Φλεβάρης του 1941. Τα δάχτυλα του Κωνσταντίνου Αθανασιάδη του Γεωργίου, λοχία Β’ Πυροβολικού, ζεσταίνονται από την συντροφιά ενός μολυβιού. Το χιόνι έχει φτάσει το ένα μέτρο στην Πίνδο και ο Κώστας προσπαθεί να ζεστάνει την καρδιά του πάνω από όλα, με ένα γράμμα στην αδερφή του Βάγια που βρίσκεται στην Κατερίνη… «Θα πολεμήσομε Βάγια, με όλο μας το θάρρος, οποιοσδήποτε νέος εχθρός και αν μας παρουσιαστεί, θα πολεμήσομε λέγω και θα πέσομε μέχρι τον ένα και σε χώμα ελληνικό εχθρός δε θα πατήσει…».

Το γράμμα του Κωνσταντίνου Αθανασιάδη του Γεωργίου, λοχία Β’ Πυροβολικού, προς την αδερφή του είναι ένα από τα πολλά γράμματα που ζέσταναν την καρδιά των Ελλήνων στρατιωτών εκείνες τις δύσκολες στιγμές στο αλβανικό μέτωπο. Μοναδικό ιστορικό ντοκουμέντο. Το έφερε μαζί με την φωτογραφία που παραθέτουμε ο κ. Γιώργος Αθανασιάδης ο γιός του λοχία Β’ Πυροβολικού, στo «Νέο Κόσμο». Με ένα δύο ντροπαλά δάκρυα να ξεμυτίζουν από τα μάτια του, ο κ. Γιώργος μου λέει: «Ο πατέρας μου ήταν μυλωνάς. Ήσυχος άνθρωπος που δεν ήθελε να μιλά για τον πόλεμο».

«Κακουχίες παιδάκι μου και ψείρα, πολύ ψείρα», λέει η γυναίκα του, η 94χρονη σήμερα, γιαγιά Άρτεμις. «Όταν έφυγε για το μέτωπο, με άφησε έγκυο γυναίκα με τα πεθερικά μου και τα κουνιάδια. Δεν τον είχα χαρεί τον άνδρα μου, έφυγε λίγους μήνες αφού παντρευτήκαμε. Σπασμένος άνθρωπος γύρισε. Τον ρωτούσα για τον πόλεμο και αυτός σώπαινε. Δεν είχε όρεξη για τίποτα. Το μόνο που έλεγε ήταν ‘μάς λυπήθηκε ο Θεός και μάς άφησε να γυρίσουμε σώοι’. Τα έλεγε περισσότερο με τους άντρες στο καφενείο, αυτά για τον πόλεμο. Θυμάμαι που όταν γύρισε ήταν μέσα στη ψείρα. Τον βγάζαμε στην αυλή και τον πλέναμε με ζεματιστό νερό για να φύγει η ψείρα».

«Διαβάζω το γράμμα του σήμερα και θαυμάζω τον ηρωισμό του. Μπορεί να ήταν ένας ήσυχος απλός άνθρωπος του χωριού, αλλά ο πατέρας μου πολέμησε σαν ήρωας. Αργότερα, η μητέρα μου μας έλεγε πώς έχανε τον ένα σύντροφό του μετά τον άλλο. ‘Τον ένα τον έπαιρναν με το φορείο για το νοσοκομείο και τον άλλο με το φορείο για το νεκροταφείο’ έλεγε στη μάνα μου. Δυστυχώς, τον χάσαμε νωρίς από καρκίνο. Αρρώστησε ένα δύο χρόνια αφού άφησε το μέτωπο. Έφυγε το 1956».
Έστειλε και φωτογραφίες ο Κωνσταντίνος. Μία στη γυναίκα του και μία στην αδερφή του τη Βάγια. Οι αφιερώσεις που έγραψε απόδειξη του γεγονότος ότι η σκέψη των δικών του ανθρώπων η μόνη του παρηγοριά. Ποτέ όμως δεν έχανε το θάρρος του, κάτι που επίσης φαίνεται από τις αφιερώσεις.

Στην αδερφούλα του έγραφε: «Χαρισμένη στην αδερφή μας Βάγια. Σου εύχομαι καλές Απόκριες και σας χαιρετώ όλους. Ο αδερφός σας Κ. Αθανασιάδης».
Στην έγκυο γυναίκα του… «Καμαρώστε τη λεβεντιά μας που καθημερινά σκορπάμε τρόμο και θάνατο στον άτιμο εχθρό. Σε χαιρετώ, ο σύζυγός σου Κ. Αθανασιάδης».
Ένας μικρός φόρος τιμής στον κ. Κώστα τον λοχία και σε κάθε Κώστα, Γιάννη, Γιώργο, Μανώλη, Αποστόλη που πολέμησαν σε εκείνη την «λευκή κόλαση» της Πίνδου, αυτή η αναφορά. Και όπως πολύ σοφά είπε και η γιαγιά Άρτεμις… «Αχ παιδάκι μου! Τι να μου πει για τον πόλεμο; Μολογιόνται αυτά;».