Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο Κεμάλ, όταν κατάργησε το Μουσουλμανικό Χαλιφάτο κατά το 1924, έθεσε ζήτημα καταργήσεως και μεταφοράς εκτός Τουρκίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και του Αρμενικού Πατριαρχείου (μονοφυσιτικού) που είχε μεταφερθεί στην Πόλη επί Μωάμεθ του Πορθητή και την Μεγάλη Αρχιραββινεία που, επίσης, είχε μεταφερθεί στην Πόλη από τον Πορθητή για καλύτερο έλεγχο των υποδούλων, Ελληνορθόδοξων, Αρμενίων και Ισραηλιτών. Και αν τελικώς κατορθώθηκε να διατηρηθεί το Πατριαρχείο, δεν έπαυσε να αποτελεί «κάρφος εις τον οφθαλμό» των Τούρκων ηγητόρων και να καταβάλλονται προσπάθειες για μείωση της ισχύος του και για περιορισμό των δυνατοτήτων του. Αντίστοιχη ήταν και η προσπάθεια για την καταστολή της ελληνικής εκπαίδευσης στην Πόλη, μετά από χιλιετίες ακμής και λάμψεώς της από το αρχικά ταπεινό Βυζάντιο μέχρι την Κωνσταντινούπολη των Αυτοκρατόρων και Βασιλίδα των πόλεων και την υπόδουλη στους Σουλτάνους Πόλη. Σήμερα δεν λειτουργεί καμία ελληνική ανωτέρα ή ανωτάτη σχολή ενώ και στα «μειονοτικά» ελληνικά σχολεία, που όλα αντιμετωπίζουν πρόβλημα οικονομικής επιβιώσεως, φοιτούν μόλις 148 μαθητές (στοιχεία του 1999 και υπολογίζεται πως σήμερα είναι λιγότεροι).

Η συγγραφέας (Ειρήνη Σαριόγλου) παρακολουθεί προσεκτικά την πολιτική καταπνίξεως του ελληνικού στοιχείου στην Κεμαλική Τουρκία και τις διώξεις που υπέστη τούτο, όχι μόνο με τις σφαγές και τα δολοφονικά επεισόδια, αλλά και με άλλα μέσα, μεταξύ των οποίων πρωτεύοντα ρόλο διαδραμάτισε ο φόρος περιουσίας (βαρλίκι) διά του οποίου ουσιαστικώς οι ελληνικές εμπορικές περιουσίες και οι έμποροι καταδικάστηκαν σε πτώχευση ή και σε φυγή. Ας σημειωθεί ότι ο εν λόγω φόρος θεσπίστηκε σε περίοδο «βελτιώσεως» των σχέσεων Αθηνών -Άγκυρας, μετά την προσέγγιση Βενιζέλου -Κεμάλ, από την οποία (προσέγγιση) η Ελλάδα δεν κέρδισε τίποτα. Η θεωρητική «αναθέρμανση» των σχέσεων των δύο κρατών μετά το 1945, επί Πατριαρχίας Αθηναγόρα, δεν έπεισε τους Τούρκους για τις προθέσεις του Πατριάρχη και δεν κατόρθωσε να αποδώσει καρπούς. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι επί Αθηναγόρα σημειώθηκαν τα δραματικά Σεπτεμβριανά του 1955 και οι μαζικές απελάσεις Ελλήνων το 1964, ενώ επί του διαδόχου του Δημητρίου σημειώθηκε η τελευταία μεγάλη φυγή των Ελλήνων μετά την εισβολή «Αττίλα» στην Κύπρο το 1974. Η συγγραφέας τονίζει ότι η πολιτική του Κεμαλικού κράτους στο ζήτημα των μειονοτήτων υπήρξε τελείως αντίθετη προς εκείνη των Σουλτάνων. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ανέχθηκε τους μειονοτικούς πληθυσμούς και έδωσε στους Χριστιανούς και Ισραηλίτες υπηκόους της κάποια δικαιώματα που τελικώς ενσωματώθηκαν σε συνταγματικές πράξεις κατά τη διάρκεια του β’ ημίσεως του 19ου αιώνα. Έστω και αν δεν τηρούνταν κατά τους πρώτους αιώνες της Αυτοκρατορίας, ή τουλάχιστον δεν τηρούνταν παντού και πάντοτε, η θέση των «ραγιάδων» ήταν λιγότερο κακή απ’ ότι στο Κεμαλικό κράτος! Η θρησκεία και η εκπαίδευση των Ελλήνων δεν έπαυε να υπάρχει μετά το 1453, ενώ κατά το 19ο αιώνα ιδίως η εκπαίδευση γνώρισε πραγματική ακμή όχι μόνο στην Πόλη, αλλά και σε άλλες πόλεις που είχαν ελληνικό πληθυσμό. Ο Μουσταφά Κεμάλ θεώρησε ότι μια από τις δικαιολογίες-αιτίες της «εισβολής» των Ελλήνων στη Σμύρνη το 1919 αποτέλεσε και η καλλιέργεια του ελληνικού πνεύματος από τα σχολεία μας από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τους διαφόρους συλλόγους, τα εκπαιδευτικά σωματεία και άλλους πνευματικούς φορείς των Ελλήνων -Ρωμιών, όπως τους αποκαλούν στην Τουρκία και επομένως στόχος του (Μουσταφά Κεμάλ) υπήρξε η κατάργηση των σχολείων και των φορέων.

Η Κεμαλική πολιτική αφομοιώσεως όλων των μειονοτήτων και η εξαφάνιση παντός του μη τουρκικού, ώστε να υπάρξει αίσθηση εθνικισμού και μάλιστα «τουρκισμού» είναι η βασική αιτία της βαθμιαίας αλλά καταιγιστικής συρρικνώσεως του Ελληνισμού, όπως και των Ισραηλιτών της Τουρκίας που έφυγαν για να διατηρήσουν την ταυτότητά τους, θρησκευτική και εθνική. Και η Τουρκία έχασε επί δεκαετίες τη δυνατότητα της οικονομικής άνθησης. Όπως αναφέρει η κ. Χ. Δημακοπούλου που έκανε την κριτική παρουσίαση του βιβλίου, η διδακτορική διατριβή της συγγραφέως, της κ. Σαριόγλου είναι βιβλίο που έχει αντλήσει πολλά στοιχεία από τα τουρκικά αρχεία και από τουρκική βιβλιογραφία. Αξίζει κάθε έπαινο για την έρευνα και το πάθος με το οποίο επεδίωξε τη συγγραφή της, αρχίζοντας την συλλογή του υλικού από την ημέρα της αποφοιτήσεώς της από το αγαπημένο της σχολείο, το Ζάππειο Παρθεναγωγείο.