Στο μυαλό μου είχα τα τραγούδια της, σκορπισμένους ήχους και στίχους από την 35χρονη πορεία της. Ελάχιστα λόγια θυμόμουν από συνεντεύξεις της, από τη δημόσια έκφραση αυτής της ντίβας έξω από τη μουσική της. Έτσι πήγα στο ραντεβού μας.

Την ίδια μέρα, είχε πάει σε κηδεία. Μιας φίλης της μαμάς της, φίλη και δική της. Βρεθήκαμε απόγευμα. Στο «Αλάτσι» της οδού Βρασίδα, σ’ ένα μικρό στενάκι κοντά στο σπίτι της. Στο τραπέζι βάλαμε κόλλυβα. Μέσα σε ένα βαθύ λευκό πιάτο, ανακατεμένα μαζί σιτάρι, καρύδια, σταφίδες μαύρες και ξανθές, σπόροι από ρόδι, μπόλικη ζάχαρη άχνη. Αν και τίποτα δεν σχετιζόταν με ό,τι είχε προηγηθεί στο δικό της πρωινό, στο «ανάπαυσον, ο Θεός την δούλην σου, και κατάταξον αυτήν εν Παραδείσω, όπου χοροί των αγίων Κύριε, και οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως φωστήρες· την κεκοιμημένην δούλην σου ανάπαυσον…». Αλλά με κάτι σα νοστιμιά. Ή μνήμη. Σαν δικά της να ‘ταν όλα. Της είπα: «Είστε εξοικειωμένη με τον θάνατο;». Μου είπε: «Δεν είμαι καθόλου εξοικειωμένη». Της είπα: «Ούτε τον αντιμετωπίζετε ως κάτι το φυσικό;». Μου είπε: «Αυτό είναι μία λογική σκέψη, δεν είναι συναισθηματική. Η ψυχή λέει άλλα. Ο θάνατος δεν έχει καμία λογική. Όπως και η γέννηση. Με τον θάνατο δεν συμβιβάζεσαι ποτέ». Της είπα: «Ούτε με τον θάνατό του μπαμπά σας συμβιβαστήκατε ποτέ; Ήταν ένα γεγονός που συνέβη στα 10 σας χρόνια…». Μου είπε: «Δεν θέλω να μιλάω γι’ αυτά…». Γκρίζα ζώνη. Ούτε μαύρη ούτε άσπρη. Κάτι το ενδιάμεσο. Χτύπησα σχεδόν όλες τις «πόρτες» στη μιάμισης ώρας συνάντησή μας. Να δω ποιες άνοιγαν, ποιες ήταν κλειστές, ποιες μισάνοιχτες. Κάποιες ήταν ορθάνοιχτες, άλλες ερμητικά κλειδωμένες -και έτσι θα παρέμεναν- σαν ένα εχθρικό πολυβολείο λέξεων απέναντι στη δημόσια εικόνα της, στο δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων πιστό κοινό της. Μου το εξήγησε, έπειτα από λίγα λεπτά: «Αυτό που κάνουμε είναι μία σύμβαση. Με ρωτάς, εγώ απαντάω, και αυτοπροστατεύομαι ταυτόχρονα. Εδώ δεν ξέρουμε τον εαυτό μας καλά καλά…». Γέμιζε ταυτόχρονα το κουτάλι με στάρι, αφήσαμε κενό μερικών δευτερολέπτων, δοκίμασε μια μπουκιά, «είναι πολύ νόστιμα», είπε, πρώτη μίλησε εκείνη: «Ξέρεις, οι άνθρωποι της τέχνης έχουν πολλά σκοτάδια μέσα τους. Και τα ξορκίζουν με την τέχνη τους».

Είστε μοναχική; 

Είμαι ένας αισιόδοξος μοναχικός άνθρωπος. Που του αρέσει το φως. Όχι το σκοτάδι. Οι μελαγχολίες του κάθε ανθρώπου, αλλά και του καλλιτέχνη, είναι εκεί συνεχώς, δεν φεύγουν. Απλώς, ο καλλιτέχνης τις μετουσιώνει.

Αυτές είναι οι ωραιότερες περίοδοι της ζωής σας;

Οι ωραιότερες περίοδοι της ζωής μου είναι οι σιωπές. Οι σιωπηλές περίοδοί μου είναι πολύ σημαντικές και πολύ μεγάλης ηρεμίας. Και δημιουργικότητας. Είτε καλλιτεχνικής είτε προσωπικής ολοκλήρωσης.

Τις επιδιώκετε κιόλας; … 

Με επισκέπτονται συχνά.

Η μουσική δεν είναι συνυφασμένη με την καθημερινότητά σας; 

Όχι. Είναι συνυφασμένη με την ψυχή μου. Η μουσική δεν είναι background στη ζωή μου. Δεν είναι ένα «χαλί» πίσω από την καθημερινότητα, αλλά κάτι πολύ ζωτικό. Υπάρχουν περίοδοι της ζωής μου που δεν ακούω καθόλου μουσική. Οπότε και διακόπτουμε τη σχέση μας. Για να την ανανεώσουμε αμέσως μετά.

Δεν είναι η ζωή σας; 

Είναι και αυτό. Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχουν και διακοπές. Γι’ αυτό και πολλές φορές μαλώνουμε μεταξύ μας. Ξέρετε, υπάρχουν περίοδοι που δεν μπορώ να ακούσω μουσική. Καθόλου.

Μήπως ακούτε την ωραιότερη μουσική στην απόλυτη ησυχία; 

Ίσως… Ο καθένας έχει μία σχέση ερωτική με την τέχνη που αγαπάει. Δεν είναι ποτέ ίδια η μία περίοδος με την άλλη. Γιατί αυτή είναι μία σχέση που σε καθορίζει.

«Ο,ΤΙ ΜΟΥ ΣΥΝΕΒΗ ΜΕΧΡΙ ΣΤΙΓΜΗΣ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ»

Καταφέρνετε να κοιτάτε πάντα με ψυχραιμία τα πράγματα και όλα όσα σας συμβαίνουν; 

Κάποιες φορές ναι, κάποιες άλλες όχι.

Στη σκηνή;

Στη σκηνή δεν είμαι ακριβώς ήρεμη. Στη σκηνή ζω μία εξωπραγματική κατάσταση. Μια κατάσταση που σε βγάζει από αυτό που είσαι, που σε μεταφέρει σε άλλο τόπο, χρόνο, αίσθημα, επικοινωνία. Είναι μία επικοινωνία υπερβατική, η οποία συμβαίνει μόνο πάνω εκεί.

«Ίσως εκείνο που ζητάς / εγώ να μην το έχω / κι απ’ ό,τι ονειρεύτηκες / εγώ πολύ ν’ απέχω / Ίσως να μη σου φτάνω εγώ / γιατί πολλά ζητούσες / μα θα ‘ταν όλα αλλιώτικα / αν λίγο μ’ αγαπούσες». Τη ρωτάω για το κοινό. Το κοινό της. Αυτό το απροσδιόριστο πλήθος που ακουμπάει στο χελιδόνισμα της αερικής της φωνής – μαζικά και πολύ πιστά εδώ και χρόνια. Άνθρωποι που ακούνε Αρβανιτάκη σαν προσκυνητές σε απάνεμο μοναστήρι με θέα μια θάλασσα. Μου είπε: «Με το κοινό λειτουργώ όπως και αυτό με μένα: σαν να έχουμε μοιραστεί μία σχέση. Κι όπως με τους ανθρώπους, έτσι συμβαίνει και με το κοινό: με κάποιους ανανεώνεται αυτή η σχέση, με κάποιους διακόπτεται, με κάποιους συνεχίζεται, με κάποιους επανασυνδεόμαστε και με άλλους ξεκινάμε να συναντιόμαστε πολύ πρόσφατα». Της είπα: «Υπήρξατε προσεκτική στην πορεία σας;». Μου είπε: «Ό,τι συνέβη μέχρι στιγμής είμαι εγώ». Της είπα: «Τα είχατε βάλει σε τάξη όλα; Σχεδόν απ’ την αρχή σας;». Μου είπε: «Ακόμη και πριν από την “Οπισθοδρομική Κομπανία” ήμουν ένα κοινό με πολύ συγκεκριμένη άποψη για το τραγούδι, με καλλιτέχνες που ακολουθούσα, έχοντας ήδη θέση και γνώμη για το τι σημαίνει μουσική. Τότε είχα κυρίως ξένα ακούσματα, ροκ, τζαζ και μπλουζ. Όπου ροκ σημαίνει, γενικότερα, να υπερασπίζεσαι το νέο ή να συγκρούεσαι για να μένεις πιστός σ’ αυτό. Από ελληνική μουσική άκουγα Μάνο Χατζιδάκι και Διονύση Σαββόπουλο. Αλλά και την ελαφρά μουσική που άκουγε η μητέρα μου στο σπίτι». Το λαϊκό, το ροκ, τα σύγχρονα ακούσματα, οι νότες, η Ελλάδα. Μου μιλάει. «Το λαϊκό τραγούδι είναι η πηγή της ζωής. Το λαϊκό τραγούδι είναι γη. Το λαϊκό τραγούδι είναι η φύση. Ευθύς λόγος και άμεσος. Ήταν αυτά τα στοιχεία που αγάπησα στο λαϊκό τραγούδι, αυτά που αγαπώ και στους ανθρώπους. Ακόμη και η φαντασία πρέπει να έχει ένα ψήγμα ανθρώπινης διάστασης για να με γοητεύσει.

Πάντα ήσασταν τόσο ρεαλίστρια; Δεν είναι ρεαλισμός αυτό. Είναι βαθιά ποίηση. Ο ρεαλισμός εμπεριέχει κυνισμό.

«ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΧΑ ΚΑΝΕΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΛΑΘΟΣ»

«Φαράγγια υγρά κι εσείς των δράκων σπηλιές / αετών φτερά κι ανέμων μαύρες φωλιές / Την καρδιά μου, ωχ φωτιά μου, όποιος δει / να του πει να ‘ρθει κοντά μου, μην αργεί / Ξενιτιά μου, έρωτά μου, φως κι αυγή / πριν ραγίσει απ’ το σεβντά μου όλη η γη».

Ξεφεύγατε εύκολα από συμβιβασμούς στη ζωή σας; 

Δεν έχω κάνει πάντως κάτι κομβικό στη ζωή μου για το οποίο να ‘χω μετανιώσει. Έχω μετανιώσει για πράγματα, αλλά όχι για αυτά που θα μπορούσαν να παίξουν ζωτικό ρόλο στη ζωή μου.

Τυχερός άνθρωπος ή πολύ οργανωμένος στα «θέλω» του; 

Θέλω, με κάποιο τρόπο, να οδηγώ τα πράγματα. Με κόστος, βέβαια. Με απώλειες. Με κενά. Με λάθη. Με ανασφάλειες. Αλλά να το ‘χω οδηγήσει στον δρόμο που ήθελα να οδηγηθεί.

Είστε ευτυχισμένη για τα λάθη που κάνατε; 

Όχι. Θα ήθελα να μην είχα κάνει ούτε ένα λάθος! Γίνεται, όμως, αυτό; Δεν γίνεται.

Αναγνωρίζετε το λάθος σας όταν είστε μέσα σ’ αυτό;

Όχι. Γιατί όταν αναγνωρίσεις το λάθος σου, θέλεις να φύγεις απ’ αυτό. Να το διορθώσεις.

Έχετε ζήσει καλλιτεχνικές αποτυχίες; 

Όχι ακριβώς. Όχι κάτι το οποίο να είναι τραγικό. Και δεν πάει με την εμπορικότητα αυτό. Μπορεί το «Μένω εκτός» να πούλησε κάποιες χιλιάδες δίσκους και η «Εκπομπή» λιγότερο. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ό,τι πουλάει λιγότερο είναι αποτυχία.

Τι σας εκπλήσσει στη ζωή, κυρία Αρβανιτάκη; 

Εκπλήσσομαι συχνά από τον εαυτό μου…

Αλήθεια; 

Ε, βέβαια! Μερικές φορές αισθάνομαι ότι ούτε εγώ με ξέρω καλά.

Και; Σας αρέσει να εκπλήσσεστε από τον εαυτό σας; 

Όλοι οι άνθρωποι δεν ζούμε για την έκπληξη που περιμένει στην επόμενη γωνία; Γι’ αυτό που θα αλλάξει τη ζωή μας, τον τρόπο που σκεφτόμαστε, τη θεωρία μας για τα πράγματα; Αυτά ισχύουν για τις ευχάριστες εκπλήξεις. Αλλά και οι δυσάρεστες μαθήματα είναι.

Καταφέρνετε έτσι να ξεφεύγετε από τη ρουτίνα; 

Η επιθυμία αυτή είναι. Ελπίζω να τα καταφέρνω. Γιατί όταν ζεις, όταν έχεις οικογένεια, μπαίνεις και σε μία ομάδα. Το θέμα είναι μπαίνοντας σ’ αυτή την ομάδα, να είσαι ταυτόχρονα και ελεύθερος. Δύσκολο πράγμα.

Εγκλωβισμένη δεν νιώθατε ποτέ σε τέτοιου είδους ομάδες; 

Επαγγελματικές, φιλικές, συγγενικές; Παντού. Όλοι νιώθουμε εγκλωβισμένοι μερικές φορές. Και εκεί πρέπει να κάνουμε τις κινήσεις εκείνες που οδηγούν στην αλλαγή, ώστε να προχωρήσουμε σε μία λιγότερη σύμβαση. Όλα αυτά είναι ένας κύκλος. Που συνεχώς κλείνει και ανοίγει στη ζωή μας. Ουσιαστικά, όμως, κανείς μας δεν είναι ελεύθερος… Από τη στιγμή που έχεις επιθυμίες, στόχους, που κάνεις παιδιά, που δημιουργείς, είναι αδύνατη η απόλυτη ελευθερία.

«Όσο κι αν κανείς προσέχει / όσο κι αν το κυνηγά / πάντα πάντα θα ‘ναι αργά / δεύτερη ζωή δεν έχει».

Ακούτε τραγούδια σας; 

Κάποιες εποχές, ναι. Αλλά συνήθως όχι.

Έχετε αγαπημένα σας τραγούδια; 

Υπάρχουν περίοδοι της ζωής μου που έχουν συνδεθεί με συγκεκριμένα τραγούδια. Αλλά πολλές φορές όλα αυτά αλλάζουν.

Ανάλογα με το τι συμβαίνει στη ζωή σας μία συγκεκριμένη περίοδο, αλλάζει και ο τρόπος ερμηνείας σας στα τραγούδια; 

Ανάλογα με το υλικό που έχω μπροστά μου. Αλλά μεγαλώνοντας, αλλάζεις κι εσύ.

Τι όνειρα κάνετε σε σχέση με τη μουσική;

Θα σας πω τα όνειρα που κάνω τώρα. Κατ’ αρχήν να βρεθούμε ξανά με την μπάντα μου, να μπω στο στούντιο και να τελειώσω αυτόν το δίσκο που εκκρεμεί εδώ και δύο χρόνια περιμένοντας και κάποια άλλα τραγούδια να έρθουν, αλλά και να διεισδύσω στους μουσικούς κόσμους εκείνους ώστε να δω με ποιο τρόπο εκφράζονται κάποιοι άνθρωποι μουσικά, να τους παρακολουθήσω.

…Έχετε φίλους; 

Έχω, ναι.

Στον ελεύθερό σας χρόνο τι σας αρέσει να κάνετε;

Δεν έχω. Τώρα τελευταία ελπίζω να έχω λίγο παραπάνω. Αλλά, γενικώς, ελεύθερος χρόνος δεν υπάρχει.

Δεν έχετε hobby; 

Κανένα. Αυτό που βασικά επιδιώκω είναι να πραγματοποιώ επιθυμίες που έχω, τις οποίες, μεταξύ της οικογένειας και της τέχνης μου, δεν προλαβαίνω να ικανοποιήσω.

Σα να γεννηθήκατε για τη μουσική… Αυτό είναι η ζωή σας; 

Είναι και τα παιδιά μου η ζωή μου. Είναι και οι άνθρωποί μου η ζωή μου. Απλώς, όλο αυτό είναι ένα. Η μουσική είναι πολύ καίριο πράγμα στον ψυχισμό μου.

Τηλεόραση παρακολουθείτε; 

Όχι.

Μαγειρεύετε;

(χαμογελάει) Όχι. Μόνο τα βασικά. Δεν με διασκεδάζει το μαγείρεμα, δεν το ‘χω παλέψει ποτέ.

Γράφετε εσείς η ίδια μουσική;

Έγραφα. Ίσως τώρα που θα έχω λίγο περισσότερο χρόνο να το ξανακάνω, αλλά στο παρελθόν αυτά που έγραφα δεν ήταν κάτι που εθαύμασα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους στίχους. Ξέρετε, εγώ έχω ανάγκη να θαυμάζω! Να συγκινούμαι! Και είμαι και λίγο δύσκολη…

«ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΖΥΓΙΣΑ ΤΙΣ ΧΑΡΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΕΣ»

«Ποια παλιά κιβωτός / μέσα απ’ του χρόνου στοές / βγάζει ακόμα στο φως / ζευγάρια αναπνοές /Δυνατά, δυνατά / γίναν όλα δυνατά τ’ αδύνατα».

Η χαρά είχε τις ίδιες δόσεις στη ζωή σας με τη στεναχώρια; 

Δεν τα ‘χω ζυγίσει ποτέ.

Ήταν συχνές οι στεναχώριες; 

Δεν στενοχωριέσαι για πράγματα που αφορούν μόνο εσένα. Στενοχωριέσαι και για πράγματα που αφορούν και ένα άλλο σύνολο. Στον κόσμο που ζούμε, πολλές φορές μπορεί να στενοχωρηθείς. Είτε για τον πένητα που είναι στον δρόμο, είτε για τα παιδάκια που βρίσκονται στα φανάρια, είτε για τα συσσίτια που στήνονται στα οποία πηγαίνει πρώην ευπρεπής κόσμος, είτε γιατί βλέπεις το φανατισμό της Χρυσής Αυγής και λυπάσαι ή θλίβεσαι βαθύτατα για την ανεγκέφαλη συμπεριφορά. Είτε θα συγκινηθείς. Από χαρά γιατί υπάρχουν, για παράδειγμα, οι Αtenistas ή οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα ή μια νεολαία που αντιστέκεται και δημιουργεί. Η χαρά ή η λύπη δεν προκύπτει μόνο από τα προσωπικά σου σκοτάδια, τις προσωπικές σου ατυχίες ή χαρές.

Δυσκολεύεστε οικονομικά; 

Δεν έχει καμία σχέση η παλιά μας ζωή με τη σημερινή. Καμία απολύτως. Βεβαίως και δυσκολεύομαι κι εγώ, όπως δυσκολεύονται όλοι οι Έλληνες.

Ελπίζετε πως θα αλλάξουν τα πράγματα; 

Το ότι θα αλλάξουν τα πράγματα, θα αλλάξουν. Δεν είμαι μάντης να πω προς τα πού θα πάνε. Σίγουρα πάντως μία αλλαγή πορείας κινεί τα θεμέλια. Και από εκεί βγαίνουν κι άλλες νοοτροπίες… Νομίζω, όμως, πως θα περάσουν χρόνια μέχρι να βγούμε από αυτό. Η δυσκολία που περνάμε τώρα θα διαρκέσει.

Είχαν βολευτεί οι Έλληνες τα προηγούμενα χρόνια; 

Η Ελλάδα ατύχησε και είχε κυβερνήσεις που διέφθειραν τον λαό. Αντί να είχαμε κυβερνήσεις που θα καθοδηγούσαν τον κόσμο σε αισθήματα υψηλόφρονα, έκαναν τα πάντα για να πράξουν το αντίθετο. Όταν ψηφίζω έναν άνθρωπο, δεν τον ψηφίζω για να μου πει πώς θα κλέψω καλύτερα την Εφορία ή πώς θα χτίσω το πιο παράνομο σπίτι. Συνέβη όμως.

Δεν «τα φάγαμε όλοι μαζί»; 

Όχι! Αυτό το θεωρώ ακραίο, κυνικό και βαθιά υποκριτικό.

Έχετε επισκεφθεί τα κατεχόμενα στην Κύπρο; 

Όχι. Δεν θέλω. Αλλά δεν κουνάω και το δάχτυλο για να πω «αυτό είναι το σωστό» ή «αυτό είναι το λάθος», για οτιδήποτε. Εγώ μπορεί να έχω μία θέση στο γιατί δεν κάνω κάτι, αλλά δεν σημαίνει πως αυτή είναι και η σωστή.

«Με την πλάτη πέφτει τ’ ουρανού το φως / Σ’ άλλα κράτη θ’ ανοίξει ο μουσαμάς ο γαλανός / Πες μου κάτι, απ’ αλλοτινή ζωή / παρά κάτι τον μέσα μου τον κόσμο εννοεί». Την αποχαιρέτησα όπως όταν τη συνάντησα, εκείνη την πρώτη Τρίτη του Νοεμβρίου. Της είπα: «Χάρηκα πολύ, κυρία Αρβανιτάκη!». «Μου είπε: «Κι εγώ!». Της είπα: «Εγώ πιο πολύ!». Ακούγονταν σαν επιτηδευμένες κολακείες στην άκρη του πεζοδρομίου, με μαυρισμένες τις ήδη κολλημένες επάνω του τσίχλες. Αλλά ήταν μόνο οι πιο ωραίες αλήθειες. Μου είπε: «Στο επανιδείν. Στην Κύπρο». Της είπα: «Και στις χαρές που θα ‘ρθουν!». Φιληθήκαμε και κοίταγα την πλάτη της να απομακρύνεται. Με το σγουρό μαλλί λίγο πιο κάτω από τους ώμους και το αέρινο, αιώνια λεπτό σώμα της, που σκεπάζει αυτά τα ελάχιστα χιλιοστά φωνής που κανάκεψαν τις λύπες μας, απογείωσαν τις χαρές μας και σκέπασαν τις πολύ κρύες ή θορυβώδεις νύχτες μας. «Για τον έρωτα δεν μιλήσαμε» θα της έλεγα. Αλλά είχε ήδη διασταυρώσει τη Μεγάλου Αλεξάνδρου. Και μάλλον δεν θα ‘θελε να περιαυτολογήσει. Γιατί είναι η ίδια έρωτας. Ακαριαίος και διαρκείας. «Άλλο δράμα δε θα ζήσω, φτάνει αυτό το τωρινό / Μόνη μου θα διασχίσω πάλι τον ωκεανό / Κι άμα τύχει και λυγίσω, Θεέ μου ‘σχώρα με / κι άμα πιω κι άμα μεθύσω, παρηγόρα με…».