ΑΝ κάποιος μου έλεγε πριν 40 χρόνια ότι θα ερχόταν η μέρα που ο Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός θα «πατούσε» το κάστρο της Κοινότητας Μελβούρνης δεν θα το πίστευα.

ΟΠΩΣ δεν πίστεψα και τον πρόεδρο, Βασίλη Παπαστεργιάδη, όταν μου είπε, πριν δύο εβδομάδες, ότι ο Αρχιεπίσκοπος αποδέχθηκε την πρόσκληση του Διοικητικού Συμβουλίου να επισκεφθεί το νεόκτιστο Πολιτιστικό Κέντρο της Κοινότητας και μού πρότεινε (αν ήθελα) να παραβρεθώ. 

ΕΠΡΕΠΕ να φτάσω στη νέα επιβλητική είσοδο του κτιρίου και να δω τον ίδιο τον Στυλιανό, συνοδευόμενο από τους εδώ επισκόπους του, κ.κ. Ιεζεκιήλ και Ιάκωβο, και τον γραμματέα του, πάτερ Κύριλλο, για να το πιστέψω.

ΓΙΑ όλους εμάς, που έχουμε ζήσει από κοντά τη μακρόχρονη αντιπαράθεση μεταξύ των παλαιών Κοινοτήτων και της Αρχιεπισκοπής, η επίσκεψη του Στυλιανού στην Κοινότητα υπήρξε μια ιστορική στιγμή και το (επίσημο) τέλος ενός ακήρυχτου «εμφύλιου πολέμου» που διήρκεσε πάνω από μισό αιώνα.

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ από κοντά τα όσα διαδραματίστηκαν και ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια της επίσκεψης και του γεύματος που ακολούθησε μεταξύ του Αρχιεπισκόπου Στυλιανού και των ηγετών της Κοινότητας, δικαιολογημένα αναρωτήθηκα «ως προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός» τόσων δεκαετιών;

ΚΑΙ στο σημείο αυτό θέλω να σταθώ, όχι για να αναβιώσω μια εποχή που άφησε πίσω της «πληγές» και «ενοχές» στους πρωταγωνιστές της, αλλά για να επισημάνω ότι αυτά που μας «χωρίζουν» και μας «σημαδεύουν», είναι συνήθως ασήμαντα μπρος σε αυτά που μας ενώνουν.

ΠΡΙΝ αναφερθώ περιληπτικά στα όσα έλαβαν χώρα τα τελευταία 40 χρόνια (δηλαδή, από την ημέρα που ο Στυλιανός ανέλαβε την Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας) να προσθέσω ότι τίποτα από όσα συνέβησαν δεν θα γίνονταν, αν όλοι τότε μπορούσαμε να δούμε λίγο πιο μακριά (απ’ όσο μας επέτρεπαν οι παρωπίδες μας) και γνωρίζαμε τα μισά απ’ όσα ξέρουμε σήμερα.

ΜΕ άλλα λόγια, αν γνωριζόμασταν καλύτερα μεταξύ μας, αν επικοινωνούσαμε και αν προσπαθούσαμε να ξεπεράσουμε τις διαφορές μας μέσω του διαλόγου και όχι της αντιπαράθεσης που δημιουργεί περισσότερα προβλήματα.

ΤΟΤΕ, όμως, δεν βλέπαμε την πραγματικότητα. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν μας «έβλεπε» και η πραγματικότητα, που πάντα ακολουθεί το δρόμο της ωρίμανσης που υπακούει μόνο στο χρόνο.

Η άφιξη του Στυλιανού στην Αυστραλία με βρήκε στον «Νέο Κόσμο». Σε ένα περιβάλλον που θα περίμενε κανείς (λόγω του κομμουνιστικού του παρελθόντος) ότι ουδεμία σχέση με την Εκκλησία θα μπορούσε να έχει.

ΕΤΣΙ, όμως, πίστευα εγώ, ως νεοαφιχθείς στην Αυστραλία και στην εφημερίδα. Δεν χρειάστηκαν παρά λίγες εβδομάδες για να αντιληφθώ ότι, η θρησκεία για τους ανθρώπους του «Νέου Κόσμου» δεν ήταν «το όπιο του λαού», όπως νόμιζα (τότε) εγώ, αλλά μια νέα «ιδεολογία» που θα τους παρείχε τη δυνατότατα να γίνουν οι καθοδηγητές του παροικιακού αντικληρικού αγώνα. 

Η πίστη στον «Κοινοτικό Θεσμό» ήταν για τους ανθρώπους της εφημερίδας μια ιερή υπόθεση που δεν επιδεχόταν καμιά υποχώρηση και κανέναν συμβιβασμό. 

ΑΠΟ την πρώτη μέρα της ίδρυσής του (τον Φεβρουάριο του 1957) ο «Νέος Κόσμος» είχε ταχθεί ανεπιφύλακτα υπέρ του «Κοινοτικού Θεσμού» και εναντίον του «συστήματος Αμερικής», το οποίο, υποτίθεται, ότι ήθελε να εφαρμόσει η Αρχιεπισκοπή και στην Αυστραλία.

ΕΝ συντομία, να προσθέσω εδώ ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι ιστορικές Κοινότητες της Αυστραλίας (Μελβούρνης, Σίδνεϊ, Αδελαΐδας και Νιούκαστλ) είχαν εγκαταλείψει την Αρχιεπισκοπή και είχαν ενταχθεί στην «Αυτοκέφαλη», που -στην ουσία- ήταν ένα παρεκκλησιαστικό μόρφωμα που έψαχνε απελπισμένα για πελατεία. 

ΚΑΠΩΣ έτσι είχε η κατάσταση το 1975, όταν εγώ άρχισα να εργάζομαι στον «Ν.Κ» και ο Στυλιανός ανέλαβε το τιμόνι της Αρχιεπισκοπής. Το κλίμα ήταν φορτισμένο και η επικοινωνία μεταξύ Αρχιεπισκοπής – Κοινοτήτων – παροικιακών Μέσων Ενημέρωσης σχεδόν ανύπαρκτη.

Ο Στυλιανός βρήκε, ουσιαστικά, την παροικία της Αυστραλίας σε «εμπόλεμη» κατάσταση και τις αντίπαλες πλευρές στα χαρακώματα με τα όπλα ανά χείρας.

ΑΜΕΣΩΣ μετά την άφιξή του στην Αυστραλία και προκειμένου να βολιδοσκοπήσει την κατάσταση ο Αρχιεπίσκοπος συνάντησε τους «προεστούς» της παροικίας συμπεριλαμβανομένων και των ιδιοκτητών των Μέσων Ενημέρωσης. 

ΣΥΝΑΝΤΗΘΗΚΕ, δηλαδή, τόσο με τη διεύθυνση του «Ν.Κ», όσο και με τον Θόδωρο Σκάλκο (ιδιοκτήτη του «Πανελλήνιου Κήρυκα» και της «Νέας Πατρίδας») που, στη συνέχεια, υπήρξε ο μεγαλύτερος διώκτης του.

ΤΟ τι έλαβε χώρα στις πιο πάνω συναντήσεις τα πληροφορήθηκα (χοντρικά) από τους ανθρώπους του «Ν.Κ» και… λεπτομερειακά, λίγες εβδομάδες αργότερα, από τον ίδιο τον Στυλιανό, με τον οποίο και συναντήθηκα στο Όλμπουρι κατά τη διάρκεια ενός Συνεδρίου των Κρητών της Αυστραλίας.

ΑΥΤΗ ήταν η πρώτη φορά που συναντούσα τον Αρχιεπίσκοπο και δεν θα σας κρύψω ότι μου έκαναν μεγάλη εντύπωση οι γνώσεις του και η αγάπη του για την ποίηση και τη λογοτεχνία.

ΑΠΟ τον ίδιο έμαθα ότι οι επαφές που είχε με πολλούς και διάφορους για την κατάσταση στην Αυστραλία, δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, μιας και δεν άργησε να καταλάβει ότι ο καθένας είχε τη δική του «ατζέντα».

ΑΝ κοντά σε όλα αυτά προσθέσουμε ότι και η κατάσταση στην ίδια την Αρχιεπισκοπή δεν ήταν καλύτερη, μπορούμε να αντιληφθούμε τη δεινή θέση στην οποία βρέθηκε με το που πάτησε το πόδι του εδώ.

ΤΑ γεγονότα που ακολούθησαν δείχνουν ξεκάθαρα ότι στην Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας επικρατούσε πραγματικό χάος, αφού ορισμένοι επίσκοποι και αρχιμανδρίτες είχαν κάνει τα δικά τους παραμάγαζα.

ΕΠΕΙΔΗ ο Στυλιανός είναι αυτός που είναι -δηλαδή, δεν χαρίζεται σε κανέναν και δεν «μασάει» μπρος σε τίποτα-, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να βάλει τάξη στην Αρχιεπισκοπή. 

ΣΤΗ Μελβούρνη μεσουρανούσε την εποχή εκείνη ο αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Κουρτέσης, ο οποίος όχι μόνο είχε ουσιαστικά «αντικαταστήσει» τον προηγούμενο Αρχιεπίσκοπο Ιεζεκιήλ, αλλά επηρέαζε και τις υπόλοιπες Κοινότητες και Ενορίες. 

«ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ» του Κουρτέση ήταν ο ιερέας της μεγάλης Κοινότητας Όκλι, Νικόλαος Μουτάφης, και δίπλα τους μια σειρά από πρωτοπαλίκαρα της δεξιάς παράταξης της παροικίας που έπιναν νερό στο όνομά του.

Ο,ΤΙ ήταν ο Κουρτέσης στη Μελβούρνη ήταν και ο αρχιμανδρίτης Πετρίτσης για το Σίδνεϊ. Και οι δύο ήθελαν να συνεχιστεί η «παράδοση» που άφησε πίσω του ο προκάτοχος του Στυλιανού, ώστε να μπορούν να κάνουν οι ίδιοι κουμάντο.

Ο Στυλιανός, όμως, δεν ήταν Ιεζεκιήλ και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να τους επαναφέρει στην τάξη, εφαρμόζοντας -όπως έλεγε σε κάθε ευκαιρία-, τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας. 

Η μεγαλύτερη μάχη -που κράτησε σχεδόν 15 χρόνια- δόθηκε κατά του Κουρτέση, ο οποίος στα μέσα της δεκαετίας του 1980 κατάφερε να κερδίσει και την εύνοια του Οικουμενικού Πατριαρχείου που ανακήρυξε το Άξιον Εστί σε Σταυροπηγιακή Μονή. 

Η πιο πάνω ανίερη απόφαση της Ιεράς Συνόδου, κατόπιν εντολών του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, άναψε τα «λαμπάκια» του Στυλιανού, ο οποίος κατάφερε, τελικά, να επιβληθεί.

ΤΟ ίδιο τέλος είχε και η δεύτερη προσπάθεια του Κουρτέση να προσχωρήσει στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και να ζητήσει ιερείς και την προστασία του.

ΑΠΟ τις αρχές της δεκαετίας του 1990 το τοπίο άρχισε να ξεκαθαρίζει και η Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας να μπαίνει, χάρη του πολυμέτωπου αγώνα που έδωσε ο Στυλιανός, «στο δρόμο του Θεού».

ΤΟ μόνο πλέον που απέμενε να διευθετηθεί, ήταν να μπει και ένα τέλος στην «παραφωνία» της «Αυτοκέφαλης» Εκκλησίας την οποία ο Στυλιανός κατηγορούσε για αντιποίηση Αρχής.

ΝΑ προσθέσουμε εδώ ότι, αν και από το 1970 η Κοινότητα Μελβούρνης ήλθε σε συμφωνία με την Αρχιεπισκοπή και επέστρεψε στην επίσημη Εκκλησιαστική Αρχή, οι σχέσεις μεταξύ τους εντούτοις, δεν είχαν αποκατασταθεί γιατί η Κοινότητα αρνείτο να λάβει μέρος στην Κληρικολαϊκή Συνέλευση και να συνδράμει οικονομικά την Εκκλησία. 

ΤΟ θέμα ήταν λεπτό και όλες οι ηγεσίες της Κοινότητας για να τονίσουν την αφοσίωσή τους στον «Κοινοτικό Θεσμό» και τη δημοκρατική, όπως έλεγαν, παράδοση του Οργανισμού, συνέχισαν να κρατούν αποστάσεις από την Αρχιεπισκοπή.

ΑΠΟ την πλευρά του, ο Αρχιεπίσκοπος ποτέ δεν πίεσε και δεν απείλησε την Κοινότητα Μελβούρνης ότι θα της αφαιρούσε τους ιερείς.

ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΣ ότι κάτι τέτοιο δεν συνέφερε καμιά από τις δύο πλευρές, άφησε το χρόνο να επιλύσει τα μικροπροβλήματα που προέκυπταν και τις όποιες διαφωνίες.

ΚΑΙ, τελικά, ο χρόνος ήταν αυτός που συνέβαλε στο να αποκατασταθούν πλήρως οι σχέσεις μεταξύ Κοινότητας και Αρχιεπισκοπής. Όταν και οι δύο πλευρές αντελήφθησαν ότι δεν τις χωρίζει τίποτα, ήλθε και η συμφιλίωση.

ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΑΝ, βέβαια, κάποια χρόνια μέχρι η δεύτερη γενιά να πάρει στα χέρια της την ηγεσία της Κοινότητας και να δει με εντελώς άλλο «μάτι» τις σχέσεις της Κοινότητας με την Εκκλησία, από την μια πλευρά, και την παροικία από την άλλη.

ΤΟ πόσο νερό έχει κυλήσει κάτω από το γεφύρι, στις σχέσεις μεταξύ Αρχιεπισκοπής και Κοινοτήτων, φαίνεται και από το γεγονός ότι μόλις πριν τρία χρόνια, εγκατέλειψε και η Κοινότητα του Σίδνεϊ την «Αυτοκέφαλο» και επέστρεψε στην επίσημη Εκκλησία.

«ΜΕΤΕΩΡΗ» παραμένει ακόμα η Κοινότητα Αδελαΐδας, αλλά είναι θέμα χρόνου μέχρι να κάνει και αυτή το απαραίτητο βήμα. 

ΜΕ άλλα λόγια, ο Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός κατάφερε να ενώσει σε ένα «σώμα» την Εκκλησία της Αυστραλίας και να θέσει τέλος σε ένα παρελθόν που ταλαιπωρούσε την παροικία μας περισσότερο από μισό αιώνα. 

ΕΠ’ ευκαιρία να προσθέσω εδώ ότι, για πρώτη φορά, επίσης, το σημερινό Διοικητικό Συμβούλιο της Κοινότητας δεν έχει γίνει δύο και τρία κομμάτια όπως τα προηγούμενα.

ΚΑΙ όχι μόνο αυτό, αλλά κατάφερε να προχωρήσει και στην ανέγερση του Πολιτιστικού Κέντρου και να πείσει ολόκληρη την παροικία να συμμετέχει στο έργο. 

ΠΟΛΛΑ μπορούν να γίνουν ακόμα, αν καταλαγιάσουν οι αντιπαραθέσεις και οι κόντρες για εξουσία, θεσούλες και προσωπικές διαφορές. 

ΤΟ σημερινό Διοικητικό Συμβούλιο της Κοινότητας παραμένει ένα ζωντανό παράδειγμα προς μίμηση και για την υπόλοιπη οργανωμένη παροικία. 

ΑΥΤΑ τα λίγα σήμερα επ’ ευκαιρία της ιστορικής επίσκεψης του Αρχιεπισκόπου στην Κοινότητα, καλή χρονιά να έχουμε και θα τα πούμε από βδομάδα. Γεια χαρά.