Γεια σας. Χρόνια Πολλά. Ό,τι επιθυμείτε για την Καινούργια Χρονιά που βρίσκεται στο κατώφλι μας και ξημερώνει… αύριο. Δεν ρωτάω πως περάσατε τα Χριστούγεννα γιατί λίγο-πολύ, όλοι μας, το αλλιώτικό μας, το ξεχωριστό μας, το είχαμε. Λυπήθηκα και λυπάμαι κάθε φορά που ακούω ή διαβάζω κάτι που έχει σχέση με θάνατο και είναι χρονιάρες μέρες. 

Πήρα ένα τηλέφωνο την Κυριακή στο γραφείο, μια και ήξερα πως οι συνάδελφοι δούλευαν για την έκδοση της Δευτέρας. Ρώτησα την συνάδελφο Έφη Τσουκάλη, πώς πάει η κατάσταση και αν χρειάζονται βοήθεια. «Για την ώρα καλά πάμε, εκτός από το ότι έχουμε πολλές κηδείες και είναι κρίμα τέτοιες μέρες που περιμένεις να ξημερώσουν ημέρες χαράς, να σου χτυπάει την πόρτα ο θάνατος. Οδυνηρό» ήταν η απάντησή της. Είπαμε δύο λόγια ακόμη και την άφησα γιατί χτυπούσαν τα τηλέφωνα και έπρεπε να συνεχίσει το μακάβριο έργο της. Είχα ζήσει μια τέτοια κατάσταση στα παιδικά μου χρόνια και την θυμάμαι ακόμη. Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα ορφάνεψα. Στα 36 χρόνια της η μάνα μου «έφυγε» από αυτό τον κόσμο αφήνοντας στο σπίτι, που ξαφνικά ερήμωσε, τον άντρα της 44 χρόνων και δύο αγόρια 13 και 16 χρόνων. 

Και πλησίαζαν Χριστούγεννα. Κόσμος πολύς τριγύρω μας. Συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, δίπλα μας, κοντά μας, να κλάψουν μαζί μας. Κόσμος γύρω μας εκείνες τις ημέρες. Να μας καλέσει, να μας επισκεφτεί, να μας συμπαρασταθεί. Και λίγο μετά σιωπή, ησυχία, ερημιά, μοναξιά. Λίγο μετά, μόνοι μας, ολομόναχοι. Κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον ψάχνοντας να βρούμε κάποια λέξη που να έχει νόημα, μια λέξη που να χωράει ανάμεσά μας. Δεν είχα πρόθεση να βάλω στη «κουβέντα μας τη γιορτινή» τέτοιου είδους λυπημένες εικόνες θανάτου. Ζητώ συγγνώμη και ας τις πάρει το ποτάμι. 

Ήμουν έτοιμος, που λέτε, να στείλω μια επιταγή, χρονιάρες μέρες, ένα μικρό ποσό, σε κάποιον από αυτούς τους μεγάλους οργανισμούς, Ερυθρό Σταυρό, Στρατό Σωτηρίας, που ζητούν τον οβολό μας και βοηθούν όλους εκείνους, τους πολλούς, που βρίσκονται σε μια θλιβερή, εν πολλοίς, κατάσταση. Με διέκοψε, σχεδόν βάναυσα, ο φίλος και παλιός συνάδελφος ο Γιώργος. Δεν σας λέω το επώνυμό του γιατί είναι από εκείνους τους τύπους που δεν θέλει να γνωρίζει η αριστερά του τι ποιεί η δεξιά του. Θέλεις να βοηθήσεις; Κάνε αυτό που έκανα πέρσι και πρόπερσι και θα κάνω και φέτος. Βρήκα μια κοπέλα, τι κοπέλα δηλαδή μια κυρία κάπου εξήντα χρονών, απ’ αυτές που κοιμούνται στο δρόμο. Ζητιάνευε και χωρίς να μιλάει περιέγραφε την κατάστασή της, γραμμένη σε ένα χαρτόνι, απλά και χωρίς υπερβολές και μεγαλοστομίες. 

Παραμονή Χριστουγέννων. Την παρακολουθούσα από μακριά. Πλησίασα της έδωσα, επίτηδες 100 δολάρια και κρύφτηκα στη γωνία. Την παρακολουθούσα και ήμουν περίεργος να δω τι θα κάνει. Θα συνεχίσει να ζητιανεύει; Θα φύγει; θα πάει κάπου αλλού να βρει στέκι; Σε λίγο μάζεψε ένα μεγάλο σακούλι που κουβάλαγε μαζί της, φόρεσε τον μπερέ που είχε μπροστά της και μάζευε τα κέρματα που της έριχναν και έστριψε τη γωνιά. Την παρακολουθούσα από το απέναντι πεζοδρόμιο. Σταμάτησε σε ένα μικρό μανάβικο που ήταν λίγα μέτρα πιο κάτω, κάτι είπε στον μανάβη που κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Μπήκε μέσα, άφησε το σακούλι και ξαναβγήκε. Λίγο πιο κάτω και απέναντι ήταν ένα μεγάλο μπαρ, το παμπ που λέμε, μπήκε μέσα παρήγγειλε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, το ήπιε σε ρυθμό ιεροτελεστίας και παράγγειλε και ένα δεύτερο κόκκινο κρασί συνοδευόμενο με ένα μπολ τσιπς. Σε λίγο του έδωσε το κατοστάρικο, πήρε τα ρέστα και έφυγε λάμποντας. Σταμάτησε δίπλα στο τμήμα του μπαρ που πωλούσαν κρασιά σε μπουκάλια και αφού έψαξε για λίγο διάλεξε δύο μπουκάλια , πλήρωσε κι’ έφυγε. Στο ίδιο πάντα πεζοδρόμιο, σαν να γνώριζε την περιοχή, μπήκε σ’ ένα μικρό μπακάλικο. Σε λίγο βγήκε κρατώντας μια ακόμη πλαστική τσάντα εκτός από εκείνη με τα μπουκάλια. 

Επόμενος σταθμός ένα κατάστημα που πουλούσε ψημένα κοτόπουλα και μετά στο μανάβη που είχε αφήσει το μεγάλο σακούλι. Κάτι αγόρασε και από τον μανάβη αλλά δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω. Δεν είχε σημασία. Συνέχισα να την παρακολουθώ παρά το ότι είχα καταλάβει πως δαπανούσε τα χρήματα που της είχα δώσει για να αγοράσει τρόφιμα για κάποια φαμίλια που πιθανόν να είχε ή για άλλους επαίτες που γνώριζε. Άρχισε να πέφτει ο ήλιος και φορτωμένη βάδιζε στο ίδιο πεζοδρόμιο. Σε λίγο στάθηκε και περίμενε, κοιτάζοντας πάνω-κάτω, λες και είχε δώσει ραντεβού με κάποιον. Ένας ηλικιωμένος, πάνω από εβδομήντα, με παλιά ρούχα και φορτωμένος με ένα βαρύ σακίδιο, σταμάτησε και την αγκάλιασε. Κοίταξε περίεργα τις τσάντες που κρατούσε, κάτι της είπε και άρχισαν να γελάνε και οι δυο. Κάθισα σχεδόν δίπλα τους κοιτάζοντας από την αντίθετη μεριά δήθεν πως περίμενα ταξί ή λεωφορείο. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και μια νεότερη γυναίκα προστέθηκε στη… χαρούμενη συντροφιά. Της είπαν βιαστικά όλη την ιστορία. Της είπα να πάει να βρει τους άλλους και να γυρίσουν να φάνε και… οι πέντε μαζί, να γιορτάσουν όλοι μαζί Χριστούγεννα και να φυλάξουν και κάτι γι’ αύριο γιατί ο κόσμος δεν κυκλοφορεί πολύ ανήμερα και σε… «όποιο στέκι και να είσαι δεν θα μαζέψεις αρκετά αν και εκείνοι που κυκλοφορούν δίνουν κάτι παραπάνω επειδή διακατέχονται από το πνεύμα των Χριστουγέννων. Αλλά και να μαζέψουμε κάτι τα μαγαζιά θα είναι κλειστά.» Αυτά έζησα πέρσι εγώ Κωσταντή. Αν θέλεις να βοηθήσεις δώσε ότι μπορείς, ότι δύνασαι σε ζητιάνο, σε άστεγο. Μην τον παρακολουθήσεις όπως έκανα εγώ. Να είσαι σίγουρος πως ότι και να του δώσεις θα το μοιραστεί με τ’ «αδέλφια» του. 

Χρόνια Πολλά!