Εμφανίζονται περήφανα πάνω σε εκατοντάδες προϊόντα, καθησυχάζοντας τους καταναλωτές για την προέλευσή τους και τονώνοντας το εθνικό τους φρόνημα. Ωστόσο, οι ετικέτες «Made in Australia» κρύβουν περισσότερα από όσα αποκαλύπτουν, καθώς σε πολλές περιπτώσεις ο κανονισμός για την τοποθέτηση του σήματος απαιτεί το 51% του προϊόντος να έχει κατασκευαστεί τοπικά, κάτι που συχνά οδηγεί σε στρεβλώσεις και καταχρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του τυποποιημένου χοιρινού: είναι πολύ συνηθισμένο να εισάγεται νωπό χοιρινό κρέας από τον Καναδά, τις ΗΠΑ, την Δανία και την Ολλανδία, να περνά από επεξεργασία στην Αυστραλία και να πωλείται ως «αυστραλιανό μπέικον». Το ίδιο συμβαίνει σε προϊόντα όπως ο καφές που εισάγεται από την Κένυα και την Βραζιλία, αλλά γίνεται «αυστραλιανός» επειδή καβουρντίζεται και κόβεται στην Αυστραλία, ενώ η «Αυστραλιανή» σοκολάτα παράγεται από εισαγόμενο κακάο. Εξίσου σύνηθες είναι το φαινόμενο προϊόντων όπως είναι τα έπιπλα ή διάφορες συσκευές που αποτελούνται από μέρη τα οποία κατασκευάζονται σε εργοστάσια της Κίνας, αλλά παίρνουν «αυστραλιανό διαβατήριο» επειδή συναρμολογούνται στην Αυστραλία. 

Προϊόντα, με άλλα λόγια, που δημιουργούνται από 100% εισαγόμενες πρώτες ύλες, αποκτούν πιστοποίηση Αυστραλιανής παραγωγής, επειδή πέρασαν από επεξεργασία και συσκευασία σε αυστραλιανό έδαφος. Αυτό έχει οδηγήσει τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό πιστοποίησης «Australian Made» να μην πιστοποιεί συσκευασίες καφέ ή χοιρινού με την γνωστή ετικέτα με το καγκουρό. Ο οργανισμός θεωρεί ότι είναι σημαντικό να αλλάξουν οι προϋποθέσεις, καθώς αλλάζουν τα δεδομένα στην εισαγωγή προϊόντων. 

«Οι κανονισμοί μας, παραπλανούν τους καταναλωτές», δήλωσε πρόσφατα ο ανεξάρτητος γερουσιαστής Νικ Ξενοφών, χαρακτηρίζοντας την διαδικασία ως «γελοία» και «προσβλητική», τονίζοντας ότι έχει σοβαρές επιπτώσεις στην απασχόληση των αγροτών της Αυστραλίας. 

Απαντώντας στις καταγγελίες των ενώσεων καταναλωτών, η Κυβέρνηση, δια του Υπουργού Εμπορίου Ian Macfarlane, προτείνει την εισαγωγή νέας σηματοδότησης, η οποία θα χωρίζει τα αυστραλιανά προϊόντα σε κατηγορίες, ανάλογα με την χώρα προέλευσης και το είδος επεξεργασίας που έχουν περάσει, χωρίς να υπαναχωρεί από το ποσοστό 51% προέλευσης, κάτι που οι επικριτές θεωρούν ζωτικής σημασίας, καθώς ανάμεσα στο 51% και το 99% δεν εμφανίζεται καμία σήμανση που να τονίζει την διαφορά προέλευσης.