Ένας ζωναράδικος χορός στο κρεβάτι του πόνου

Τελευταία επιθυμία του φιλέλληνα Αυστραλού Πίτερ Γουίλιαμς

Όσοι έχουν χορέψει μαζί με τον Πίτερ Γουίλιαμς σε γλέντια, σε εκδηλώσεις, παραστάσεις, ακόμα και σε πρόβες, τον περιγράφουν «μερακλή».

Ο ίδιος, παρ’ ότι τώρα βρίσκεται καθηλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, ακόμα και από εκεί κουνάει το πόδι του στο σκοπό του ζωναράδικου, του αγαπημένου του χορού. Ενστικτώδης, μάλλον, αντίδραση στο άκουσμα της μουσικής, όταν οι φίλοι του τον επισκέφθηκαν με την γκάιντα και τα νταούλια στο νοσοκομείο, άρχισε να κινεί το κάτω άκρο στο σκοπό αυτό.

«Γιατί ακόμη το σώμα μου και η ψυχή μου θέλει να χορέψει» τους είπε!

Μιλάει με πάθος για τους ελληνικούς χορούς και την παράδοση! Αυστραλός ο ίδιος, μετράει προσφορά άνω των τριάντα χρόνων στα πολιτιστικά δρώμενα της ελληνικής παροικίας και τον πολυπολιτισμό της Αυστραλίας.

«Ο Πίτερ εκφραζόταν μέσα από την ελληνική μουσική, το ζούσε, δεν χόρευε απλώς. Δεν πήγαινε να χορέψει βήματα, αλλά να το ζήσει, να ζήσει ένα γλέντι πάνω στην σκηνή μαζί μας, με την παρέα» δηλώνει ο χοροδιδάσκαλος Νίκος Παπαευθυμίου που συχνά τον καλούσε στο χορευτικό για να μοιραστεί μαζί τους την εμπειρική του γνώση στους χορούς που έμαθε στην Ελλάδα.

Τον ρώτησα τι βρήκε στην ελληνική παράδοση και την αγάπησε τόσο, στη σύντομη επίσκεψη που του έκανα την περασμένη Δευτέρα στο νοσοκομείο.
Όπως μου είπε, όλα ξεκίνησαν στο Γυμνάσιο Murrumbeena High, το ’77, όπου, ως καθηγητής Αγγλικών και με την πλειοψηφία των μαθητών να είναι ελληνικής καταγωγής, διοργάνωναν ελληνικές βραδιές στο πλαίσιο του ανοίγματος του σχολείου προς την κοινωνία και τους γονείς. Οι μαθητές του είπαν ότι, «εφόσον θα έρχεσαι, θα πρέπει και να χορεύεις» και εκείνος, μετά το αρχικό σοκ, το προσπάθησε, μάταια στην αρχή. Στο σχολείο τότε δίδασκε ελληνικούς χορούς και η Gwyneth Jones, η γνωστή σε πολλούς ομογενείς Μαργαρίτα, η οποία, επίσης, αγάπησε την ελληνική παράδοση και τους χορούς και δημιούργησε ένα χορευτικό για Έλληνες και Αυστραλούς, στο οποίο ζήτησε τον Πίτερ να συμμετάσχει.

Παρά τις δυσκολίες, σύντομα διαπίστωσε ότι αυτό που τον συγκινεί ξέχωρα είναι το κέφι (και μου το είπε έτσι ακριβώς: «It’s the kefi») που κάνει τη διαφορά και τον κέρδισε στους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς τους οποίους περιγράφει πλούσιους και ζωντανούς, με πολυμορφία στο ύφος και στο στυλ και ποικιλία από περιοχή σε περιοχή. «Είναι σα να ξεκινάς να διαβάζεις ένα παραμύθι και, τελικά βρίσκεσαι μπροστά σε μια εγκυκλοπαίδεια. Όλο αυτό είναι υπέροχο» δηλώνει.

Έπειτα, το ’91-’93, πήγε στην Ελλάδα όπου στη Θεσσαλονίκη γράφτηκε στο χορευτικό του ΧΟΦΕΘ, το οποίο ευγνωμονεί σε κάθε του κουβέντα.

Ωστόσο, συχνά, μετά τη δουλειά, έπαιρνε το λεωφορείο και πήγαινε σε κάποιο χωριό να πιει ένα ποτηράκι στο καφενείο και πιάνοντας την κουβέντα με τους ντόπιους, τους έλεγε ότι θέλει να μάθει τους τοπικούς χορούς τους κι εκείνοι έμεναν σύξυλοι. «Μα γιατί; Αφού είσαι Αυστραλός!» απορούσαν «και αφού δεν είσαι από το χωριό μας» ξαναπορούσαν.

«Τώρα που το σκέφτομαι, ήταν λίγο τρέλα» ομολογεί. «Δεν είχα συνειδητοποιήσει πριν από αυτό», λέει, «πόσο άρρηκτα δεμένα είναι η κουλτούρα με το χορό. Βίωνα μια ζωντανή παράδοση»! Έτσι, βρέθηκε να χορεύει ποντιακά στο τοπικό χορευτικό ενός χωριού, με το οποίο πήγε και στην Ουγγαρία για παραστάσεις και έχει να το λέει πόσο εξωπραγματικό και μαγικό του φαινόταν όλο αυτό που έζησε.

Επιστρέφοντας στη Μελβούρνη, μοιράστηκε τη γνώση του και την εμπειρία του, διδάσκοντας χορούς και τραγούδια από τα μέρη που είχε επισκεφθεί. Το θεωρούσε σχεδόν υποχρέωση, υπογραμμίζει, να μοιραστεί αυτή τη γνώση, συμβάλλοντας έτσι και εκείνος πολιτισμικά. Είναι πρόσωπο που πέρασε από τη ζωή μας, την παροικία μας, έδωσε τόσο απλόχερα γιατί και ο ίδιος βίωσε απλόχερα ό,τι μοιράστηκαν μαζί του άνθρωποι και χορευτές από την Ελλάδα και την Αυστραλία. Και θέλει να ευχαριστήσει γι’ αυτή την ευκαιρία το χορευτικό συγκρότημα ΧΟΦΕΘ στη Θεσσαλονίκη, αλλά και να εκφράσει τη μεγάλη του ευγνωμοσύνη στους Ποντιακούς Συλλόγους όπου δίδαξε, για την αποδοχή που έχαιρε. Δεν παραλείπει και το Retreat όμως, όπου γλεντούσε με την ψυχή του.

Ωστόσο, γυρίζει εκεί απ’ όπου άρχισε και ευχαριστεί το Murrumbeena High School, τους συναδέλφους του, αλλά και τους μαθητές, οι οποίοι ήταν τόσο ενθουσιασμένοι που ένας Αυστραλός καθηγητής εκτιμούσε και αγαπούσε την κουλτούρα τους και τους ίδιους τους μαθητές, τους δίδασκε τους χορούς τους και θεωρεί ότι έτσι ίσως να συνέβαλε λίγο ή να τίμησε έστω την παράδοση, δείχνοντας, παράλληλα, ότι ο πολιτισμός δεν έχει σύνορα. «Είμαι πολύ ευγνώμων για τους ανθρώπους που γνώρισα» δηλώνει.

Με μεγάλη μου έκπληξη, παρατηρώ ότι στο αριστερό του χέρι, εκεί που τρύπησαν για τον ορό, έχει ένα τατουάζ και προς μεγαλύτερή μου έκπληξη βλέπω μια ποντιακή λύρα ζωγραφισμένη στο χέρι του και με μεγάλα κεφαλαία γράμματα η λέξη «ΠΟΝΤΟΣ».

«Εκεί βρίσκεται η καρδιά μου, στον Πόντο», λέει χαμογελώντας και αναρωτιέται γιατί τον τρύπησαν εκεί. «Γιατί ο Πόντος δεν πεθαίνει ποτέ» του λέω αυθόρμητα και συμφωνεί γεμάτος ενθουσιασμό «Ακριβώς! Ποτέ!». «Θα χορεύω ποντιακά με τους αγγέλους!» μου λέει αισιόδοξα.

«Fharisto poli» με ευχαρίστησε στα ελληνικά και μένα κι εγώ δεν είχα λόγια… Η αρχική διορία για τη συνέντευξη ήταν πέντε λεπτά. Τόσο μου είπαν θα ήταν καλό να τον απασχολήσω γιατί κουράζεται. Μου αφιέρωσε 25 πολύτιμα λεπτά, γιατί κάθε λεπτό μετράει στην κατάστασή του και τον ευχαριστώ πολύ για όλα όσα μοιράστηκε μαζί μας στα τόσα χρόνια της ζωής του. Να είναι καλά!