Η τελευταία επίσημη Απογραφή στην Αυστραλία (2011) κατέδειξε ότι ο αριθμός των Ελλήνων πρώτης γενιάς συρρικνώνεται, αφού το 2014 ο αριθμός τους πλέον μειώθηκε στα 92.500 άτομα. Η ίδια Απογραφή αναδεικνύει ότι το 88% των Ελλήνων πρώτης γενιάς (από τον πρώτο κύκλο της μετανάστευσης 1952-1975) είναι άνω των 68 ετών, ενώ οι «πράξεις» θανάτου ανέρχονται σε περίπου 140 άτομα εβδομαδιαίως στην Αυστραλία με καλπάζοντα ρυθμό και αναμένεται να αυξηθούν σε 250 άτομα από το 2017 και μετά. Το 2030, σε δεκαέξι χρόνια από σήμερα, ο αριθμός των Ελλήνων της πρώτης γενιάς σε ολόκληρη την Αυστραλία -εάν δεν συνεχιστεί η μετανάστευση από την Ελλάδα και την Κύπρο, λόγω της οικονομικής εκεί καταστροφής και η παλιννόστηση αυτών που γεννήθηκαν στην Αυστραλία και μετανάστευσαν στην Ελλάδα και τώρα επιστρέφουν στη χώρα που γεννήθηκαν-, αναμένεται να μην ξεπερνά τις 9.000 ψυχές.

Μετά την παραπάνω διάγνωση, και έχοντας υπόψη μας την καλπάζουσα γήρανση της ομογένειας, την έλλειψη επαρκούς αριθμού θεσμικών οργάνων του Ελληνισμού και, κυρίως, τον κατά κανόνα μαρασμό και την απολίθωση των παροικιακών εθνοτοπικών οργανισμών -ο κοινωνικός κύκλος των οποίων έκλεισε ουσιαστικά από τις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα μας-, είναι ανάγκη να οδηγηθούμε πλέον στην ανάγκη εξεύρεσης μηχανισμών που θα αναχαιτίσουν τον δημογραφικό μαρασμό, την κοινωνική αδράνεια και την πολιτιστική ίσχνανση και θα ενεργήσουν ως παράγοντες αναγέννησης και αναζωπύρωσης.

Όλοι όσοι ζουν στη Μελβούρνη, στο εθνογλωσσικό κέντρο του Ελληνισμού της Αυστραλίας και, ίσως, της παγκόσμιας Ελληνικής Διασποράς, είναι σε θέση να συμμαρτυρήσουν ότι οι παροικιακοί οργανισμοί βιώνουν ημέρες παρακμής και αδράνειας, τα Διοικητικά τους Συμβούλια δεν ανανεώνονται, συνεδριάσεις αναβάλλονται λόγω έλλειψης απαρτίας, γενικές συνελεύσεις ματαιώνονται λόγω απουσίας των μελών τους, οι κοινωνικές εκδηλώσεις που άλλοτε άνθιζαν από ζωή και ενθουσιασμό χαρακτηρίζονται από νωχέλεια και ατονία. Οι ίδιοι πρόεδροι και ηγέτες παραμένουν στα πόστα τους για τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος. Την κατάσταση της δημογραφικής παρακμής «αξιοποίησαν» τα μέσα ευρείας ενημέρωσης που διαφημίζουν πλέον, αντί για «στέφανα και λαμπάδες», αντί «για «γαμήλια δώρα και μπουμπουνιέρες» των προηγούμενων δεκαετιών, τώρα καραμπινάτους τάφους, ευλογημένους μάλιστα και από τα χέρια κάποιου επίδοξου ιεράρχη-μεσολαβητή του νέου ψυχοπομπού Ερμή, «λαμπρά νεκροταφεία», «διακριτικές κηδείες» και άλλα μακάβρια σήματα που ακούγονται και διαβάζονται…

Κατ’ εξαίρεση, βέβαια, υπάρχουν και ορισμένοι οργανισμοί που αντιστέκονται και, κυρίως, παράγουν πολιτιστικό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό έργο. Οργανώνουν διαλέξεις, εκδίδουν περιοδικά, προάγουν πολιτιστικά δρώμενα, ανεβάζουν κάποιες κωμωδίες ακόμη και με αισχρότητες, για να προσελκύσουν ακροατήριο, καταβάλλουν προσπάθειες να αφυπνίσουν, να βγουν από την απραξία, τον μαρασμό. Η λειτουργία των ημερησίων σχολείων μας, η ύπαρξη των απογευματινών, παρά το ελλειμματικό λειτουργικό τους χαρακτήρα, με τις ελάχιστες ώρες διδασκαλίας και την κατ’ επίφαση διδασκαλία και μάθηση της Ελληνικής γλώσσας, πρέπει να τύχουν της ανάλογης αναγνώρισης.

Προσπαθούν από μόνοι τους, οι πολιτιστικοί φορείς απευθυνόμενοι στο ίδιο ακροατήριο, στους 200-300 ακόμη ευαισθητοποιημένους πολίτες της παροικίας μας, τους ίδιους τα τελευταία τριάντα χρόνια…

Υπάρχουν και οι καταξιωμένοι κοσμικοί κοινωνικοί φορείς μας που καταβάλλουν τιτάνια προσπάθεια για να ανταποκριθούν στις ανάγκες της φθίνουσας παροικίας μας, με τα γηροκομεία (κατ’ εμέ τις σπιναλόγκες όπου αδειάζουν τα παιδιά ευκαίρως ακαίρως τους γονείς τους), τα γηριατρεία -που, όντως, είναι αναγκαία- και την οργανωμένη κοινωνική μέριμνά τους. Ωστόσο, η όλη κίνηση δεν είναι συστηματική και μεθοδευμένη, διότι δεν έχει θεσμική δομή και καθολική ή πλειοψηφική ομογενειακή αναγνώριση και -το κυριότερο- είναι σπασμωδική. Μοιάζει με τον πιλότο που έχασε τον έλεγχο του αεροσκάφους και καθώς το αεροπλάνο βυθίζεται στην άβυσσο πατά όλα τα κουμπιά την ίδια στιγμή, μήπως και… σωθεί…

Για να υπάρξει αποθεραπεία του κακού και αναγέννηση του Ελληνισμού, για να αποφευχθεί η τροχιά προς την απολίθωση και τον μαρασμό, χρειάζεται να λειτουργήσουν διαδραστικά δύο μορφώματα, σχήματα και αξίες:
(α) Να ιδρυθούν και να λειτουργήσουν νέα θεσμικά όργανα, με κοσμική και δημοκρατική δομή, με συναίνεση της βάσης, με όραμα και σαφή μελλοντικό προσανατολισμό, τα οποία θα κληθούν να ενισχύσουν την ιστορική Κοινότητα Μελβούρνης [Κοινότητα των Ελλήνων], την οποία πρέπει να περιβάλλουν και να αναγνωρίσουν ως τον πυρήνα της ύπαρξης του Ελληνισμού για τις δεκαετίες που θα προβάλλουν (θεωρώ παραπειστικό και παραπλανητικό τον όρο «Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτωρίας»). Τα θεσμικά αυτά όργανα, πέρα από τα ημερήσια σχολεία μας, θα πρέπει να είναι συμπαγή, συγκροτημένα και δημοκρατικά εκλεγμένα συλλογικά μορφώματα που να δρουν στο όνομα της ομογένειας ως φορείς πολιτικής και κοινωνικής πίεσης.

(β) Να λειτουργήσουν σχέσεις κοινωνικής, οικονομικής, πολιτιστικής και εκπαιδευτικής εξάρτησης της βάσης, δηλαδή των μελών που συναπαρτίζουν την ομογένεια με τους ανωτέρω θεσμικούς φορείς και την Κοινότητα των Ελλήνων. Μόνον όταν η Κοινότητα των Ελλήνων και τα νέα θεσμικά όργανα που θα την πλαισιώνουν προσφέρουν υπηρεσίες, και επιλύουν τις άμεσες ανθρώπινες και κοινωνικο-οικονομικές ανάγκες των μελών, με παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης, παιδικών σταθμών, νηπιαγωγείων, κέντρων προσχολικής ηλικίας, συνεδριακών κέντρων, θεάτρου και κινηματογράφου, με αίθουσες συνεδριάσεων και συνεδρίων), μόνον όταν προσφέρουν κοινωνικό πρόγραμμα μέσα από τα γηριατρεία και τα νοσοκομεία, μόνον τότε θα υπάρξει συνέχεια, άνθιση, αναζωπύρωση και αναγέννηση. Διότι στην παροχή αυτών των υπηρεσιών η Κοινότητα των Ελλήνων, Το Κοινό των Ελλήνων, και τα νέα θεσμικά όργανα θα έχουν ως σύμμαχό τους όχι μόνον τα μέλη της ομογένειας και της δεύτερης, τρίτης και τέταρτης γενιάς, που θα έχουν την ανάγκη τους για να προφυλάξουν τα παιδιά τους μέσα στους παιδικούς σταθμούς και στα κέντρα προσχολικής και σχολικής ηλικίας την ώρα που εργάζονται οι γονείς τους, θα έχουν επιπλέον και τη στήριξη και την οικονομική συναντίληψη και των αυστραλιανών κυβερνήσεων που θα είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένες να επιχορηγούν και οικονομικά να στηρίζουν τις υπηρεσίες αυτές. Έτσι δεν θα μπορέσει να υπάρξει παρακμή. Έτσι κάπως συνέβαινε και στον ελληνικό κόσμο, με την έλλειψη του κράτους των Ελλήνων, στην τουρκοκρατία και στην απέραντη ιστορική Διασπορά των Ελλήνων από τη Νότια Ρωσία μέχρι και την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου.

Το 2014 μόνον στη Μελβούρνη λειτουργούν πάνω από 700 ελληνικοί σύλλογοι, αναγνωρισμένοι από το κράτος και την ντόπια δικαιοσύνη. Από αυτούς το 70% έχει είτε ιδιόκτητη στέγη είτε μετοχές σε στέγη είτε οικονομίες στην τράπεζα είτε και τα τρία από τα παραπάνω. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους, οι παροικιακοί αυτοί σύλλογοι υπολειτουργούν, σπάνια συνεδριάζουν, και τα κτίριά τους παραμένουν εγκαταλειμμένα, αραχνιασμένα, και ανήλεα χωρίς την ανθρώπινη παρουσία και στοργή. Τα Καταστατικά λειτουργίας τους παραμένουν αναχρονιστικά, αντίγραφα διυποκειμενισμού άλλων Καταστατικών. Το τελευταίο άρθρο του Καταστατικού τους αναφέρει συχνά ότι σε περίπτωση διάλυσης των οργανισμών τους αφήνουν την περιουσία τους, που ανέρχεται, σύμφωνα με παλαιότερη έρευνα του ΕΚΕΜΕ, περίπου σε δύο και πλέον δισεκατομμύρια δολάρια, σε κάποιο ευαγές ίδρυμα της Αυστραλίας ή της Ελλάδος. Η πεπαλαιωμένη αυτή και αναχρονιστική απόφαση πρέπει να επικαιροποιηθεί. Οι εναπομείναντες σύμβουλοι και μέλη πρέπει να συγκαλέσουν Γενικές Συνελεύσεις και να αποφασισθεί η περιουσία τους να περιέλθει στην Κοινότητα των Ελλήνων, του Κοινού των Ελλήνων, της ομογενειακής κοινοπραξίας που θα έχει ΟΜΩΣ όραμα και μελλοντικό σχέδιο ανάπτυξης και δημιουργίας των προϋποθέσεων εξάρτησης των μελών με την κοινοπραξία.

Μετά το επίτευγμα της ανέγερσης του Κοινοτικού Κέντρου της Κοινότητας των Ελλήνων στο εμπορικό κέντρο της πόλης της Μελβούρνης, πρέπει τώρα να μπουν οι στόχοι, να δημιουργηθεί το οραματικό θησαύρισμα του Ελληνισμού στο Μπουλίν, να προσφερθεί στην ομογένεια η νέα στοχοθεσία, η ίδρυση και λειτουργία στο Μπουλίν ενός πολυσχηματικού, πολυεδρικού κέντρου, που θα δημιουργήσει σχέσεις εξάρτησης με τον Ελληνισμό της Μελβούρνης και θα ενισχυθεί από τα θεσμικά όργανα που θα προστρέξουν για να συστρατευθούν. Η Κοινότητα των Ελλήνων πρέπει να μεριμνήσει με τη συστράτευση της Κοινοπολιτείας, της Πολιτείας της Βικτώριας και της τοπικής αυτοδιοίκησης, ώστε να ιδρυθούν και να λειτουργήσουν εντός της επόμενης πενταετίας στο Μπουλίν:

(α) Η ίδρυση ενός επαρκούς δίγλωσσου ή ελληνόγλωσσου παιδικού σταθμού 200 θέσεων σε πρώτη φάση για τα παιδιά των εργαζόμενων Ελλήνων γονέων,
(β) Η ίδρυση ενός δίγλωσσου ή ελληνόγλωσσου κέντρου προσχολικής ηλικίας (3-5 ετών) 300 θέσεων για τις ανάγκες των εργαζόμενων Ελλήνων γονέων,
(γ) Η ίδρυση ενός γηριατρείου.
(δ) Η ανέγερση πλήρους συνεδριακού συγκροτήματος με τη λειτουργία θεάτρου και θεατρικού εργαστηρίου, συνεδριακών χώρων, ειδικού καφέ και εστιατορίου, αίθουσας πολιτιστικών εκδηλώσεων κλπ
(ε) Η ανέγερση πολιτιστικού κέντρου για τη λειτουργία βιβλιοθήκης, ερευνητικού εργαστηρίου, αρχείων, ομογενειακού μουσείου, αίθουσα προβολής ταινιών.

Ένα τέτοιο όραμα θα το αγκαλιάσει ο Ελληνισμός και θα βρεθούν άτομα που θα θυσιάσουν χρόνο, χρήμα, θα αφιερώσουν το μεράκι τους και θα ορκιστούν να το υπηρετήσουν. Με ένα τέτοιο όραμα οι ομογενειακοί φορείς θα αφήσουν τις περιουσίες τους στο Κοινό των Ελλήνων, στην Κοινότητα των Ελλήνων, θα δωρίσουν τις αποταμιεύσεις τους και θα το προικοδοτήσουν στο όνομα των αγέννητων και των νεκρών. Οι δωρεές του θα μπουν σε ειδικό Τραστ και θα καταβάλλονται με την ολοκλήρωση του οράματος, οι προικοδοτήσεις θα έχουν αντίκρισμα στην αιωνιότητα και το όνομα του Ελληνισμού θα αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση.
Κάποτε ο μεγάλος κοινωνικός γλωσσολόγος, George Smolicz, μού είχε πει δημόσια: «Αν εσείς οι Έλληνες, κ. Τάμη, με 4.000 χρόνια διαβίωσης στη Διασπορά δεν μάς μάθετε πώς να επιβιώσουμε, εμείς οι άλλοι λαοί δεν έχουμε καμία ελπίδα επιβίωσης…».
Είναι θέμα επιλογής, λοιπόν. Τι προτιμούμε, την καχυποψία και τη στατικότητα ή την αναγέννηση; Θέλουμε την απολίθωση ή την αναζωπύρωση του μέλλοντος των παιδιών και των εγγονών μας; Θέλουμε την απραξία και την ανταγωνιστικότητα ή την πορεία προς τα μπρος, ώστε να κάνουμε τον ελληνικό πολιτισμό επίκαιρο στη χώρα αυτή στους αιώνες που θα έρθουν;…

*Ο καθηγητής Αναστάσιος Τάμης, διδάσκει στο School of Arts and Sciences του Πανεπιστημίου Notre Dame Δυτικής Αυστραλίας.