Τα μεγαλύτερα αεροδρόμια της Αυστραλίας σημειώνουν περισσότερα κέρδη σε σχέση με την περασμένη δεκαετία, αλλά η ποιότητα των υπηρεσιών τους έχει εμφανίσει αισθητή πτώση, εκτιμά η Αυστραλιανή Επιτροπή Ανταγωνισμού και Κατανάλωσης (Australian Competition and Consumer Commission – ACCC), σε έκθεσή της που δόθηκε στην δημοσιότητα την Πέμπτη. 

Η ετήσια έκθεση της ACCC εξετάζει τη λειτουργία των αεροδρομίων της Μελβούρνης, του Μπρίσμπαν, του Σίδνεϊ και του Περθ, μελετώντας πολλές διαφορετικές πτυχές της δραστηριότητάς τους. Από τα τέσσερα αεροδρόμια, μόνο το Μπρίσμπαν ‘πέρασε’ την βάση, αποσπώντας θετικά σχόλια για την καλή του λειτουργία. Η συνολική βαθμολογία ανταποκρίνεται στις επιδόσεις των αεροδρομίων σε διαφορετικούς επί μέρους τομείς: από τον αριθμό των επιβατών που εξυπηρετεί κάθε αεροδρόμιο, μέχρι την διαχείριση αποσκευών και την χρήση αερογέφυρας για την μετακίνηση από και προς τα αεροσκάφη. 

Η έκθεση διαπιστώνει ότι η αύξηση των εσόδων των αεροδρομίων ξεπερνά κατά πολύ την αντίστοιχη αύξηση των επιβατών, δικαιολογείται δε από την άνοδο του κόστους της στάθμευσης αυτοκινήτων, η οποία αποτελεί την σημαντικότερη πηγή εσόδων για τα αεροδρόμια. 

Με εξαίρεση το Tullamarine, που μείωσε το περιθώριο κέρδους από το πάρκινγκ, τα υπόλοιπα αεροδρόμια -και ιδίως το Kingsforth Smith του Σίδνεϊ- σημείωσαν αύξηση του περιθώριου κέρδους. 

Δεδομένου ότι η κυβέρνηση δεν προτίθεται να προβεί σε ρύθμιση της λειτουργίας των αεροδρομίων, αφήνοντάς τα να λειτουργήσουν στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, ο ρόλος της ACCC είναι κυρίως συμβουλευτικός. Σε περιπτώσεις διαπραγματεύσεων των αεροπορικών εταιριών με τα αεροδρόμια, η ACCC καλείται να προσφέρει διαιτησία, ενώ στην αντιμετώπιση πρακτικών ζητημάτων, προβαίνει σε συγκεκριμένες εισηγήσεις: λόγου χάρη, σε σχέση με την στάθμευση, η επιτροπή ωθεί τα αεροδρόμια να ναυλώσουν λεωφορεία για την μεταφορά των επιβατών από τους χώρους στάθμευσης στους τερματικούς σταθμούς. Αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα από τις εισηγήσεις της ACCC προς τα αεροδρόμια, τα οποία λειτουργούν μονοπωλιακά στις πολιτείες όπου δραστηριοποιούνται, ώστε να βελτιώσουν τις υπηρεσίες τους. Στην περυσινή έκθεση, η επιτροπή κάλεσε τις εταιρίες που διαχειρίζονται τα αεροδρόμια να προβούν σε σημαντικές επενδύσεις, ώστε να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που επιφέρει η αύξηση του επιβατικού κοινού, δεδομένου ότι τα περισσότερα δεν είχαν σχεδιαστεί για να εξυπηρετούν τόσο μεγάλο αριθμό επιβατών, όσο αυτός που χρησιμοποιεί σήμερα τα αεροδρόμια. 

“Παρά τις σημαντικές επενδύσεις, τα υπό εξέταση αεροδρόμια συνέχισαν να σημειώνουν σημαντικούς κύκλους εργασιών και να αυξάνουν τα κέρδη τους, ωστόσο δεν έχει σημειωθεί αντίστοιχη αύξηση στα επίπεδα ποιότητας υπηρεσιών που παρέχουν”, δήλωσε ο πρόεδρος της επιτροπής Rod Sims, τονίζοντας ότι, αντιθέτως, “η ποιότητα των υπηρεσιών έχει χειροτερέψει, στο διάστημα της τελευταίας δεκαετίας”. 

Ειδικότερα για το αεροδρόμιο της Μελβούρνης, η έκθεση σημειώνει ότι ο αριθμός των επιβατών για την περίοδο 2013-2014 ανήλθε σε 31,2 εκατομμύρια, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 4%, κυρίως λόγω των διεθνών πτήσεων. 

Η συνολική επίδοση του αεροδρομίου στο επίπεδο των υπηρεσιών που προσφέρει προς τους ταξιδιώτες κρίνεται ικανοποιητική, διατηρώντας αυτόν τον βαθμό σε σχέση με την προηγούμενη έκθεση. Ειδικότερα, ενώ σημειώθηκε βελτίωση στον τομέα της στάθμευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος (το αεροδρόμιο κατέγραψε έσοδα 87 εκατομμυρίων δολαρίων από την χρήση του πάρκινγκ – περίπου $3500 για κάθε θέση, ετησίως) και στις δημόσιες τουαλέτες, οι επιδόσεις του αεροδρομίου στον χειρισμό των αποσκευών παραμένουν κακές, ρίχνοντας την συνολική βαθμολογία.