Ριζικές αλλαγές στην διάθεση φαρμάκων προβλέπει ο προϋπολογισμός του Μαΐου, καθώς η κυβέρνηση σκοπεύει να βγάλει από την λίστα φαρμάκων που περιλαμβάνονται στο Pharmaceutical Benefits Scheme τα προϊόντα παρακεταμόλης, καθώς και μία σειρά άλλων φαρμάκων τα οποία διατίθενται χωρίς συνταγή από τα φαρμακεία και τα σούπερ μάρκετ. 

Η απόφαση έρχεται ύστερα από την αποκάλυψη ότι την περίοδο 2013-2014 κατατέθηκαν 6,7 εκατομμύρια ιατρικές συνταγές τέτοιων φαρμάκων, με το σχετικό κόστος για το κράτος να ανέρχεται σε 73 εκατομμύρια. Με την πρακτική των γιατρών να συνταγογραφούν φάρμακα για τα οποία δεν απαιτείται συνταγή, σημειώνεται το εξής παράδοξο: ένα σκεύασμα το οποίο έχει τιμή λιανικής πώλησης $1,89, όπως είναι τα αναλγητικά χάπια, να κοστίζουν στο κράτος περί τα $50, καθώς στο ποσό προστίθενται $37 που είναι η αμοιβή που καταβάλει στους γιατρούς το Medicare, αλλά και $6,7 που λαμβάνουν οι φαρμακοποιοί για την εκτέλεση της συνταγής. 

Προωθώντας την αφαίρεση των εν λόγω φαρμάκων από την λίστα εκείνων που καλύπτονται από το κράτος, η κυβέρνηση επιδιώκει να βάλει τέλος σ’ αυτήν την πρακτική και να εξοικονομήσει περί το ένα δισ. δολάρια, ενώ παράλληλα υπόσχεται να μειώσει την τιμή πώλησης των φαρμάκων που περιλαμβάνονται στην λίστα συμμετοχής του κράτους κατά τουλάχιστον ένα δολάριο ανά φάρμακο. 

Η αλλαγή αυτή θα επηρεάσει κυρίως τους ηλικιωμένους, οι οποίοι είναι εκείνοι που κατά κανόνα απευθύνονται στον γιατρό προκειμένου να τους γράψει αναλγητικά, ή ακόμη και καλλυντικά, όπως είναι τα αντιπιτυριδικά σαμπουάν λόγου χάρη. Ο λόγος που οι συνταξιούχοι επιλέγουν αυτόν τον δρόμο, αντί να αγοράσουν τα φάρμακα από το σούπερ μάρκετ ή το φαρμακείο, είναι γιατί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, καταφέρνουν να συγκεντρώσουν τον αριθμό των 60 συνταγών κατ’ έτος, που χρειάζεται ώστε να πιάσουν τον στόχο του «δικτύου ασφαλείας», το οποίο τούς επιτρέπει στην συνέχεια να προμηθεύονται φάρμακα δωρεάν. Βάζοντας τέλος σ’ αυτήν την συνήθεια, η κυβέρνηση θα μειώσει δραστικά τον αριθμό των δικαιούχων «δικτύου ασφαλείας» – και κατά συνέπεια και τα αντίστοιχα ποσά που θα καλείται να καλύψει – ενώ παράλληλα θα αποτρέψει την υπερβολική συλλογή φαρμάκων από τους ηλικιωμένους. 

Από την μεριά τους, οι φαρμακοποιοί αντιδρούν στην εξαγγελία της κυβέρνησης, λέγοντας ότι αυτό δεν θα αποτρέψει τους ηλικιωμένους από το να επισκέπτονται τους γιατρούς, καθώς οι περισσότεροι παίρνουν έναν συνδυασμό πολλών φαρμάκων, καθιστώντας απαραίτητη την συμβουλή ως προς το κατάλληλο αναλγητικό, προς αποφυγή αλληλεπιδράσεων και παρενεργειών, τονίζοντας ότι πιθανή εξαίρεση αναλγητικών από την λίστα φαρμάκων απλώς θα ωθήσει τους γιατρούς να συνταγογραφούν ισχυρότερα αναλγητικά, τα οποία μπορεί να έχουν άλλου είδους παρενέργειες. 

Η τελευταία παρατήρηση συνδέεται με την εξέταση από μεριάς της κυβέρνησης πρότασης να μετατρέψει τα προϊόντα κωδεΐνης από τύπου 3 σε τύπου 4, απαγορεύοντας την διάθεσή τους, χωρίς συνταγή γιατρού. 

Η πρόταση έρχεται υπό το φως αποκαλύψεων ότι όλο και μεγαλύτερος αριθμός Αυστραλών προβαίνει σε λανθασμένη χρήση των εν λόγω φαρμάκων, με τον αριθμό των εθισμένων στα κωδεϊνούχα αναλγητικά να ανέρχεται σε 1078 για την περίοδο 2013-2014, σχεδόν τριπλάσιος από αυτόν της περασμένης δεκαετίας. Ενώ τα εν λόγω φάρμακα γράφουν ρητώς ότι η χρήση τους πρέπει να μην υπερβαίνει τις τρεις μέρες, πολλοί είναι εκείνοι που αγνοούν τα ψιλά γράμματα και προβαίνουν σε εκτεταμένη χρήση, υπερβαίνοντας την δοσολογία, με αποτέλεσμα – εκτός από τον κίνδυνο εθισμού – να νοσηλεύονται με σοβαρές γαστρεντερικές επιπλοκές, ακόμη και εσωτερική αιμορραγία. Οι εθισμένοι στην κωδεΐνη εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι διατίθενται χωρίς συνταγή και προμηθεύονται μεγάλες ποσότητες, επισκεπτόμενοι διαφορετικά φαρμακεία. Από την μεριά τους, οι φαρμακοποιοί τονίζουν ότι έχουν τα προσόντα να διακρίνουν πότε κάποιος έχει ανάγκη ένα κωδεϊνούχο αναλγητικό και πότε απαιτείται η παραπομπή του σε γιατρό, τονίζοντας ότι στόχος της κυβέρνησης πρέπει να είναι ο έλεγχος του συστήματος παρακολούθησης των συνταγογραφήσεων, ώστε να διαπιστώνονται παραβάσεις και υπερβολές. 

Η ιατρική κοινότητα, από την άλλη, δεν αντιτίθεται στην πρόταση, τονίζει δε ότι σε περίπτωση που κάποιος δεν βλέπει αποτέλεσμα από την χρήση αναλγητικών, καλό θα είναι να απευθυνθεί στον γιατρό για περαιτέρω εξετάσεις, αντί να αυξάνει την ποσότητα, καθώς μπορεί να είναι κάποιο οργανικό πρόβλημα – κάποια έλλειψη ενζύμου, λόγου χάρη – που κάνει αναποτελεσματικά κάποια αναλγητικά. Η αύξηση της δοσολογίας, στην οποία προβαίνουν πολλοί άνθρωποι, απλώς αυξάνει τον κίνδυνο των πιθανών παρενεργειών.