Να θυμάστε πως το καινούργιο σύνθημα που επιβάλλεται να μονιμοποιηθεί για τα επόμενα χρόνια, είναι: «Βοηθήστε τους ηλικιωμένους με κάθε τρόπο». Ακόμη και αν δεν χρειάζονται συγκεκριμένη βοήθεια, χαρίστε τους ένα από καρδιάς «καλημέρα». Και αν ακόμη κάποιος ισχυριστεί πως οι νέοι της εποχής μας δεν ενδιαφέρονται για τους ηλικιωμένους, επιτρέψτε μου να έχω τις αντιρρήσεις μου και να πω πως υπάρχουν και νέοι που έχουν μεγαλώσει με… αρχές καθώς και πως δεν απευθύνομαι μόνο στους νέους. 

Μπορεί ο ένας ηλικιωμένος να στηρίξει τον άλλο. Ο ένας μας είναι λίγο καλύτερα απ’ τον άλλο. Κάποιοι δεν έχουν τόσους πόνους στα πόδια, στα χέρια, στην πλάτη. Ας απλώσουν το χέρι σ’ αυτούς που δυσκολεύονται να κινηθούν. Ας αλλάξουμε θέμα κι ας πούμε κάτι σχετικά πιο ευχάριστο, παρά το ότι έχω την εντύπωση (για να μην πω τη βεβαιότητα) πως και στα ευχάριστα κάπου υπάρχει μια «χαραμάδα» που μπάζει, κάπου-κάπου, μια στάλα πίκρα, λίγο πόνο και κάποιο δάκρυ. 

Τέτοιες μέρες, γιορτινές, συνήθιζα να επισκέπτομαι κάποιο από τα γηροκομεία μας, για να κάνω λίγη συντροφιά, ν’ ανταλλάξω δυο κουβέντες γιορτινές και καθημερινές. Τις περισσότερες φορές ήμουν προσκεκλημένος (ξέχασα να της πω χρόνια πολλά για την ονομαστική της γιορτή και για το Πάσχα) από την κ. Τασούλα Κόρδαρη, μια από τις πολλές ηρωίδες, εθελόντριες των γηροκομείων μας και, συγκεκριμένα, της «Φροντίδας» στο Templestowe. 

Παρέα μου, σχεδόν σε κάθε επίσκεψη, ο Στέλιος Τσιόλας με την κιθάρα του, ο οποίος και καλούσε τον Ανέστη με το μπουζούκι του κι εκείνος σύστηνε και καλούσε και κάποια αξιόλογη τραγουδίστρια. Περνούσαμε καλά και ήταν αναμφισβήτητο πως και οι τρόφιμοι του ιδρύματος περνούσαν καλύτερα. Αυτή άλλωστε ήταν η επιθυμία μας. Ορισμένες φορές έτυχε, όπως πέρυσι, να πάω σ’ ένα από τα ιδρύματά μας, συνοδεύοντας κάποιον καλό φίλο, προκειμένου να επισκεφθούμε τον γέρο πατέρα του. 

«Κωστή θα έλθεις τη Δευτέρα να πάμε να δούμε τον γέρο; Πολύ σε πάει… ». Πήγαμε. 

Πριν αναφερθώ στο περιστατικό, επιτρέψτε μου να πω πως ο φίλος, νεώτερος από μένα, έμεινε μόνος μια και πριν τρία χρόνια έχασε τη γυναίκα του από την «παλιαρρώστια». Μέχρι τότε εκείνη φρόντιζε τον γέρο και πεθερό της, μιας και ο άνδρας της δούλευε όλη την ημέρα στο μαγαζί τους. Ο γιος τους, ο μοναδικός, ζούσε από χρόνια στην Ελλάδα με την γυναίκα του, αρκετά καλά αποκαταστημένος και με ελάχιστες επιπτώσεις από την οικονομική κατάσταση της πατρίδας. Μετά το θάνατο της νύφης του, ο γερο-πατέρας, συνειδητοποιώντας την κατάσταση, ζήτησε μόνος του να πάει στο γηροκομείο μιας και ο γιος του, ο φίλος μου, προκειμένου να τον έχει κοντά του, τον πηγαινόφερνε μαζί του στο μαγαζί. 

Πήγαμε να τον επισκεφτούμε. Μετά τις ευχές και τα κεράσματα, θέλησα να τους αφήσω για λίγο μόνους μήπως και ήθελαν να πουν κάτι δικό τους. «Πάω να κάνω μια βόλτα μην και δω κάποιο γνωστό» είπα. Ο πατέρας του φίλου μού σύστησε να πάω να χαιρετήσω μια κυρία που βρισκόταν σχετικά κοντά μας. 

«Κωστή πήγαινε να χαιρετήσεις την κ. Ευτυχία, την κυρία που κάθεται στη γωνία και ρώτησέ την πώς πέρασε το Πάσχα». 

Πήγα. Είπα χρόνια πολλά, Χριστός Ανέστη και τα σχετικά και ρώτησα: «Πώς περάσατε το Πάσχα κ. Ευτυχία;». Η καλοβαλμένη γερόντισσα με κοίταξε, χαμογέλασε και άρχισε να μιλά με στόμφο και με τη μορφή ηρωίδας αρχαίας τραγωδίας. «Ποτέ μου δεν πέρασα καλύτερα. Ήλθε ο γιος μου, το Σάββατο νωρίς και φύγαμε. Πήγαμε σε ένα μέρος, όχι πολύ μακριά, που έμοιαζε σαν το χωριό μας. Ίδιο. Το πράσινο, ο καιρός, ο κόσμος γύρω μας, τι να σου πω. Η νύφη μου, χρυσή κοπέλα, νοικοκυρά, άρχισε τις ετοιμασίες για να είναι έτοιμο το τραπέζι μόλις γυρίσουμε από την Ανάσταση. Και δεν γυρίσαμε μόλις είπε ο παπάς το «Χριστός Ανέστη», μείναμε μέχρι το τέλος της λειτουργίας. Γυρίσαμε με τα πόδια και κουβαλήσαμε και το Φως της Αναστάσεως για ν’ ανάβουμε το καντήλι. Να έβλεπες τον εγγονό μου τη χαρά που έκανε να περπατάει και να κοιτάζει μην του σβήσει το κερί. Το τραπέζι στρωμένο και μια μαγειρίτσα θαύμα. Εγώ την έμαθα την νύφη μου να μαγειρεύει. Ο γιος μου, μου το είπε σαν μυστικό, πως αν το δεύτερο παιδί τους είναι κορίτσι, θα το βγάλουν το όνομά μου, Ευτυχία. 

Τσουγκρίσαμε αυγά, ήπιαμε ένα ωραίο ελληνικό κόκκινο κρασί, στο τέλος φάγαμε και μπουγάτσα. Εγώ έφαγα και τσουρέκι. Τρεις η ώρα κοιμηθήκαμε και θέλαμε να κάτσουμε κι άλλο. Ξέχασα να σου πω πως τραγούδησα. Πες μάνα ένα τραγούδι με παρακάλεσε ο γιος μου και έτσι όπως είχα μερακλωθεί είπα το… «Γιάννη μου το μαντίλι σου». Το ξέρεις; Απάντησα πως το έχω ακούσει, μου αρέσει αλλά δεν το … τραγουδάω. Ανήμερα να δεις. Πολύ ωραία ημέρα. Καφέ με κουλουράκια πρωινό εγώ. Ο μικρός έχει το όνομα του μακαρίτη του παππού του, του άνδρα μου, Γιώργος. Ο Γιωργάκης βούτηξε μισό τσουρέκι στο γάλα του και ο γιος μου εζήταγε να του ζεστάνω τη χθεσινή μαγειρίτσα. Βγήκα να τον βοηθήσω στην ετοιμασία για το ψήσιμο του αρνιού. Ένα αρνάκι όνειρο. Αληθινό αρνάκι γάλακτος. Βοήθησα και τη νύφη μου να στρώσει τραπέζι, καλό κορίτσι, νοικοκυρά και καλή μάνα. Εμένα μ’ αγαπάει καλύτερα κι από την μάνα της. Πολλές φορές μαλώνει με τον γιο μου για μένα… “.

Με φώναξε ο φίλος μου. Ήταν ώρα να φύγουμε. Χαιρέτησα και ζήτησα συγγνώμη στην κ. Ευτυχία. 

Υποσχέθηκα πως θα ξαναπάω να τα πούμε. Ο πατέρας του φίλου μου με χαιρέτησε και, ψιθυριστά, μου φανέρωσε το μυστικό της κ. Ευτυχίας. «Τα φαντάζεται όλα. Και πέρυσι το Πάσχα και τα Χριστούγεννα τα ίδια έλεγε. Αλλάζει την τοποθεσία, τα φαγητά και τη διακόσμηση. Ζει με τα όνειρά της. Ο γιος της ζει στο Περθ, τηλεφωνάει κάθε βδομάδα και έρχεται μια-δυο φορές το χρόνο. Η Ευτυχία μ’ αυτά που λέει και τα πιστεύει είναι ευτυχισμένη. Ευτυχία όνομα και πράμα.