από αυτές μετά βίας μπορούσαν να δώσουν συναυλία. Γι’ αυτό και οι Birthday Party προκάλεσαν τόση αίσθηση όταν έφτασαν στο Λονδίνο, ήταν ό,τι πιο ζωντανό και αληθινό μπορούσες να δεις μετά τους Sex Pistols». Ουσιαστικά οι πιο σημαντικές φωτογραφίες του Μπούτσερ εστιάζονται σε τρεις περιόδους του Κέιβ: όταν πήγε στο Λονδίνο, στο Βερολίνο και μετά στο Σάο Πάουλο.

ΛΟΝΔΙΝΟ 1981

Οι Birthday Party καταφθάνουν από τη Μελβούρνη στο Λονδίνο για να ζήσουν το πανκ κίνημα, όπως το διάβαζαν στο μουσικό Τύπο της Βρετανίας. «Όμως όταν φτάσαμε εκεί καταλάβαμε ότι η αυθεντική φιλοσοφία του πανκ είχε τελειώσει» θυμάται ο Κέιβ. «Ο Τύπος, που τόσο εμπιστευόμασταν όσο ήμασταν στην Αυστραλία, μας αντιμετώπιζε ως κάτι αλλόκοτους τύπους που παίζανε ένα κακόφωνο και θορυβώδες μίγμα». Οι Birthday Party στο Λονδίνο ζούσαν σε καταλήψεις σπιτιών και έπαιζαν σε μικρά άγνωστα κλαμπ. Σύμφωνα με τον Μπλέντιν Μπούτσερ, οι συναυλίες τους ήταν σύντομες αλλά γεμάτες ενέργεια. «Η μπάντα ήταν στην κυριολεξία ένα ατίθασο θηρίο, που φαινόταν μετά βίας να συγκρατείται για να μη σπάσει το λουρί. Όλοι, από τον τραγουδιστή μέχρι τον ντράμερ, έμοιαζαν να θέλουν να ακουστούν πάνω από τους άλλους». Κάθε τους εμφάνιση ήταν θρυλική γιατί, όπως εξηγεί ο φωτογράφος, «ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι σε αυτό που έκαναν πάνω στη σκηνή».

Από την άλλη, ο Κέιβ είχε και μια από τις πιο δυσάρεστες εμπειρίες, όταν τον έδειρε άσχημα μια συμμορία από σκίνχεντ σε ένα κλαμπ. Η αφορμή ήταν ότι καθόταν σε λάθος σημείο, αλλά το θυμάται ακόμα ως το χειρότερο ξύλο που έφαγε ποτέ στην πόλη.

ΒΕΡΟΛΙΝΟ 1987

Έχοντας ήδη σχηματίσει τους Bad Seeds από τις στάχτες των Birthday Party και έχοντας ήδη κυκλοφορήσει τέσσερις σκοτεινούς δίσκους, ο Νικ Κέιβ βρίσκεται στο ναδίρ της πορείας του. Μένει σε ένα δωμάτιο στο Κρόιτσμπεργκ στολισμένο με θρησκευτικές εικόνες ανάκατες με πορνό φωτογραφίες, έχει βυθιστεί στην ηρωίνη, σκαρώνει μινιμαλιστικές μελωδίες στο πιάνο και γράφει στίχους για τον επόμενο δίσκο, το «Tender Pray», και το πρώτο του μυθιστόρημα «Ο Δε Όνος Είδεν Αγγελον». «Πρέπει να έφτασα κοντά στο θάνατο αρκετές φορές, αλλά σώθηκα επειδή ήμουν πολύ απασχολημένος δουλεύοντας για να αφεθώ και να πεθάνω» έλεγε μετά για εκείνα τα χαοτικά χρόνια ο Κέιβ. Η εικόνα του ίδιου και της μπάντας του εκείνη την άγρια εποχή αποτυπώθηκε στην ταινία «Τα φτερά του έρωτα», του Βιμ Βέντερς.

ΣΑΟ ΠΑΟΥΛΟ 1997

Η μετοίκηση στη μητρόπολη της Βραζιλίας ήταν μια προσπάθεια να αποτοξινωθεί σε ένα καινούργιο, εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. «Τα πρώτα χρόνια ήταν υπέροχα», θυμάται ο ίδιος, «όπου και να κοιτούσες έβλεπες κάτι παράξενο και μαγικό. Αλλά για να ζήσεις σε αυτήν την πόλη έπρεπε να αποκτήσεις τη νοοτροπία του Βραζιλιάνου, δηλαδή καρναβάλι, ποδόσφαιρο, άφθονα ποτά, κοκαΐνη, σε ένα μέρος όπου η βία αποτελούσε καθημερινότητα. Έπρεπε πάντα να κυκλοφορώ στο δρόμο με ένα συγκαταβατικό χαμόγελο, καθώς όσα χρόνια και να έμεινα, ήμουν πάντα ο λευκός ξένος». Στη Βραζιλία έμπλεξε και στον τελευταίο του καβγά μαζί με τον ντράμερ Τόμας Γουάιντλερ. «Ήμασταν σε ένα εστιατόριο και οι σερβιτόροι μάς πρόσβαλαν», διηγείται, «οπότε ξεκινήσαμε έναν καβγά αναποδογυρίζοντας καρέκλες και τραπέζια, ώσπου ο μάγειρας, ένας πραγματικά θεόρατος τύπος, βγήκε από την κουζίνα και μας πέταξε έξω».