Tην χρονιά που τα καράβια κουβάλησαν τους… γαμπρούς

Δεν γνωρίζω αν το ελληνικό δαιμόνιο ή η πρόκληση για την αναζήτηση ενός καλύτερου τρόπου ζωής, ή τα πολιτικά γεγονότα που αναζωπύρωσαν τις ιδεολογικές διενέξεις και έθεσαν σε δοκιμασία την ομαλότητα και την κοινωνική συνοχή, σημαδεύοντας αρνητικά τη μεταπολεμική περίοδο στη γενέτειρα, με αποτέλεσμα η φτώχεια και η μιζέρια να αναγκάσουν τη νεολαία να αδειάσει την επαρχία, ευθύνονται για το δικό σας υπερπόντιο ταξίδι στους Αντίποδες.
Σίγουρα, όλοι επικαλούμαστε κάποιο λόγο, που σε τελική ανάλυση, θυμίζει ένα συνονθύλευμα όλων μαζί.

Η διόγκωση του αριθμού, που ψάχνει για νέους ορίζοντες, αναλύεται και στο Β’ Τόμο του βιβλίου του Α. Τάμη «Η Ιστορία των Ελλήνων της Αυστραλίας 1957-1975»: «… οι συνέπειες του εμφυλίου πολέμου, τόσο κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής του (1946-1949) όσο και κατά τη μετεμφύλια περίοδο, χαρακτηρίζεται από την επιβολή μιας αυταρχικής και αντιδημοκρατικής πολιτικής διακυβέρνησης, που παράγει ένα πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο, το οποίο ενισχύει τη μεγάλη φυγή τόσο προς τα μεγάλα αστικά κέντρα του εσωτερικού, όσο και προς το εξωτερικό».

Είναι λοιπόν γεγονός, ότι η Αυστραλία, στις αρχές του 1950, έχοντας μειώσει τους μεταναστευτικούς περιορισμούς, θα δεχθεί ένα νέο ρεύμα μετανάστευσης, που ξεκινάει μαζικά για τη μακρινή τούτη χώρα, με κυρίαρχο μέσο μεταφοράς τα μεγάλα υπερωκεάνια, τα οποία σημειολογικά παραπέμπουν στα μεγάλα ατμόπλοια της περιόδου του πρώτου μεταναστευτικού ρεύματος.

«Οι αφίξεις των πλοίων αποτελούσαν κοινωνική εκδήλωση, που συγκέντρωνε την προσοχή, όχι μόνο των συγγενών και φίλων, αλλά και χιλιάδων περίεργων που κατέβαιναν στην αποβάθρα για να συμμετάσχουν στο γεγονός και να συναντηθούν με φιλικά πρόσωπα. Αποτελούσε όμως ψυχολογικά και μια ανακούφιση για τους ερχόμενους στο άγνωστο, νεοαυστραλούς». (Α. Τάμη «Συνοπτική Ιστορία και Φωτογράφηση των Ελλήνων της Αυστραλίας»).
Έτσι, δυο σημεία που βρίσκουν ομόφωνους τους ιστορικούς και τους ερευνητές, είναι ότι η μετανάστευση και εποίκηση είχαν πολιτικά κίνητρα και οικονομικό χαρακτήρα.

Πρόκειται για μια ισχυρή παρουσία μεταναστών στους Αντίποδες, «που ωφέλησε την Αυστραλία στην ανάπτυξη μοντέλων εποίκησης, στήριξε την μεταπολεμική βιομηχανία, έλαβε έντονη δράση στο συνδικαλιστικό κίνημα και σε περιπτώσεις, χρησιμοποιήθηκαν οι παραδοσιακές αξίες της οικογένειας, σαν πρότυπα στην πολιτισμικότητα της αναπτυσσόμενης κοινωνίας». (Εθνικά Αρχεία Καμπέρας).
Tην περίοδο 1955-1975 και ενώ συνεχίζεται η μετανάστευση, ενισχύεται η τάση για «αυτόνομη» μετανάστευση των γυναικών, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει ποσοστιαία η συμμετοχή τους στο σύνολο των μεταναστών. Ο μύθος με τα καράβια με τις «νύφες», είναι μια ωμή πραγματικότητα που την έζησαν και την διατηρούν στην μνήμη χιλιάδες συμπάροικοι, και, που οι διηγήσεις τους αποτελούν ένα κομμάτι ανεκτίμητης αξίας της παροικιακής προφορικής και γραπτής μας Ιστορίας.
Παράλληλα και ενώ η παροικία άρχισε να δραστηριοποιείται μέσα από οργανωμένους φορείς και το «εκκλησιαστικό», ταλάνισε τις σχέσεις Κοινοτήτων και Αρχιεπισκοπής και ταλαιπώρησε τον κόσμο για χρόνια, η σκέψη και η καρδιά τους, ήταν εκεί, στην πάτρια γη και στα μνήματα που άφησαν πίσω τους.
«Όσο μακριά ήταν η Αυστραλία, τόσο πιο κοντά ένοιωθαν την Ελλάδα, αφού και την εκκλησία του Ευαγγελισμού, σ’ αυτήν την αφιέρωσαν». (Επετειακό Λεύκωμα ΕΚΜΒ 1977, άρθρο Χ. Μουρίκη)

ΠΡΩΙΜΟΣ ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Μεταξύ των παραποτάμων Kiewa και Mitt Mitt του ζωοδότη Murray, που διασχίζει την Αυστραλία, βρισκόταν ένα στρατόπεδο, που για πάνω από 30 χρόνια λειτούργησε ως χώρος υποδοχής και φιλοξενίας των μεταναστών.
Είναι το γνωστό Κέντρο Υποδοχής Μεταναστών στην Μπονεγκίλα, ανατολικά της κωμόπολης Wodonga Βικτωρίας, λίγο πριν το Albury στα σύνορα με τη Νέα Νότια Ουαλία.
Σύμφωνα με στοιχεία από τα Εθνικά Αρχεία Καμπέρας, την περίοδο λειτουργίας του, φιλοξένησε 7.700 άτομα. Ήταν, θα μπορούσαμε να πούμε, μια πρώιμη πολυπολιτιστική κοινωνία, όπου συνυπήρξαν πολλές εθνικότητες, αναπτύχθηκαν φιλίες, αφού από καιρού εις καιρόν, οργανώνονται εκδρομές και επετειακές επανασυνδέσεις.

Ωστόσο, αξίζει να πούμε ότι οι Έλληνες μετανάστες, «δεν φαίνεται να πειθαρχούσαν στις αποφάσεις των αρμοδίων του υπουργείου Μετανάστευσης που καθόριζε γι’ αυτούς τον τόπο και τη φύση της εργασίας τους, και, κατέφευγαν στις πόλεις για να βρουν εργασία της αρεσκείας τους». (Εθνικά Αρχεία Καμπέρας).
Έτσι, στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα, ήταν διάχυτη και σταθερή η άποψη, ότι ο ερχομός τους στην Αυστραλία, είχε τη μορφή της μόνιμης εποίκησης. Γι’ αυτό, στόχος τους ήταν μετά την εξασφάλιση εργασίας, να δημιουργήσουν οικογένεια και να εξοικονομήσουν την προκαταβολή για την απόκτηση του πρώτου σπιτικού, ώστε να μπορέσουν να ριζώσουν.
1955. Τα ελληνικά καφενεία στους δρόμους Lonsdale, Russell, Exhibition  και Bourke στην πόλη, λειτουργούσαν και σαν εστιατόρια και Κέντρα πληροφόρησης και εξεύρεσης εργασίας. Παρ’ ότι δε που πολλά από τα καφεστιατόρια της πόλης ήταν σε ελληνικά χέρια – αγοράστηκαν από τους πρώτους σκαπανείς και πέρασαν στους απογόνους τους, η κουζίνα ήταν αγγλοσαξονική.

Ωστόσο, κατά γενική ομολογία, η καλύτερη συντροφιά του Έλληνα Αυστραλιώτη, ήταν η εφημερίδα. Για την περίοδο που μιλάμε, το «Φως», ο «Πυρσός», η «Νέα Πατρίδα» και ο «Νέος Κόσμος», αποτέλεσαν τον συνδετικό κρίκο με τα δρώμενα στην χώρα και τη γενέτειρα.
Ο «Νέος Κόσμος», συνεχίζει ακάθεκτα από το 1957 την ανοδική του πορεία και με σύνθημα «Μεγαλώσαμε και Προχωράμε Μαζί», αφουγκράζεται τον παλμό της παροικίας και είναι το μάτι και το αυτί του Ελληνοαυστραλού και του Αυστραλοέλληνα στα θέματα που τους απασχολούν.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η Μελβούρνη, με δεδομένο ότι δέχθηκε τις συμπαγέστερες μάζες του ελληνισμού, κατάφερε στα μέσα του ‘80, να γίνει η τρίτη εκτός Ελλάδας μεγαλύτερη ελληνική πόλη, μετά την πρωτεύουσα και τη Νύφη του Θερμαϊκού.

Μια πόλη  με έντονα δείγματα ελληνικού πολιτισμού, όπου η Ελληνομάθεια έφτασε στην κορυφή της πυραμίδας, με πλούσια πολιτιστική κίνηση και ένα μέλλον που υποσχόταν…  πολλά.

ΤΟ ΠΟΝΤΟΠΟΡΟ «ΤΑΣΜΑΝΙΑ»

Το ταξίδι, με το υπερωκεάνιο «Τασμανία» – πρώην «Anna Salen» – με ημερομηνία αναχώρησης την 23η Αυγούστου του 1955 από τον Πειραιά για τη Μελβούρνη, γράφεται σήμερα για χάρη της Ιστορίας, με τη βοήθεια ομάδας συμπαροίκων, επιβατών τότε, που με χαρά δέχτηκαν να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο ντοκιμαντέρ που ακολουθεί.
Πρόκειται για ένα συνηθισμένο Αυγουστιάτικο πρωινό, με τον βασιλιά ήλιο να ανηφορίζει στον Αττικό ουρανό και μια θάλασσα γαλανή και ήρεμη, να προκαλεί και να υπόσχεται πολλά, σε αυτούς που από νωρίς άρχισαν να κατεβαίνουν προς την παραλία.
Ο σκηνοθέτης, που έχει και τον τελευταίο λόγο στο γύρισμα, αφού τακτοποίησε κάποιες λεπτομέρειες με τις πονεμένες μάνες, όσες κατάφεραν να έλθουν με το λεωφορείο της γραμμής και που έχουν κρυμμένο το πρόσωπο μ’ ένα σκουρόχρωμο μαντήλι που καλύπτει επιμελημένα τα βουρκωμένα τους μάτια, στέκεται για λίγο κοντά στους ηλιοκαμένους πατέρες, που με δυσκολία προσπαθούν να κρύψουν  τη συγκίνησή τους. Στη συνέχεια, μιλά για λίγο με τους λιγοστούς συγγενείς και φίλους που περιτριγυρίζουν τους ταξιδιώτες και δίνει το πρόσταγμα στους τεχνικούς για το γύρισμα.
Με μιάς, η σειρήνα του υπερωκεάνιου, που ξεκουράζεται νωχελικά στα νερά του λιμανιού στην Ακτή Τζελέπη, σπάει τη βουβαμάρα και πρωταγωνιστές και κομπάρσοι, συνομιλούν, χειρονομούν και προσεγγίζουν στην αποβάθρα για το τελευταίο αντίο.
Το ταξίδι αρχίζει, όπως και η ιστορία της μετανάστευσης των περισσότερων από εμάς.

Γιαννούλα Παναγιωτοπούλου, από το Χρυσοχώρι Μεσσηνίας.

«Το καράβι πλεύρισε στην αποβάθρα του Port Melbourne, στις 23 Σεπτεμβρίου του 1955. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ένα μέρος είχε πιάσει φωτιά και φοβηθήκαμε. Είχαμε βλέπετε και τα τέσσερα παιδιά μας, τα δίδυμα – το Δημήτρη και τον Παναγιώτη, την Αλεξάνδρα, και το Ανδρέα που απεβίωσε. Αργότερα γεννήθηκε η Ολυμπία. Θυμάμαι ότι μαζί με άλλους συνταξιδιώτες, μας φόρτωσαν στο τρένο και μας πήγαν στον Κέντρο Υποδοχής Μεταναστών, στη Μπονεγκίλα.Οι άνδρες όμως ζητούσαν δουλειά. Έτσι, σε δυο βδομάδες μαζέψαμε ξανά τα λιγοστά μας πράγματα και μας πήγαν στο Townsville. Ο άνδρας μου εργαζόταν στην κατασκευή δρόμων κι εγώ φρόντιζα τα παιδιά. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη και είχε πολλά κουνούπια. Επίσης δεν υπήρχε καθαρό νερό. Η περιοχή είχε πολλούς ιθαγενείς. Μετά από τρεις μήνες και με 70 λίρες στο χέρι, πήραμε το τρένο για τη Μελβούρνη.
Και εδώ άρχισε άλλος Γολγοθάς. Δυσκολευτήκαμε πολύ να ενοικιάσουμε δωμάτια. Δεν μας ήθελαν γιατί ήμασταν έξι άτομα. Τελικά κι αφού ο σύζυγός μου τακτοποιήθηκε στο General Motors, μαζέψαμε τις οικονομίες μας και αγοράσαμε το πρώτο μας σπίτι, που ήταν στο North Melbourne.
Όταν μεγάλωσαν τα παιδιά, εργάστηκα σε εργοστάσιο κονσερβοποιίας φρούτων.
Επιθυμία μου, ήταν να βρεθώ ξανά με άτομα που συνταξιδέψαμε. Έχω τηλεφωνική επικοινωνία με την κ. Χρυσούλα Αναγνωστοπούλου.
Χαρά της ζωής μου, είναι τα δεκατρία μου εγγόνια και τα δεκατέσσερα δισέγγονά μου.

Δημήτρης Παρασκευόπουλος, από το Πυρί Γορτυνίας, 22 ετών.

Μόλις είχα απολυθεί από το στρατό. Υπηρέτησα μάλιστα και έντεκα μήνες στο σώμα της Ελλάδας με τους Συμμάχους στην Κορέα. Για την Αυστραλία, το μόνο που γνώριζα, ήταν ότι θα φιλοξενούσε την επόμενη χρονιά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Από το χωριό μου είχαν φύγει μια οικογένεια με δυο παιδιά και δυο παλικάρια. Τους ακολούθησα μέσω της ΔΕΜΕ.
Στο Κέντρο έμεινα 18 μέρες. Δεν ήταν άσχημα. Ήμασταν όλοι νέοι και διψούσαμε για μεροκάματο. Μας πήγαν στη Βρισβάνη σε ένα εργοστάσιο που φορτώναμε τσιμέντα. Η δουλειά ήταν σκληρή. Με την πρώτη ευκαιρία λοιπόν, χωρίς χρήματα και γλώσσα, σκαρφάλωσα σε ένα βαγόνι και έφτασα στη Μελβούρνη. Παρακινδυνευμένο, αλλά το τόλμησα.
Εδώ εργάστηκα σκληρά όπως άλλωστε και όλοι μας. Τις Κυριακές εκκλησιαζόμασταν στον Ευαγγελισμό επί της Victoria Parade στο East Melbourne. Εκεί, είχαμε την ευκαιρία να δούμε και κανένα κορίτσι. Η εκκλησία, όπως μας έλεγαν, χτίστηκε με την συνδρομή των πρώτων σκαπανέων το1897.
 Είμαι ευχαριστημένος από τη ζωή. Έκανα οικογένεια και τώρα μαζί με τη σύζυγό μου Σταματία, χαιρόμαστε τα οκτώ εγγονάκια μας.
Το πρώτο μας σπίτι ήταν στο St. Albans. Η πρώτη μου δουλειά στο General Motors.

Θεόδωρος Σπανός, από το Λεωνίδιο Κυνουρίας, 32 ετών.

Η γνωριμία μου με την Αυστραλία και τους Αυστραλούς έγινε το 1950, όταν υπηρέτησα στην 1η αποστολή του Τάγματος της Ελλάδας με το Συμμαχικό στρατό στην Κορέα. Έτσι, όταν αποφάσισα για το μεγάλο ταξίδι, νόμισα πως θα πήγαινα σε τόπο…  γνώριμο.
Από την Μπονεγκίλα, μας πήγαν στην Κεντρική Αυστραλία, εργάτες στην κατασκευή δρόμων. Οι συνθήκες ήταν δύσκολες, η ζέστη τρομερή, αλλά κάναμε υπομονή. Έπρεπε να δουλέψουμε. Εκεί έμεινα γύρω στους τέσσερις μήνες. Μετά, μαζί με άλλα παιδιά, κατεβήκαμε στην πόλη.
Στη Μελβούρνη, το ‘55, οι Έλληνες ήταν λιγοστοί. Υπήρχε όμως αλληλοβοήθεια. Εργάστηκα σκληρά και όπως όλοι, με υπερωρίες. Η ξεκούραση ερχόταν την Κυριακή, με μια βόλτα κοντά στο Exhibition Building, για να δούμε κάποιο συγχωριανό ή συμπατριώτη. Δεν μετάνιωσα για τίποτε. Στόχος μου ήταν να φτιάξω μια καλύτερη ζωή και τα κατάφερα. Έκανα πέντε ταξίδια στη γενέτειρα. Η Αυστραλία όμως με κέρδισε.
Τα έξη μας εγγόνια είναι η χαρά της ζωής και ανταμοιβή των κόπων μου και της συζύγου μου, Σταυρούλας.
Το πρώτο μας σπίτι ήταν στο Brunswick και η πρώτη μου δουλειά στο General Motors.


Γεώργιος Λέως, από το Μαρί Κυνουρίας, 21 ετών.

Στην καμπίνα ήμασταν γύρω στα 45 άτομα. Οι σκάλες που συνέδεαν τις καμπίνες με την τραπεζαρία, ήταν απότομες κι έτσι προτιμούσα να κοιμάμαι σε μια πολυθρόνα στο κατάστρωμα. Θυμάμαι ότι ήταν περισσότεροι οι άνδρες, λιγοστές οι γυναίκες και καμιά δεκαριά ανδρόγυνα.
Ένα βράδι εκεί στην ερημιά και τη σκοτεινιά του ωκεανού, η θάλασσα άρχισε να φουσκώνει. Αν και η πλώρη πάλευε περήφανα με τα κύματα, εμείς φοβηθήκαμε. Μας είπαν ότι ήταν κυκλώνας, ένα φαινόμενο που σχηματίζεται στα νερά των τροπικών περιοχών και προκαλεί μεγάλη θαλασσοταραχή.
Στη Μελβούρνη, που ρίξαμε άγκυρα, εργάστηκα όπως και οι περισσότεροι σκληρά. Η ψυχαγωγία ήταν περιορισμένη. Με τους συγχωριανούς μου συναντιόμασταν που και που σε σπίτια και τα λέγαμε.
Για έξοδο, είχαμε τον κινηματογράφο. Θυμάμαι, στο Nicholas Hall που ήταν δίπλα από την Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης, προβάλλονταν ελληνικές ταινίες. Ήταν μια παρηγοριά για μας τους μετανάστες.
Μετά φυσικά ήλθε η οικογένεια και η ευτυχία μου και της συζύγου μου Φρειδερίκης, επιστεγάστηκε με την γέννηση των δύο εγγονών μας.
Το πρώτο μας σπίτι ήταν στο Brunswick και η πρώτη δουλειά στο General Motors. Πιστεύω, πως αν αυτή η βιομηχανία μπορούσε να μιλήσει, θα είχε να πει πολλά…


Γεώργιος Θεοδωρόπουλος, από το Δυρράχιο Μεγαλουπόλεως Αρκαδίας, 20 ετών.

Ταξίδεψα μαζί με τέσσερις συγχωριανούς μου μέσω της ΔΕΜΕ. Φτάσαμε βράδυ στο λιμάνι. Δυστυχώς δεν με περίμενε κανένας. Έτσι από το πλοίο, μαζί με άλλους, μας έβαλαν κατευθείαν στο τρένο και μας μετέφεραν στο Μεταναστευτικό Κέντρο στην Μπονεγκίλα.
Εκεί μας υποδέχθηκαν με ζεστασιά, μας έδωσαν καμπίνες και το πρωί, ω τι χαρά! Αντικρίσαμε για πρώτη φορά το φως της Αυστραλίας.
Ακολούθησε ένα γρήγορο ταξίδι στο Port Pirie της Νότιας Αυστραλίας. Η δουλειά στα μεταλλεία ήταν πολύ σκληρή. Έτσι επέστρεψα στο Κέντρο. Κατά καλή μου τύχη, μού βρήκαν δουλειά σε μια φάρμα στο Broadmeadows. Ήμουν ο μόνος εργάτης. Το συμβόλαιο που μού έκλεισε το Κέντρο, ήταν για 12 λίρες την εβδομάδα. Μετά την κράτηση του φόρου, του ενοικίου και της διατροφής είχα στο χέρι 9 λίρες και 2 σελίνια. Το κράτησα για ενθύμιο. Φέρει ημερομηνία 10/10/1955. Πρέπει να προσθέσω πως πέρασα καλά. Μάλιστα η θυγατέρα των φαρμαδόρων, με μάθαινε αγγλικά. Με είχαν σαν μέλος της οικογένειας τους.
Μετά κατέληξα όπως οι περισσότεροι στο General Motors. Βλέπετε στην πατρίδα, περίμεναν πρόσκληση οι τέσσερις αδελφές μου. Έγινε κι αυτό και όλοι έχουμε τις οικογένειες μας.
Έχω δυο γιους. Το πρώτο μας σπίτι ήταν στο Armadale.

Δημήτριος Μαργάνης, από την Παναγίτσα Γορτυνίας 28 ετών.

Μετανάστευσα με τη σύζυγό μου Δήμητρα και τα τρία παιδιά μας μεταξύ δυο και πέντε ετών.
Στην Μπονεγκίλα μείναμε δεκαπέντε μέρες. Από εκεί, μας πήγαν με τρένο βόρεια για δουλειά, σε στρατιωτικές βάσεις. Επόμενος σταθμός ήταν το Townsville. Το Κουήνσλαντ τότε, ήταν γεμάτο φίδια. Φοβόμασταν. Το καθαρό νερό ήταν λιγοστό και η ζέστη αφόρητη. Έπρεπε όμως να δουλέψουμε.
Με τη βοήθεια κάποιου φίλου, βρήκαμε δωμάτιο στη Μελβούρνη – ακούγαμε πως είχε πολλές δουλειές και ένα πρωί, πήραμε το τρένο και ήλθαμε. Μετά τις πρώτες δυσκολίες, πήραμε τη ζωή στα χέρια μας και συνεχίζουμε μέχρι σήμερα.
Μαζί με την οικογένεια, είχα φέρει και την άλλη μεγάλη μου αγάπη. Την κιθάρα μου. Θυμάμαι, όταν έπαιξα για πρώτη φορά στο Townsville, όλοι έκλαιγαν από χαρά. Λίγο η κούραση, λίγο η νοσταλγία, λίγο το άγνωστο, νόμιζαν ότι βρίσκονταν στην πλατεία, σε ένα πανηγύρι του χωριού τους.
Τότε, ξέρετε, γίνονταν πολλά μυστήρια κι ακολουθούσαν οικογενειακά γλέντια. Παίζαμε όμως για ένα χαρτζιλίκι. Αργότερα, έγινα στέλεχος της ορχήστρας «Αράχωβα» και μετά της «Χαραυγής». Έχω τις καλύτερες αναμνήσεις. Αυτά τα γλέντια και οι χοροί ήταν που κράτησαν ενωμένο τον ελληνισμό.
Το πρώτο μας σπίτι ήταν στο Collingwood και η πρώτη μου δουλειά στο General Motors.

Παναγιώτης Τσαλακόπουλος, από τη Φλώρινα, 15 ετών.

Είμαστε έξι αδέλφια. Όλοι, εκτός από το μικρότερο αδελφό, ζούμε στην Αυστραλία. Η αρχή έγινε το 1948 από την αδελφή μου. Ακολούθησε ο πατέρας μου Θεόδωρος και μέχρι το 1955 σμίξαμε όλη η οικογένεια κάτω από το ίδιο σπίτι στο North Fitzroy.
Θυμάμαι, ότι το πλοίο, μετά από 18 περίπου μέρες με ουρανό και θάλασσα, πλεύρισε στη ξηρά. Ήταν, το Φριμάντλ της Δυτικής Αυστραλίας.
 Η πρώτη εικόνα που έχει αποτυπωθεί στη μνήμη μου από τη Μελβούρνη, ήταν οι καμινάδες από τα αμέτρητα εργοστάσια. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα.
Στα 15, θεώρησαν οι δικοί μου ότι ήμουν λίγο μεγάλος για το Δημοτικό και κατά τι μικρός… για το Γυμνάσιο. Έτσι αφού το μπόι μού το επέτρεπε, με κατατάξανε στο εργατικό δυναμικό. Δουλειές υπήρχαν. Μόνο μπράτσα γερά και όρεξη χρειαζόταν.
Αρχικά, εργάστηκα σε υφαντουργείο στο Collingwood και μετά σε Φούρνο. Λόγω καταγωγής, πηγαίναμε τακτικά στις εκδηλώσεις του Συλλόγου «Αριστοτέλης». Τότε οι χοροί των Συλλόγων ήταν κοσμικό γεγονός. Αργότερα διευρύναμε τον κύκλο μας, ξανοιχτήκαμε και κάναμε φίλους και από άλλες εθνικότητες.
Τα πέντε εγγόνια που αποκτήσαμε, είναι η χαρά και η ζωή μου καθώς και της συζύγου μου Αγάπης.
Το πρώτο μας σπίτι ήταν στην Bundoora.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΟΛΥΜΠΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ

Την σκυτάλη τώρα της σκηνοθεσίας αναλαμβάνει η κ. Ολυμπία Παναγιωτοπούλου, θυγατέρα της αγαπητής κ. Γιαννούλας, η οποία για την σημαντική επέτειο των 90 χρόνων των γενεθλίων της μητέρας της τον περασμένο Δεκέμβρη, επινόησε ένα πρωτότυπο δώρο.
Εκτός από το οικογενειακό πάρτι που οργάνωσαν, σε μια προσπάθεια να γυρίσει το βιολογικό ρολόι της μητέρας της μισό αιώνα πίσω, καταχώρησε μια αγγελία στην εφημερίδα μας, με την οποία καλούσε συμπαροίκους που μπάρκαραν τον Αύγουστο του 55 από τον Πειραιά με το «Τασμανία», να επικοινωνήσουν μαζί της.
Στόχος της ήταν μια επανασύνδεση επιβατών, για να μοιραστούν μνήμες και θύμισες από το υπερπόντιο ταξίδι τους στη χώρα του Νότου.
Ο επίλογος της ταινίας γράφτηκε εκτός κάμερας, την Κυριακή 23 Αυγούστου 2009 – 54 χρόνια μετά, ημέρα της επανασύνδεσης με σκηνοθέτιδα την Ολυμπία, να αποδίδει τα δέοντα στους πρωταγωνιστές:
«… Ονειρευόμουνα πολύ καιρό αυτή τη μέρα της επανασύνδεσης. Άκουσα για τη φτώχια που ζήσατε και τα όνειρα που κάνατε για καλύτερη ζωή για τα παιδιά σας. Για τις δύσκολες στιγμές που περάσατε σε μια ξένη χώρα χωρίς γλώσσα, χρήματα και φίλους.
Σας ευχαριστώ για όσα έχετε προσφέρει σε αυτή τη χώρα. Προσωπικά σας θαυμάζω, σας σέβομαι και εκτιμώ το κουράγιο, τη δύναμη, τη πίστη σας γιατί με το μοναδικό σας τρόπο κάνατε την Αυστραλία ένα καλύτερο μέρος.
Ελπίζω η σημερινή συνάντηση, οι ιστορίες, οι φωτογραφίες που βγάλατε από το χρονοντούλαπο και το ντοκιμαντέρ που θα ακολουθήσει, να γίνουν η αρχή καταγραφής και άλλων ιστοριών».
Αξίζει να πούμε ότι όντως η επανασύνδεση θα γίνει ντοκιμαντέρ.
Εσείς με πιο καράβι ήλθατε; Αν επιθυμείτε να καταγραφεί και η δική σας ιστορία στο βιβλίο της προφορικής μας Ιστορίας, τηλεφωνήστε στα γραφεία μας.