Ο πρωθυπουργός, Τόνι Άμποτ, φαίνεται να έχει διαφύγει τον άμεσο κίνδυνο αντικατάστασής του και, μάλιστα, να σταθεροποιεί -επί του παρόντος- τη θέση του, με τη στήριξη του πιο πιθανού αντικαταστάτη του, του υπουργού Τηλεπικοινωνιών Μάλκολμ Τέρνμπουλ.

Συνέβη μετά από τελευταία δημοσκόπηση της Fairfax IPSOS η οποία δείχνει ότι μετά την κατανομή και των δεύτερων προτιμήσεων η δημοτικότητα της κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 3% φθάνοντας στο 49%, έναντι 51% του Εργατικού Κόμματος.

Άνοδο κατά 3% παρουσίασε και η δημοτικότητα του πρωθυπουργού, φθάνοντας το 32%, έναντι του 43% που συγκεντρώνει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Mπιλ Σόρτεν, με μείωση 3%.

Την περίοδο της αμφισβήτησης της θέσης του στην ηγεσία της παράταξης και την πρωθυπουργία χαρακτηρίζει ο Τόνι Άμποτ ως “μελανό σημείο”, μετά το αποτέλεσμα των εκλογών της Κουηνσλάνδης, τονίζοντας: “Πρόκειται για μία φορτισμένη κατάσταση, από την οποία, όμως, έχουμε απαλλαγεί, σύμφωνα, δε, με την εκτίμησή μου, το κλίμα εντός του κυβερνητικού κορμού σήμερα είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι ήταν πριν τριών εβδομάδων”.

Στην εν λόγω σταθεροποίηση, εκτιμάται ότι έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο το γεγονός ότι ο πιο πιθανός αντικαταστάτης του, ο Μάλκολμ Τέρνμπουλ, όχι μόνο δεν διεκδίκησε τη θέση της πρωθυπουργίας, αλλά καθ’ όλο το τελευταίο τρικυμιώδες διάστημα, δήλωνε στους υπερασπιστές του ότι τον ενδιαφέρει η θέση μόνο αν έχει εξασφαλίσει τη στήριξη της πλειονότητας της κοινοβουλευτικής ομάδας.

Χαρακτηριστικό σήμερα το ότι δηλώνει την απερίσπαστη υποστήριξή του στο πρόσωπο του Τόνι Άμποτ, λέγοντας ότι “η πραγματικότητα είναι ότι η κοινοβουλευτική μας ομάδα -και μπορώ να σας το διαβεβαιώσω αυτό- είναι απολύτως δεσμευμένη στο να προσφέρει στην Αυστραλία μία στέρεη, δυνατή και υπεύθυνη κυβέρνηση. Στηρίζουμε τον Τόνι Άμποτ ως αρχηγό μας. Ναι, έχει τη στήριξη του συνόλου της κοινοβουλευτικής μας ομάδας. 

Είναι γεγονός ότι υπήρξε μία κίνηση αμφισβήτησης της θέσης του στην αρχηγία και την πρωθυπουργία της χώρας, όπως, όμως, είναι γνωστό, σήμερα είμαστε όλοι ανεξαιρέτως μαζί του. Έχει την αδιαμφισβήτητη στήριξη όλων ανεξαιρέτως”.

ΠΟΛΛΟΙ ΕΠΑΙΝΟΙ

Ο κ. Τέρνμπουλ επαίνεσε, επίσης, ποικιλοτρόπως τον πρωθυπουργό, χαρακτηρίζοντάς τον θαρραλέο, ευφυή και γενναίο άνδρα, παρά δε τις όποιες διαφορές μεταξύ τους σε ορισμένα θέματα, υπάρχουν βασικές ομοιότητες μεταξύ τους σε πολλά άλλα, τόνισε.

Ως παράδειγμα διαφορετικής προσέγγισης, ο υπουργός Τηλεπικοινωνιών έφερε τον γάμο μεταξύ ομοφυλόφιλων, αναφέροντας ότι ο ίδιος τον στηρίζει ενώ ο Τόνι Άμποτ είναι κατά της νομοποίησής του.

“Σε τελευταία ανάλυση -και αυτό πιστεύω ότι έχει σημασία-, και οι δύο συμφωνούμε ότι το θέμα αυτό θα πρέπει να λυθεί εντός της κοινοβουλευτικής μας ομάδας, η οποία θα πρέπει να αποφασίσει αν η ψηφοφορία θα είναι κατά βούληση”.

O Τέρνμπουλ τόνισε, επίσης, ότι “αυτή η αντίληψη που επικρατεί ότι υπάρχει αχανές χάσμα μεταξύ μας, είναι εντελώς ανεδαφική, έχει δε κυκλοφορήσει από άτομα τα οποία, υποψιάζομαι, αντιπαθούν εμένα ή τον Τόνι”.

Είναι αξιοσημείωτο ότι, μετά τη βελτίωση της δημοτικότητας του Συνασπισμού και του Άμποτ, η εφημερίδα “The Australian”, σε κύριο άρθρο της τίθεται σθεναρά υπέρ της επιστροφής του φιλελεύθερου γερουσιαστή Α. Συνοδινού, στα πρώτα έδρανα, υποστηρίζοντας ότι θα “δώσει στην κυβέρνηση πνοή, αξιοπιστία και όραμα”.

Να υπενθυμίσουμε ότι ο Αθ. Συνοδινός ήταν επί δεκαετία διευθυντής του γραφείου του πρώην πρωθυπουργού, Τζον Χάουαρντ, εκτιμάται δε ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις επιτυχίες των κυβερνήσεών του.

Στην κυβέρνηση του Τόνι Άμποτ, ανέλαβε αναπληρωτής θησαυροφύλακας, υποχρεώθηκε όμως να παραιτηθεί λόγω της εμπλοκής του ονόματός του σε σκάνδαλο με κατηγορίες από τις οποίες έκτοτε απαλλάχθηκε.

Στη συνέχεια, ο κ. Συνοδινός άσκησε κριτική στον τρόπο με τον οποίο κυβερνά ο κ. Άμποτ , πρωτοστάτησε δε προ τριών εβδομάδων περίπου στην κίνηση αμφισβήτησης της θέσης του πρωθυπουργού με το γνωστό αποτέλεσμα.

Έκτοτε, εξέφρασε ελεύθερα την επιθυμία του να βοηθήσει τον κ. Άμποτ.

ΑΚΟΥΣΕ ΚΑΙ ΕΜΑΘΕ

Προσβλέποντας στην σταθεροποίηση της θέσης του Συνασπισμού -και του ιδίου- ο Τόνι Άμποτ δήλωσε ότι η επιφόρτιση των ασθενών με επιπλέον $7 πληρωμή σε κάθε επίσκεψή τους στους γιατρούς, έχει “θαφτεί οριστικά”.

Να τονιστεί ότι η κατάργηση της επιπλέον πληρωμής, πέρασε από διάφορα στάδια, με κύριο αυτό της μείωσής της στα $5.

Με μετριοπάθεια, η οποία τον χαρακτηρίζει τον τελευταίο καιρό, δέχτηκε το βάρος της ευθύνης για το θέμα αυτό, τονίζοντας ότι ‘άκουσε και έμαθε ότι απαιτείται μεγαλύτερη επικοινωνία και συνεργασία με συγκεκριμένους φορείς, πριν προβεί κανείς στην παρουσίαση τόσο καινοτόμων σχεδίων και μεταρρυθμίσεων’.

Μόλις πριν λίγο διάστημα, να σημειωθεί, την ευθύνη της αποτυχίας του σχεδίου αυτού είχε επιρρίψει, εμμέσως πλην σαφώς, στον πρώην υπουργό Υγείας, κ. Ντάτον ( νυν υπουργό Μετανάστευσης) ισχυριζόμενος ότι ‘απέτυχε να το πουλήσει’.

Έκτοτε, η νέα υπουργός Υγείας, Σούζαν Λέι, έχει επιφορτιστεί με την ευθύνη να συνεργαστεί με τους γιατρούς και τον ιατρικό κλάδο γενικά, προκειμένου να βρεθούν άλλοι τρόποι εξοικονόμησης χρημάτων στο σύστημα.

Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί ότι αν συνεχιστεί να λειτουργεί, ως έχει, το σύστημα είναι αδύνατο να εξοικονομηθούν τα ποσά που απαιτούνται για τη συντήρηση του Medicare το οποίο εκτιμάται ότι θα στοιχίσει $34 δις κατά την επόμενη δεκαετία, από τα $20 δις που είναι σήμερα. 

Δηλαδή, τα πράγματα μένουν ως έχουν στον ιατρικό χώρο, το ‘πάγωμα’, όμως, αυτό θα τρώει σταθερά το εισόδημα των γιατρών – κατά πρώτο λόγο. Κατά δεύτερο, η μη εφαρμογή της επί πλέον πληρωμής $5, εκτιμάται ότι θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό με $1 δις περίπου τα επόμενα τέσσερα χρόνια.

Όσον αφορά το πολύκροτο θέμα της ιατρικής έρευνας, η υπουργός Υγείας υποστηρίζει ότι είναι 100% δεσμευμένη στο Ταμείο Μελλοντικής Ιατρικής Έρευνας (Medical Research Future Fund), επεξηγώντας ότι θα πρέπει να στηριχθεί με οικονομίες σε άλλους τομείς του ιατρικού κονδυλίου, όπως είναι, για παράδειγμα, τα δημόσια νοσοκομεία, θα απαιτηθεί δε περισσότερος χρόνος προκειμένου να φθάσει στο προσχεδιασμένο ποσόν των $20 δις.