ΤΕΛ ΑΒΙΒ, Κυριακή.- Το αποτέλεσμα των ισραηλινών εκλογών προσφέρεται για άντληση ουσιαστικών συμπερασμάτων, μολονότι η διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης αναμένεται ιδιαίτερα πολύπλοκη.

Προς το παρόν, ουδείς μπορεί να προβλέψει τι είδους κυβερνητικό σχήμα θα προκύψει μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων της προέδρου του Καντίμα, Τζίπι Λίβνι, και του ηγέτη του Λικούντ, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, με τις μικρότερες παρατάξεις της Κνεσέτ. Το γεγονός ότι τόσο η κ. Λίβνι όσο και ο κ. Νετανιάχου αυτοανακηρύχθηκαν, τα ξημερώματα της Τετάρτης, νικητές της εκλογικής αναμέτρησης είναι ενδεικτικό του θολού τοπίου. Το αποτέλεσμα των εκλογών, ωστόσο, δεν μπορεί να κρύψει τα ορατά ρεύματα στο εσωτερικό της ισραηλινής κοινωνίας.

ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Κατ’ αρχάς, οι εκλογές εξελίχθηκαν σε συντριβή για τη λεγόμενη παραδοσιακή Αριστερά. Συνολικά, τα κόμματα του αριστερού χώρου κατέλαβαν μόλις 16 έδρες στην Κνεσέτ των 120 μελών – 13 οι Εργατικοί και 3 το Μεέρετς. Την ίδια στιγμή, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αφοσίωση των Ισραηλινών ψηφοφόρων στα μεγάλα κόμματα είναι σήμερα πιο ρευστή από ποτέ. Το δεξιό Λικούντ, για παράδειγμα, το οποίο είχε κερδίσει 12 έδρες στις εκλογές του 2006, καταλαμβάνει σήμερα 27. Παρ’ όλα αυτά, η μάχη μεταξύ της ιστορικής παράταξης των Εργατικών με το ηλικίας μόλις τριών ετών Καντίμα για τον έλεγχο του κεντροαριστερού χώρου δεν πέρασε απαρατήρητη. Φαίνεται, λοιπόν, πως το Καντίμα επικράτησε.

Κατά δεύτερον, οι εκλογές αυτές θα μείνουν στην Ιστορία διότι σημαδεύτηκαν από την ανάδυση στο προσκήνιο του πολιτικού τοπίου του Ισραέλ Μπεϊτινού. Η τρίτη θέση που κέρδισε το κόμμα του σκληροπυρηνικού, Αβιγκντόρ Λίμπερμαν, αναδεικνύει επίσης την κατιούσα πορεία των Εργατικών. Το Ισραέλ Μπεϊτινού καταλαμβάνει πλέον 15 έδρες, έναντι 13 του Εργατικού Κόμματος. Ο κ. Λίμπερμαν μονοπώλησε, όπως ήταν αναμενόμενο, το ενδιαφέρον των διεθνών μέσων ενημέρωσης. Οι αμύητοι στα μυστικά της ισραηλινής πολιτικής ζωής βιάστηκαν να τον χαρακτηρίσουν “ακροδεξιό” και να τον συγκρίνουν με τον Γιεργκ Χάιντερ και τον Ζαν Μαρί Λεπέν.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, το φαινόμενο Λίμπερμαν είναι πολύ πιο σύνθετο. Ο γεννημένος στη Μολδαβία ηγέτης του Ισραέλ Μπεϊτινού, αφουγκράστηκε και εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο την οργή πολλών Ισραηλινών Εβραίων για την ριζοσπαστικοποίηση των αραβικής καταγωγής συμπολιτών τους. Τρανό παράδειγμα αποτελεί η απόφαση του ηγέτη του μεγαλύτερου κόμματος της αραβικής μειονότητας, Μπαλάντ, Αζμί Μπισαρά, να εγκαταλείψει τη χώρα όταν κατηγορήθηκε για συνεργασία με τη Χεζμπολάχ κατά τη διάρκεια του πολέμου στον Λίβανο. Ο κ. Λίμπερμαν αντιλήφθηκε ότι τα μεγάλα κόμματα δεν τολμούσαν να ασχοληθούν με το συγκεκριμένο θέμα, κρίνοντας ότι είναι “εξαιρετικά ευαίσθητο” και έστρεψε εκεί την προσοχή του.

Η πλειοψηφία των Ισραηλινών πολιτικών αναλυτών, ωστόσο, συμφωνεί ότι η συμπεριφορά του κ. Λίμπερμαν στο εσωτερικό ενός κυβερνητικού συνασπισμού δεν θα θυμίζει σε τίποτα τον “λαϊκιστή” ηγέτη της προεκλογικής περιόδου. Έχει, άλλωστε, ήδη διατελέσει υπουργός Μεταφορών, Υποδομών και Στρατηγικών Υποθέσεων σε προηγούμενες κυβερνήσεις συνασπισμού. Όσοι συνεργάστηκαν μαζί του υποστηρίζουν ότι πρόκειται για έναν υπεύθυνο και σοβαρό πολιτικό.

Όσον αφορά τις πιθανές συνεργασίες, υπάρχουν δύο σοβαρές πιθανότητες. Το πρώτο σενάριο θέλει το Λικούντ και το Καντίμα να σχηματίζουν μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Υπενθυμίζεται ότι την περίοδο 1984-1988 το Λικούντ και οι Εργατικοί είχαν συνυπάρξει στην εξουσία. Στην περίπτωση αυτή, το Καντίμα και το Λικούντ θα εντάξουν στον κυβερνητικό συνασπισμό είτε τους Εργατικούς, είτε το Ισραέλ Μπεϊτινού. Αν επαληθευτεί το παραπάνω σενάριο, τότε η κ. Λίβνι και ο κ. Νετανιάχου θα βρεθούν εκ περιτροπής στην πρωθυπουργία για μια διετία. Η άλλη σοβαρή πιθανότητα σχετίζεται με τον σχηματισμό μιας δεξιάς κυβέρνησης υπό τον κ. Νετανιάχου με τη συμμετοχή των εθνικιστικών κομμάτων, καθώς και των θρησκευτικών.

Είναι δεδομένο ότι τα κόμματα της δεξιάς κυριαρχούν στη νέα Κνεσέτ ελέγχοντας 63 έδρες, τη στιγμή που αυτά της αριστεράς μόλις 56. Επισημαίνεται δε, ότι στα λεγόμενα κόμματα του αριστερού μπλοκ προσμετρώνται και τα αραβικά, τα οποία έχουν προ πολλού ξεκαθαρίσει ότι δεν θα υποστηρίξουν ούτε την κ. Λίβνι, ούτε τον κ. Νετανιάχου. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται ότι οι πιθανότητες να σχηματίσει κυβέρνηση δίχως το Λικούντ ή το Ισραέλ Μπεϊτινού είναι μηδαμινές. Την ίδια στιγμή δε, είναι γνωστό ότι ο κ. Λίμπερμαν προτιμάει να συμμετάσχει σε μια κεντροδεξιά κυβέρνηση παρά σε μια κεντροαριστερή.

Το βασικό συμπέρασμα, πάντως, των εκλογών είναι ότι οι Ισραηλινοί παραμένουν διαιρεμένοι όσον αφορά τη στάση που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα απέναντι στους Παλαιστινίους. Ελάχιστοι πιστεύουν ότι μια τελική συμφωνία με τους Παλαιστίνιους είναι εφικτή στο εγγύς μέλλον. Λίγοι, ακόμα, υποστηρίζουν την πολιτική της διατήρησης όλων των εδαφών που κατέχει το Ισραήλ στη Δυτική Όχθη. Συνεπώς, μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό το Καντίμα και το Λικούντ, θα ήταν η πλέον αντιπροσωπευτική των ρευμάτων που κυριαρχούν σήμερα στην ισραηλινή κοινωνία.

ΛΙΜΠΕΡΜΑΝ, ΕΝΑΣ “ΤΑΥΡΟΣ” ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Ο Αβιγκντόρ Λίμπερμαν, γνωστός και ως ο “Μαινόμενος Ταύρος” της ισραηλινής πολιτικής σκηνής, υπήρξε μπράβος νυχτερινού κέντρου, πριν ασχοληθεί με την πολιτική και αναδείξει για πρώτη φορά το κόμμα του, Ισραέλ Μπεϊτινού (Ισραήλ, η Πατρίδα μου), σε υπολογίσιμη πολιτική δύναμη με 11 έδρες στην Κνεσέτ του 2006.

Ο Λίμπερμαν, γεννημένος στη Μολδαβία το 1958, πραγματοποίησε “Αλιγιά” (μετέβη δηλαδή στην εβραϊκή πατρίδα για να ζήσει μόνιμα εκεί) το 1978 και σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ. Έκτοτε, πέτυχε να συσπειρώσει στο κόμμα του την πλειοψηφία του ενός εκατομμυρίου Ρώσων μεταναστών στη χώρα, ενώ παραιτήθηκε από την κυβέρνηση συνασπισμού του Καντίμα, τον Ιανουάριο του 2008, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις ειρηνευτικές συνομιλίες, υπό αμερικανική αιγίδα, με τους Παλαιστινίους στην Αννάπολη των ΗΠΑ.

Υπήρξε υπουργός Υποδομών μεταξύ 1999 και 2002 και υπουργός Μεταφορών μεταξύ 2003 και 2004, όταν εκδιώχθηκε από τη θέση του, αφού αντιτάχθηκε δημόσια στα σχέδια του τότε πρωθυπουργού Αριέλ Σαρόν για εκκένωση των εβραϊκών εποικισμών της Γάζας.

Μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προεκλογικές του προτάσεις, αφορά την ψήφιση νόμου, που θα υποχρεώνει τους Ισραηλινούς Άραβες, να ορκίζονται πίστη στο Ισραήλ ως εβραϊκό κράτος.