Αντιμέτωποι με τις σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα ελληνικά ήθη και την αυστραλιανή νομοθεσία έρχονται καθημερινά δεκάδες συμπάροικοι, στην προσπάθειά τους να συντάξουν τη διαθήκη τους. Στην προσπάθειά τους να μοιράσουν κατά το δοκούν τα υπάρχοντά τους μετά θάνατον, διαπιστώνουν αναστατωμένοι ότι οι ανελαστικοί αυστραλιανοί νόμοι δεν τους επιτρέπουν να ορίσουν ακριβώς την τύχη που θα έχει η περιουσία τους και να θέσουν όρους προς τους κληρονόμους τους. Τη σύγχυση που επιφέρει αυτή η διαφορά στους ηλικιωμένους συμπάροικους επιβεβαιώνουν, μιλώντας στο “Νέο Κόσμο”, δικηγόροι που ειδικεύονται στα περιουσιακά ζητήματα, όπως ο κ. Ντιν Καλύμνιος και ο κ. Ανδρέας Παντελής. 

“Έχω συναντήσει περιπτώσεις στις οποίες οι πελάτες μου εξέφρασαν την επιθυμία να κάνουν κληροδοτήματα, αλλά θέτοντας εκτενείς όρους σχετικά με το πού και πώς θα επενδυθεί η περιουσία και ποιος θα επωφεληθεί”, εξηγεί ο κ. Καλύμνιος, τονίζοντας τη δυσκολία να εξηγήσει στους πελάτες του ότι δεν μπορούν να διαχειριστούν την τύχη των κληροδοτημάτων τους στο βαθμό που θα επιθυμούσαν. Πολλοί πάλι Ελληνοαυστραλοί, θεωρούν ότι, μπορούν να μη συντάξουν καν διαθήκη, αγνοώντας ότι ανεβάζουν σημαντικά το κόστος για τους κληρονόμους τους, οι οποίοι θα πρέπει να διεκδικήσουν μόνοι τους το κληροδότημα στο δικαστήριο, αποδεικνύοντας τη σχέση τους με τον θανόντα και το δικαίωμά τους να διαχειριστούν την κληρονομιά. Σε περιπτώσεις δε, όπου δεν υπάρχει κάποιος κοντινός συγγενής, η περιουσία περνά στην δικαιοδοσία της Πολιτείας. 

Σύμφωνα με τα ελληνικά ήθη, η περιουσία που αποκτά κανείς στη ζωή του, περνά από γενιά σε γενιά, κάτι που ωθεί πολλούς ανθρώπους να θέτουν όρους που να εμποδίζουν τους κληρονόμους τους να πουλήσουν την κληρονομηθείσα περιουσία, εξασφαλίζοντας ότι θα περάσει στα εγγόνια τους. Άλλοι πάλι, προσπαθούν να ωφελήσουν κάποιους κληρονόμους περισσότερο από άλλους, αγνοώντας ότι ο αυστραλιανός νόμος μπορεί να αμφισβητήσει το δίκαιο μίας διαθήκης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τόσο την επιθυμία του θανόντα όσο και τις ανάγκες των ανθρώπων που προσβάλλουν δικαστικά τη διαθήκη.

“Είναι πολλοί αυτοί που προσπαθούν να ελέγξουν την περιουσία τους μετά θάνατον, αντί να αφήσουν τα παιδιά τους να τη ρυθμίσουν όπως επιθυμούν” τονίζει ο κ. Παντελής, εξηγώντας ότι είναι δύσκολο να καταλάβουν ότι το δικαστήριο έχει δικαίωμα να προσβάλει την διαθήκη. Τόσο ο κ. Καλύμνιος όσο και ο κ. Παντελής έχουν αντιμετωπίσει πολλά περιστατικά ανθρώπων που προσπαθούν να εμποδίσουν την πρόσβαση των παιδιών ή των συζύγων τους στα περιουσιακά τους στοιχεία, ύστερα από μικροδιαφωνίες. 

Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό ήταν αυτό ενός Ελληνο-Αυστραλού που ήθελε να συντάξει μία διαθήκη που να ευνοεί τον γιο του που παντρεύτηκε Ελληνίδα, έναντι εκείνου που παντρεύτηκε Αυστραλή. Το δικαστήριο θα απέρριπτε οπωσδήποτε μία τέτοια διαθήκη, όμως θα δεχόταν μία που θα ευνοεί το παιδί που στάθηκε στο πλευρό των γονέων του, έναντι εκείνου που είχε απομακρυνθεί από το οικογενειακό περιβάλλον. Σε κάθε περίπτωση, οι δικηγόροι τονίζουν ότι πρέπει κατά την σύνταξη της διαθήκης οι συμπάροικοι να καταλαβαίνουν ότι πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες των κληρονόμων τους πρωτίστως και να αναγνωρίζουν ότι το κληροδότημα είναι ένα δώρο, επί του οποίου δεν μπορούν να έχουν τον απόλυτο έλεγχο.