Το ρεπορτάζ του τηλεοπτικού προγράμματος 7,30 Report του ABC, την περασμένηΤρίτη, για τις τιμές των σπιτιών στην Αυστραλία, πρόσθεσε στο θυμό μου για τη συνεχή αύξηση των τιμών των σπιτιών από παράνομους, ξένους επενδυτές και το αδιάφορο, αποσυντιθέμενο αυστραλιανό κράτος.

Το ρεπορτάζ επιβεβαίωσε την καταγγελία, ότι η ασυδοσία που κυριαρχεί στην αγορά σπιτιών την τελευταία εξαετία -με την ανοχή του κράτους-, έχει ανεβάσει τις τιμές των σπιτιών κατά 50,1% στο Σίδνεϊ και κατά 47,5% στη Μελβούρνη, αυξήσεις που θέτουν εκτός αγοράς ντόπιους αγοραστές πρώτης κατοικίας στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της επικράτειας.

Τους τελευταίους τρεις μήνες έχω παρευρεθεί σε πολυάριθμες δημοπρασίες (Auctions) σπιτιών στα ανατολικά και στα νοτιοανατολικά προάστια της Μελβούρνης. Κάθε δημοπρασία, που παρευρέθηκα, ήταν και μία εμπειρία επιθετικής εισβολής αλλοδαπών στην κτηματαγορά της Μελβούρνης, το κόστος της οποίας πληρώνουν οι ντόπιοι ενδιαφερόμενοι, κυρίως μόνιμοι κάτοικοι Αυστραλίας που ενδιαφέρονται να αγοράσουν πρώτη κατοικία ή πολίτες τρίτης ηλικίας, που μετά το φευγιό των παιδιών από το σπίτι θέλουν να αντικαταστήσουν τα μεγάλα σπίτια τους με μικρότερα.

Οι αλλοδαποί αγοραστές -στην πλειοψηφία τους Κινέζοι-, κυριάρχησαν στις περισσότερες δημοπρασίες που παρευρέθηκα, πληρώνοντας υπερβολικά ποσά για την αγορά ακίνητων περιουσιών που, καθ’ ομολογία κτηματομεσιτών, δεν άξιζαν τα χρήματα που διετέθησαν για την αγορά τους. Εκτιμάται, ότι η άρνηση του αυστραλιανού κράτους να ελέγξει ποιοι επενδύουν νόμιμα και ποιοι παράνομα, έχει ανεβάσει τις τιμές των σπιτιών από 10% έως 20% πάνω από τις τιμές της αγοράς.
Η εμπειρία που απέκτησα από τη σύντομη, αλλά εντατική σπουδή της κτηματαγοράς είναι, ότι οι νέοι και οι νέες, οι νεαροί οικογενειάρχες που βγαίνουν στην αγορά για ν’ αγοράσουν το πρώτο σπίτι τους έχουν ελάχιστες ελπίδες, αν όχι καμία ελπίδα, να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα, διότι, όπως μου το έθεσε κτηματομεσίτης, ο οποίος ζήτησε να μείνει ανώνυμος, «όταν αρχίζουν να χτυπούν περιουσίες Κινέζοι αγοραστές, κάνουν συνήθως την τελευταία προσφορά», δηλαδή αγοράζουν το σπίτι ή το διαμέρισμα που τους ενδιαφέρει, ανεξαρτήτως κόστους.

Το διαπίστωσα, πολλοστή φορά, το περασμένο Σάββατο σε δημοπρασία σε ανατολικό προάστιο. Λοιπόν, ένα σπίτι τούβλινο δύο υπνοδωματίων, με ένα μπάνιο, μικρή σαλοτραπεζαρία, υποτυπώδη κουζίνα, πέντε πιθαμές αυλή, αλλά χωρίς γκαράζ πουλήθηκε 587 χιλιάδες δολάρια. Καλά διαβάσατε, 587 χιλιάδες δολάρια. Ποιος το αγόρασε; Ένας νεαρός Κινέζος, μετά από σκληρή «μονομαχία» με συμπατριώτη του – σημειώστε, ότι πριν τη δημοπρασία οι κτηματομεσίτες έλεγαν στους ενδιαφερόμενους ότι η τιμή του σπιτιού δεν θα πλησίαζε τις πεντακόσιες χιλιάδες δολάρια – high four hundreds – λιγότερο απ0 500 χιλιάδες δολάρια έλεγαν σε όσους ρωτούσαν. Αν στην τιμή προστεθεί ο φόρος μεταβίβασης η αξία του ξεπέρασε τις 600 χιλιάδες δολάρια. Υπερβολική τιμή.

Κατά τους ειδικούς, οι χαμηλοί τόκοι και η ταχύρυθμη αύξηση του πληθυσμού αυξάνουν τη ζήτηση σπιτιών. Η αυξανόμενη ζήτηση σπιτιών ανεβάζει, αναπόφευκτα, τιμές τους, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα. Ο τρίτος παράγοντας, που ευθύνεται για την άνοδο των τιμών είναι τα φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις σε ακίνητες περιουσίες που προσφέρει το κράτος σε ντόπιους και ξένους επενδυτές. Τέλος, στην αύξηση των τιμών συντελούν και τα υψηλά στεγαστικά δάνεια που προσφέρουν οι τράπεζες σε πελάτες τους, που τους επιτρέπουν να αγοράζουν σε υψηλότερες τιμές με υψηλό κίνδυνο οικονομικού «στριμώγματος», αν ανεβούν οι τόκοι και η κτηματαγορά ολισθήσει σε ύφεση, εξελίξεις που θα μειώσουν την αξία των ακινήτων και των εγγυήσεων για την εξασφάλιση του δανείου.

Οι ειδικοί εκφράζουν ανησυχίες για την ανισόπεδη αύξηση των τιμών των σπιτιών στη Μελβούρνη και το Σίδνεϊ και εκφράζουν φόβους για ύφεση της αγοράς, όταν ανεβούν οι τόκοι, περιοριστούν οι επενδύσεις ξένων και οι τράπεζες «εκλογικεύσουν» τα δάνεια σε πελάτες τους για την αγορά σπιτιών. Η πρόεδρος του Διεθνούς Νομισματικού ταμείου (ΔΝΤ), Christine Lagarde, επισήμανε την ανάγκη λήψης μέτρων για την αναχαίτιση των τιμών των σπιτιών και εκτίμησε, ότι «η ικανή ηγεσία της Αποθεματικής Τράπεζας Αυστραλίας θα αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το πρόβλημα».

Το πρόβλημα διογκώνεται από την ανεξέλεγκτη εισροή ξένων κεφαλαίων στην αυστραλιανή αγορά για επενδύσεις σε σπίτια και διαμερίσματα. Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν, ότι το ποσοστό των ξένων επενδύσεων σε σπίτια ανέρχεται σε 4,5% του συνόλου των πωλήσεων. Εκτιμάται, ότι το ποσοστό είναι κατά πολύ μεγαλύτερο, αλλά αποσιωπάται από το επίσημο κράτος, το οποίον δεν διατηρεί εθνικό μητρώο πωλήσεων ώστε να μπορεί να ελέγχει ανά πάσα στιγμή τις εγχώριες και ξένες επενδύσεις καθώς και να μπορεί να διαχωρίζει τις νόμιμες από τις παράνομες ξένες επενδύσεις.

Η σχετική, κρατική νομοθεσία επιτρέπει την αγορά καινούριων σπιτιών, μόνο, από αλλοδαπούς επενδυτές. Δυστυχώς, ο κρατικός φορέας Ελέγχου Ξένων Επενδύσεων (Foreign Investment Review Board) βρίσκεται μονίμως σε αφασία και δεν κάνει έλεγχο των ξένων επενδύσεων σε κατοικίες.
Σε συνέντευξή της στην εκπομπή 7,30 Report, η βουλευτής του Λίμπεραλ Πάρτι και προεδρεύουσα Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ελέγχου Ξένης Ιδιοκτησίας, Kelly O’Dwyer, καταγγέλλει, ότι «την τελευταία εξαετία δεν έχει γίνει κανένας έλεγχος των ξένων επενδύσεων σε κατοικίες, άρα δεν έχει διωχθεί ποινικά μήτε ένα ξένος επενδυτής, που επενδύει παράνομα».

Στην ίδια συνέντευξη, η κ. O’Dwyer εξέφρασε τη λύπη της για την «ανεπάρκεια» της Επιτροπής Ελέγχου Ξένων Επενδύσεων, αποτέλεσμα της οποίας είναι «η έλλειψη εθνικού μητρώου ξένων επενδύσεων», δηλαδή αδυναμία του κράτους να ελέγξει πόσοι από τους ξένους επενδυτές επενδύουν νόμιμα.
Η σκόπιμη απουσία του κράτους από την αγορά έχει δημιουργήσει και τις αγορές «φαντάσματα». Οι κτηματομεσίτες υπολογίζουν, ότι 70% των σπιτιών που πωλούνται εβδομαδιαίως κατοικούνται από τους αγοραστές τους, ενώ το υπόλοιπο 30% παραμένουν κλειστά διότι οι ιδιοκτήτες τους είναι ξένοι επενδυτές, που διαμένουν στο εξωτερικό. Τα σπίτια «φαντάσματα» είναι παράνομες επενδύσεις, τις οποίες το κράτος παραβλέπει σκόπιμα, προκειμένου να μην διακοπεί η ροή χρημάτων από το εξωτερικό.

Τι θα κάνουν οι νέοι, πού θέλουν αλλά δεν μπορούν να αγοράσουν σπίτι; Ρώτησα γνωστό, έμπειρο κτηματομεσίτη της Μελβούρνης. «Με τα σημερινά δεδομένα της αγοράς θα πρέπει να περιμένουν να πεθάνουν οι γονείς τους για ν’ αποκτήσουν σπίτι» ήταν η απόλυτα σοβαρή απάντησή του.