Εκ πρώτης όψεως, το δημοτικό σχολείο Holy Eucharist στο East Malvern μοιάζει με κάθε άλλο καθολικό σχολείο. Προκαλεί, ως εκ τούτου, μεγάλη έκπληξη το να περνά κανείς στον προαύλιο χώρο και να ακούει μία προσευχή στα Ελληνικά – αν και από μόνη της, η ίδια η προσευχή αρκεί για να μεταφέρει τον ανυποψίαστο επισκέπτη σε ένα ελληνικό σχολείο, λίγο πριν την έναρξη των μαθημάτων. Εδώ όμως δεν υπάρχουν ανυποψίαστοι επισκέπτες. Τα παιδιά που κάνουν τον σταυρό τους πριν μπουν για μάθημα είναι ελληνόπουλα που έρχονται κάθε εβδομάδα σ’ αυτό το κτήριο, καθώς το Holy Eucharist είναι ένα από τα δύο κτήρια που φιλοξενούν τα Σχολεία της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης για τους μαθητές που έχουν την ελληνική ως πρώτη γλώσσα (το άλλο κτήριο είναι, φυσικά, αυτό της Κοινότητας, στη Lonsdale Street). Λίγα μέτρα πίσω τους, οι γονείς παρακολουθούν, κάποιοι με έκδηλη υπερηφάνεια. “Ήρθαμε σ’ αυτό το σχολείο γιατί ήταν σημαντικό για μας να μάθουν τα παιδιά την ελληνική γλώσσα”, λέει η Λουκία, μητέρα τεσσάρων παιδιών, τα οποία παρακολουθούν τα μαθήματα. “Ήταν η πρώτη γλώσσα των παιδιών μας, πριν αρχίσουν το σχολείο, τα μιλούσαν πολύ καλά”. 

“Το επίπεδο Ελληνικών που παρέχει αυτό το σχολείο δεν το βρήκαμε πουθενά αλλού”, επισημαίνει ο Χρήστος, πατέρας δύο παιδιών. “Είδαμε τεράστια διαφορά, έκαναν μεγάλη πρόοδο. Γιατί μπορεί να μιλάμε Ελληνικά στο σπίτι, αλλά είναι δύσκολο να κρατήσεις την ελληνική γλώσσα σ’ αυτό το περιβάλλον. Ανεξαρτήτως του ότι πρέπει να προσαρμοστούμε, δεν παύει το ότι προερχόμαστε από μία άλλη κουλτούρα και η γλώσσα είναι σημαντικός παράγοντας στο να κρατήσουμε την ταυτότητά μας”. “Για μας που είμαστε νέοι μετανάστες, ήταν ανάγκη να βρεθεί ένα τέτοιο σχολείο”, συμπληρώνει η Καλλιόπη, μητέρα δύο παιδιών που ήρθαν έχοντας ήδη κατακτήσει τον προφορικό λόγο στην Ελλάδα. “Ήρθαμε εδώ γιατί ήταν σχολείο για τους μετανάστες και κυρίως για να έχουν Έλληνες συμμαθητές. Αυτό είναι το πιο σημαντικό, από εκεί μαθαίνουν να μιλάνε και να αναπτύσσουν το λεξιλόγιο. Και τα Αγγλικά, στα διαλείμματα τα μάθανε τα παιδιά μου, από τους συμμαθητές τους. Βέβαια, πρέπει με προσπάθεια να τους εξηγήσω πόσο σημαντικό είναι, γιατί τους είναι δύσκολο να αφομοιώσουν τόσο συμπιεσμένη ύλη”. “Τα δικά μου παιδιά απολαμβάνουν αυτό το σχολείο” λέει η Ιωάννα, μητέρα δύο μικρών μαθητών. “Έρχονται με μεγάλη χαρά γιατί μαθαίνουν μέσα από βιωματικό παιχνίδι, για τα πράγματα που εμείς έχουμε ζήσει στην Ελλάδα”. 

ΕΝΑ ΣΧΟΛΕΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

“Έχουν δημιουργηθεί φανταστικές παρέες γονέων από το σχολείο”, λέει η συντονίστρια των Σχολείων, Μαρία Μπακαλίδου, καθώς οι γονείς απομακρύνονται, αφήνοντας τα παιδιά τους να παρακολουθήσουν τα μαθήματα. Η ίδια υπήρξε ο ιθύνων νους και η εμπνεύστρια αυτού του εκπαιδευτικού προγράμματος, από την διπλή ιδιότητα της εκπαιδευτικού αλλά και της μητέρας, η οποία ήρθε στην Αυστραλία με δύο παιδιά σε πολύ μικρή ηλικία. 

“Ανησύχησα από το πόσο γρήγορα χάνεται η γλώσσα, ιδίως σ’ αυτές τις ηλικίες”, τονίζει. “Είναι εκπληκτικό πόσο μεγάλη είναι η επιρροή από το αυστραλιανό σχολείο, την τηλεόραση, τους φίλους, τα σπορ, όλες τις δραστηριότητες που είναι στα Αγγλικά. Πήγαινα τα παιδιά μου σε ελληνικό σχολείο, αλλά ενώ κάνουν πολύ καλή δουλειά, καλύπτουν μία άλλη ανάγκη. Μαθαίνουν τα Ελληνικά σαν ξένη γλώσσα. Αυτό δεν καλύπτει τις ανάγκες των παιδιών μας, όπως και όλων αυτών που έρχονται από την Ελλάδα. Έτσι ξεκινήσαμε αυτό το σχολείο για τους νεοαφιχθέντες Έλληνες. Από την αρχή είχαμε μεγάλη ανταπόκριση.Ακόμα και τώρα, έχουμε συνέχεια νέες εγγραφές, όλον τον χρόνο”, λέει, ενώ επισημαίνει ότι οι νέοι μετανάστες καλύπτουν μεν το 70% των μαθητών, οι υπόλοιποι όμως “είναι από εδώ, αλλά θέλουν κάτι παραπάνω. Αυτό δεν μπορείς να το αγνοήσεις”. 

Η ιδέα της Μαρίας Μπακαλίδου βρήκε πρόσφορο έδαφος στην Κοινότητα, έτσι στήθηκαν δύο σχολεία. Το ένα λειτουργεί κάθε Σάββατο στο κτήριο της Κοινότητας και το άλλο κάθε Τρίτη Απόγευμα στο East Malvern. “Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ανάλογο πρόγραμμα πουθενά στον κόσμο”, εξηγεί ο Νίκος Ντάλλας, μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης, που εποπτεύει των ελληνικών σχολείων για νεοφερμένους. Ο ίδιος περιγράφει την δική του εμπειρία από τα Ελληνικά σχολεία της δεκαετίας του ’70 και του ’80, όταν “όλοι βράζαμε στο ίδιο καζάνι. Η πλειοψηφία των γονέων ήταν μετανάστες πρώτης γενιάς και όλοι μιλούσαμε Ελληνικά στο σπίτι. Σήμερα, η εικόνα είναι διαφορετική και τα Ελληνικά σχολεία πρέπει να καλύψουν διαφορετικές ανάγκες για μαθητές που προέρχονται από πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα». 

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή Εκπαίδευσης της Κοινότητας δεν δίστασε καθόλου να υποστηρίξει την πρωτοβουλία της Μαρίας Μπακαλίδου. Τον πρώτο χρόνο, το σχολείο ξεκίνησε με 60 μαθητές στα δύο κτήρια ενώ στο τέλος της χρονιάς είχε τους διπλάσιους. Αυτήν την στιγμή τα σχολεία Ελληνικών ως πρώτης γλώσσας έχουν 170 μαθητές. 

“Δύο πράγματα μας εξέπληξαν ευχάριστα. Το ένα είναι ότι περισσότεροι πλέον επιλέγουν το σχολείο που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, που προσελκύει παιδιά από κάθε σημείο της Μελβούρνης. Το άλλο είναι ότι πλέον έχουμε πολλούς Ελληνοαυστραλούς μαθητές, οι γονείς των οποίων θεωρούν πολύ σημαντική πρόκληση το να μαθαίνουν Ελληνικά με παιδιά που έχουν την ελληνική ως πρώτη γλώσσα”. Όσο για την οικονομική διάσταση του ζητήματος, ο Νίκος Ντάλλας είναι σαφής: “Αυτά τα δύο πρώτα χρόνια λειτουργίας, το σχολείο λειτουργεί με έλλειμμα, καθώς ήταν σημαντικό να κρατήσουμε χαμηλά δίδακτρα (λιγότερα από $500 δολάρια ανά παιδί ετησίως), δεδομένου ότι οι οικογένειες των νεοφερμένων αντιμετωπίζουν πολλές οικονομικές δυσκολίες”.

ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ

“Επ’ ουδενί λόγω δεν πρέπει το οικονομικό να είναι ανασταλτικός παράγοντας”, συμφωνεί η συντονίστρια, περιγράφοντας τις προκλήσεις που είχε να αντιμετωπίσει αυτή και το υπόλοιπο εκπαιδευτικό προσωπικό: να συμπυκνώσει σε τρεις ώρες εβδομαδιαίως την ύλη που στα Ελληνικά σχολεία διδάσκεται σε έξι ώρες την ημέρα.

“Έχουμε το 30% των διδακτικών ωρών που αφιερώνεται στην Ελλάδα για τα ίδια βιβλία, αλλά νομίζω ότι φτιάξαμε ένα πολύ δομημένο πρόγραμμα διδασκαλίας. Όλοι όσοι δουλεύουμε εδώ είμαστε δάσκαλοι, πολλοί είναι αποσπασμένοι που σημαίνει ότι έχουν διδάξει αυτά τα βιβλία στην Ελλάδα, ξέρουν την ύλη”, λέει. Παράλληλα, πολλοί από τους νεοφερμένους έχουν μεγαλύτερη αγωνία για την ενσωμάτωση των παιδιών τους και το κατά πόσον θα μάθουν Αγγλικά, παρά για την διατήρηση της ελληνικής γλώσσας. 

“Αυτό που λέω στους γονείς είναι να μην ανησυχούν. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην μάθουν Αγγλικά τα παιδιά, αυτό που υπάρχει περίπτωση είναι να χαθούν τα Ελληνικά. Και τα μεν παιδιά μεγάλης ηλικίας, έχουν ήδη κατακτήσει την γλώσσα, αλλά τα μικρά παιδιά, μέχρι πέντε ετών, έχουν πραγματικά την δυνατότητα να γίνουν δίγλωσσα και τρίγλωσσα, έχει αυτήν την εκπληκτική ικανότητα ο εγκέφαλός τους να σκέφτεται ταυτόχρονα σε διαφορετικές γλώσσες. Εφόσον το περιβάλλον της Αυστραλίας προσφέρει την δυνατότητα, γιατί να μην το εκμεταλλευτούμε;”

Η βασική πρόκληση του συγκεκριμένου σχολείου είναι να γίνει ελκυστικό και για τα παιδιά. “Εκτός από την γλώσσα, κάνουμε και μαθήματα πολιτισμού, μυθολογίας, ιστορίας, γεωγραφίας, ενώ χρησιμοποιούμε και το θεατρικό παιχνίδι, καθώς και άλλες δραστηριότητες”, λέει η Μαρία Μπακαλίδου. “Ακόμη και μαγειρική έχουμε κάνει και ενθουσιάστηκαν τα παιδιά”. Αυτό δημιουργεί ένα φιλικό, χαλαρό κλίμα που προάγει την γνώση, κυρίως όμως συμβάλλει στην κοινωνικοποίηση. 

“Μού αρέσει πολύ που οι κόρες μου έχουν τους φίλους τους από το ελληνικό σχολείο και αυτούς από το αγγλικό”, λέει, τονίζοντας κυρίως την σημασία που έχει αυτού του είδους η κοινωνικότητα στις μεγαλύτερες ηλικίες, στους εφήβους, που βρίσκουν συνομηλίκους τους με κοινούς κώδικες επικοινωνίας, πηγαίνοντας για καφέ μετά τα μαθήματα”. 

“Η ουσία είναι, εκτός της εκμάθησης της γλώσσας, να λειτουργούν σαν ομάδα, να σέβονται και να ακούν ο ένας τον άλλον, να μπορούν να συνεργάζονται, να δημιουργούν και να μάθουν πέντε πράγματα, να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι, καλύτεροι έφηβοι, να γίνει το μυαλό τους πιο ανοιχτό να μην φοβούνται να πουν την γνώμη τους επειδή δεν έχουν εξοικειωθεί με το μυαλό των Αυστραλών” λέει η Κατερίνα Πουταχίδου, η οποία κάνει θεατρικό παιχνίδι στο σχολείο και δεν κρύβει τον ενθουσιασμό της για την εμπειρία της. 

“Πόσο χάρηκα όταν μπήκα σε τάξη και άκουσα νήπια να μού μιλάνε Ελληνικά με ολόκληρες προτάσεις!”, λέει, εξηγώντας ότι τα παιδιά από την Ελλάδα έχουν “μεγαλύτερη σβελτάδα”, καθώς προέρχονται από ένα εκπαιδευτικό σύστημα με πιο έντονο ρυθμό, από αυτόν της Αυστραλίας. 

“Είναι τα παιδιά της κρίσης” υπερθεματίζει η Αργυρώ Κουτσουράδη, μία από τις δασκάλες του σχολείου, η οποία διδάσκει σε μικρές ηλικίες. “Ειδικά αυτά που ήρθαν τώρα από την Ελλάδα, βιώνουν συγκεκριμένες καταστάσεις και το σχολείο τους προσφέρει μία ομαλή προσαρμογή σε ένα νέο περιβάλλον. Κρατάμε την ταυτότητά μας, ενώ παράλληλα δημιουργούμε μία άλλη”.