Το έναυσμα για να ξεκινήσει νέος κύκλος συζητήσεων και δημοσιευμάτων υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα έδωσε η απόφαση του Βρετανικού Μουσείου να δανείσει το άγαλμα του Ιλισσού στο Μουσείο Ερμιτάζ.

Μετά τη Wall Street Journal και τη δημοσκόπηση στη Βρετανία που ζητούν τον επαναπατρισμό των αρχαιοτήτων, έγκριτη νομικός -με άρθρο της στο περιοδικό Forbes- δηλώνει σύμμαχος της εκστρατείας της ελληνικής κυβέρνησης.

«Ο Παρθενώνας αποτελεί ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα σύμβολα του δυτικού πολιτισμού και θεωρείται το κορυφαίο αρχιτεκτονικό επίτευγμα των αρχαίων Ελλήνων» γράφει η Λέιλα Αμινεντόλεχ, νομικός της εταιρείας Galluzzo & Amineddoleh, που εδρεύει στη Νέα Υόρκη, με εξειδίκευση σε θέματα προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Αφού κάνει μία σύντομη αναφορά στο πώς αφαίρεσε ο λόρδος Έλγιν τα Γλυπτά, η Αμινεντόλεχ επισημαίνει ότι η νομιμότητα και η ηθική των πράξεών του αμφισβητήθηκαν από την πρώτη στιγμή, ενώ υπενθυμίζει πως ο λόρδος Βύρων είχε χαρακτηρίσει τον Έλγιν «κλέφτη» (σ.σ. στο ποίημά του «Η Κατάρα της Αθήνας» ο λόρδος Βύρων έγραψε: «Απ’ του Τούρκου τη μανία γλίτωσα και του Βανδάλου, μα η χώρα σου έναν κλέφτη μου ‘χει στείλει πιο μεγάλο. Κοίτα, άδειος ο ναός μου, κατοικία ρημαγμένη, και στοχάσου τι μιζέρια είναι γύρω απλωμένη»).

«Για τους Έλληνες, τα Γλυπτά είναι το σύμβολο του πολιτισμού τους, της πολιτιστικής κληρονομιάς τους και του παρελθόντος τους. Στο ίδιο πνεύμα, ιστορικοί τέχνης και αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι τα Γλυπτά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του αρχαίου ναού» σημειώνει η Αμινεντόλεχ.
Είναι σωστό να αποσπάται ένα έργο τέχνης από το σύνολο μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε; διερωτάται, σημειώνοντας: «Εκατομμύρια άνθρωποι επισκέπτονται κάθε χρόνο το Βρετανικό Μουσείο και είναι αποκαρδιωτικό να βλέπεις τα Γλυπτά στο Λονδίνο, γνωρίζοντας ότι η αφαίρεσή τους κατέστρεψε ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα της ανθρωπότητας».

Η Αμινεντόλεχ επισημαίνει πως τα νομικά επιχειρήματα της Ελλάδας δεν είναι πολλά, όμως σε ηθική βάση, το Βρετανικό Μουσείο πρέπει να επιστρέψει τα Γλυπτά.

«Εάν ο λόρδος Έλγιν δεν είχε τη νόμιμη άδεια να αφαιρέσει τα Γλυπτά, τότε το Βρετανικό Μουσείο τα κατέχει παράνομα. Ωστόσο, ο χρόνος για να διεκδικήσει νομικά η ελληνική κυβέρνηση τον επαναπατρισμό τους, είναι περιορισμένος. Το γεγονός ότι τα γλυπτά αφαιρέθηκαν είναι γνωστό εδώ και δύο αιώνες, όμως καμία κυβέρνηση στην Ελλάδα δεν κινήθηκε νομικά εναντίον του Έλγιν ή του Βρετανικού Μουσείου. Κάθε μελλοντική αγωγή θα μπορούσε να ‘παγώσει’, λόγω παραγραφής» υπογραμμίζει.

Σχολιάζοντας τα επιχειρήματα που προβάλλει το Βρετανικό Μουσείο, η Αμινεντόλεχ αναφέρει ότι «τα πράγματα έχουν αλλάξει» και εάν τα γλυπτά επιστρέψουν στην Αθήνα θα είναι προστατευμένα, αφού θα μεταφερθούν στο Μουσείο της Ακρόπολης. Στο σημείο αυτό δεν παραλείπει να αναφέρει ότι τα γλυπτά υπέστησαν ζημιές μέσα στο Βρετανικό Μουσείο (σ.σ. το 1939), όταν οι συντηρητές του αποφάσισαν να τα καθαρίσουν με μεταλλικά εργαλεία και λευκαντικά.

«Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα διαθέτει το Μουσείο της Ακρόπολης που εγγυάται την προστασία των Γλυπτών και επιπλέον απέχει μόλις 300 μέτρα από την Ακρόπολη. Έτσι τα γλυπτά θα βρεθούν στη θέση που προορίζονταν, λουσμένα από το φως του ελληνικού ήλιου» προσθέτει και σημειώνει ότι τα επιχειρήματα της διοίκησης του Βρετανικού Μουσείου καταρρίπτονται από τις ίδιες τις πράξεις της. «Επί σειρά ετών υποστήριζαν ότι τα γλυπτά είναι ασφαλή μόνο στο Βρετανικό Μουσείο και ότι είναι επικίνδυνο να μετακινηθούν. Τώρα όμως δάνεισαν ένα από τα αγάλματα στο Ερμιτάζ» γράφει χαρακτηριστικά.

«Ο Παρθενώνας δεν είναι απλώς ένα μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά αποτελεί το σύμβολο της Ελλάδας και της δόξας της Αθήνας» καταλήγει.