Βίος και Πολιτεία του Ελληνοαυστραλού «Κουταλιανού»

"Στο απόγειο της καριέρας μου, το σώμα μου μπορούσε να επεξεργαστεί μέχρι και μισό κιλό μέταλλο την ημέρα"

«Σίδερα μασάει, ο Κουταλιανός» έγραφε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και τραγουδούσε ο Γιάννης Καλατζής τη δεκετία του ’70. Αλλά αναφερόταν στον πρώτο Κουταλιανό, τον Παναγή, του 19ου αιώνα, που γεννήθηκε στην Κούταλη της Θάλασσας του Μαρμαρά της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η φήμη του έφτασε μέχρι τη Λατινική Αμερική. 

Ο Κουταλιανός του 20ού (και γιατί όχι, και του 21ου αιώνα) γεννήθηκε στην Ελλάδα και πέρασε τα καλύτερά του χρόνια στην Αυστραλία. Μασούσε και κατάπινε χωρίς πρόβλημα μέταλλα και γυαλιά και έγινε «αστέρι» προτού ακόμη εμφανιστεί η τηλεόραση. 

Ο 83χρονος σήμερα «Κουταλιανός», γνωστός με το όνομα Λεωνίδας Σαμψών, μετά από δεκαετίες ταξιδιών, εκατοντάδων παραστάσεων και άλλων περιπλανήσεων, ζει σήμερα στο Maroochydore κοντά στο Sunshine Coast του Κουίνσλαντ, όπου βρίσκεται και η κόρη του. 

Εκεί τον βρήκαμε, στο μικρό του διαμέρισμα το οποίο είναι γεμάτο με φωτογραφίες από μία καριέρα που έγινε πρωτοσέλιδο σε εφημερίδες στην Αυστραλία και την Ευρώπη. Περνά τις ώρες του διατηρώντας ένα μικρό λαχανόκηπο και ψαρεύοντας στο ποτάμι. 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ

Ο Σαμψών γεννήθηκε με το όνομα Λεωνίδας Ποστογλίδης κοντά στη Βέροια το 1932. Από μικρή ηλικία είχε επιδείξει σωματικές ικανότητες και έπαιρνε μέρος σε αγώνες δρόμου με επιτυχία. «Όλα άρχισαν όταν ήμουν 13 ετών. Κάθε Πάσχα γίνονταν αγώνες δρόμου και πάλης και λάμβανα μέρος με μεγάλη επιτυχία» δηλώνει σήμερα ο Σαμψών. Τότε. Όπως λέει χαρακτηριστικά «γνώρισα έναν πολύ δυνατό άντρα, τον Θράμα (Thrama). Μπορούσε να λυγίζει μέταλλα και βρύσες και κοντά του έμαθα κι εγώ. Λύγιζα σίδερο με τα δόντια μου και έσπαγα καρφιά. Με τον καιρό, έμαθα τη δουλειά και έγινα δυνατότερος». 

Η οικογένεια του Σαμψών δεν ήταν φτωχή καθώς διατηρούσε πολλά χωράφια στη Βέροια. Όμως, ο Λεωνίδας διψούσε για εμπειρίες. Έτσι, το 1953 αποφάσισε να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να ταξιδέψει στην Αυστραλία σε ηλικία 21 ετών. 

ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Οι πρώτοι του σταθμοί και οι πρώτες του δουλειές ήταν στην Bonegilla και το Shepparton, αν και λίγο μετά έφτασε στη Μελβούρνη όπου εργάστηκε στην αυτοκινητοβιομηχανία General Motors. «Εργάστηκα στους σιδηροδρόμους στο Bacchus Marsh. Στα μεσημεριανά διαλείμματα, έδινα σύντομες παραστάσεις: ξάπλωνα ανάσκελα και συνάδελφοί μου έσπαζαν πέτρες πάνω στο στήθος και το στομάχι μου». 

Το 1955, πήγε στη Βρισβάνη και έγινε μέλος της αθλητικής λέσχης για νέους (YMCA). Εκεί διδάχθηκε πάλη και άρση βαρών. Μάλιστα, ασχολήθηκε και με τζούντο και είχε βλέψεις να συμμετάσχει και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης το 1956. Όμως, τον κέρδισε το βαριετέ και άρχισε να δίνει παραστάσεις με το ψευδώνυμο «Mr Atlas». Και από τη στιγμή που το έκανε επάγγελμα, δεν είχε το δικαίωμα να συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς. 

Εκείνη την περίοδο συναντά τον Αμερικανό Ινδιάνο και διάσημο παλαιστή Chief Little Wolf. Εκείνος βρισκόταν στην τρίτη δεκαετία της καριέρας του και στο αποκορύφωμά της και πήρε τον Σαμψών για να δίνει παραστάσεις πριν τους αγώνες του. «Ήθελε κάθε φορά να του κάνω διαφορετικά πράγματα. Δεν ήθελε το κοινό του να βλέπει τα ίδια κάθε φορά». Ο Chief Little Wolf του έδωσε το όνομα «Ο Νεαρός Έλληνας Σαμψών». Ήταν η εποχή που η ταινία του Χόλιγουντ «Σαμψών και Δαλιδά », με πρωταγωνιστή τον Victor Mature, «έσπαγε ταμεία» και έτσι προέκυψε και το όνομά του, Σαμψών.

Τότε ήταν που ξεκίνησαν και οι τηλεοπτικές μεταδόσεις και έγινε γρήγορα ο σημαντικότερος τρόπος διασκέδασης για τους Αυστραλούς. Αυτό βοήθησε την καριέρα του Σαμψών, ειδικά όταν έκανε μία 10λεπτη συνέντευξη από κοινού με τον Chief Little Wolf για ένα παιδικό πρόγραμμα. «Για εκείνη τη συνέντευξη, πληρωθήκαμε με ένα μεγάλο κέικ παγωτό, αλλά αυτό που είχε σημασία είναι ότι το όνομά μου έγινε γνωστό στην Αυστραλία». 

Σύντομα δούλευε και με άλλους παραγωγούς και καλλιτέχνες. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Frank Foster με τον οποίο συνεργάστηκε και έκανε περιοδείες στο μεγαλύτερο μέρος της Αυστραλίας. Η συνεργασία του αυτή τον έκανε ακόμα πιο δυνατό. Ήταν τότε που αποφάσισε να κάνει κάτι παραπάνω από το να τραβά οχήματα με τα δόντια του. 

Το 1958, στο Shepparton, ο Foster του είπε ότι ο Slim Dusty, που τραγουδούσε στις παραστάσεις του είχε λαρυγγίτιδα. Τότε ο Σαμψών του είπε να μην ανησυχεί διότι είχε ετοιμάσει μία καινούργια παράσταση: «Θα έτρωγα ξυράφια. Όταν το είπα στον Foster, νόμιζε ότι ήμουν τρελός, αλλά τον διαβεβαίωσα ότι θα ήμουν μια χαρά». Την επόμενη μέρα, ο Σαμψών άρχισε να τρώει ξυράφια μπροστά στο ακροατήριό του. Το γεγονός έγινε πρωτοσέλιδο σε εφημερίδες της Μελβούρνης. Ο Σαμψών μασούσε και κατάπινε τα ξυράφια και μετά υποβαλλόταν σε ακτίνες Χ για να αποδείξει ότι δεν επρόκειτο για ψέμα. 

Μετά τα ξυράφια ακολούθησαν διάφορα μέταλλα και γυαλιά και ο Σαμψών και η παράστασή του απέκτησαν παγκόσμια φήμη. Στο απόγειο της δόξας του, το σώμα του μπορούσε να επεξεργαστεί μέχρι και μισό κιλό μέταλλο την ημέρα.

«Το έκανα για 30 χρόνια χωρίς πρόβλημα. Η όλη δουλειά γινόταν στα δόντια. Έσπαγα τα υλικά σε μικρά κομμάτια και στη συνέχεια τα κατάπινα με ένα ποτήρι νερό. Έπρεπε να είμαι προσεκτικός να μην κόψω τη γλώσσα μου. Αυτό ήταν όλο. Πρέπει να πιστεύεις στον εαυτό σου, αλλιώς δεν μπορείς να κάνεις τίποτα» δηλώνει σήμερα ο βετεράνος Σαμψών. 

Το 1998, ο Foster έδωσε συνέντευξη και μίλησε για τον Σαμψών: «Ήταν πολύτιμη η συνεργασία μας, επειδή ήταν ένας αυθεντικός άνθρωπος. Δεν ήταν φρικιό και ο ίδιος δεν είχε αυτή την ψευδαίσθηση. Μάλιστα, διέθετε την καλύτερη οδοντοστοιχία που έχετε ποτέ δει». 

ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΑΥΣΤΡΑΛΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑ

Ο Foster αναφέρθηκε και σε ένα περιστατικό, όταν δημοσιογράφοι από τη Νέα Ζηλανδία τον προκάλεσαν τον Σαμψών να φάει μεταλλικά αντικείμενα σε ένα ξενοδοχείο: «Όταν τελικά δέχτηκε την πρόκληση, ο Σαμψών άρχισε να τρώει τα πάντα. Μετά από λίγο, ο ιδιοκτήτης του μοτέλ πήγε και του ζήτησε να σταματήσει, ειδάλλως, όπως του είπε, δεν θα του μείνει τίποτα στο μαγαζί. Τότε, ο Σαμψών πήγε για ακτίνες Χ και όλα ήταν μέσα στο στομάχι του. Κι αυτό ήταν μέσα στο παιχνίδι της δημοσιότητας, και ήταν κάτι πολύ μεγάλο για εμάς» είπε ο Foster. 

Εκείνη την περίοδο τον πλησίασε ο Ελληνοαυστραλός επιχειρηματίας από το Ντάργουιν, Γιάννης Καταπόδης. Είχε βάλει στοίχημα $30.000 ότι ο Σαμψών δεν θα κατάφερνε να φάει ένα ολόκληρο αυτοκίνητο μέσα σε τέσσερα χρόνια. Ωστόσο, ο επιχειρηματίας γρήγορα απέσυρε το στοίχημα, αλλά δόθηκε μεγάλη δημοσιότητα για τον ίδιο. Ήταν τότε που ο Σαμψών αποφάσισε να γίνει ο ίδιος παραγωγός των παραστάσεών του.

«Άρχισα να δουλεύω μόνος μου, με την επωνυμία ‘Ο Έλληνας Σαμψών’. Είχα μια πράξη μόνο για 15 λεπτά, αλλά είχα δημιουργήσει κάτι σαν θίασο με ακροβάτες, τραγουδιστές και άλλους καλλιτέχνες. Όταν κουράστηκα να είμαι σε περιοδείες ξεκίνησα μία επιχείρηση. Η φήμη μου με βοήθησε και τα εστιατόρια που άνοιξα δούλεψαν καλά». 

Το 1969 λαμβάνει την αυστραλιανή υπηκοότητα και επισημοποιεί έτσι και το όνομά του: Leon Samson.

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ

Το 1971, ο Σαμψών εγκατέλειψε προσωρινά την Αυστραλία και πήγε στην Ελλάδα για να βοηθήσει τον πατέρα του στο οικογενειακό αγρόκτημα. Αλλά η φήμη του τον ακολούθησε και εκεί και ξεκίνησε με επιτυχία τις εμφανίσεις του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης με την επωνυμία «Σαμψών ο δυνατός από την Αυστραλία». Δεν έμεινε εκεί αλλά έκανε περιοδείες και στην Ευρώπη. Στη Γερμανία πήρε μέρος στο μεγαλύτερο Φεστιβάλ του κόσμου, στο Oktoberfest, που συγκέντρωνε τότε πάνω από 6 εκατ. επισκέπτες. 

Όπως είχε κάνει και στην Αυστραλία, ο Σαμψών διατηρούσε παράλληλα επιχειρήσεις. Έγινε έμπορος μεταχειρισμένων επίπλων και αυτοκίνητων στην Ανατολική Ευρώπη, ενώ άνοιξε και αλυσίδα fast food και ζαχαροπλαστείων.

ΟΤΑΝ ΕΣΒΗΣΑΝ ΤΑ ΦΩΤΑ 

Ο Σαμψών παρέμεινε στην Ευρώπη μέχρι την αποχώρησή του από το χώρο του θεάματος το 1994, όταν ήταν 62. Αρχικά, αποσύρθηκε στο χωριό του στην Ελλάδα όπου μεγάλωνε ροδάκινα και ασχολήθηκε με την ιχθυοκαλλιέργεια και την καλλιέργεια μανιταριών. «Προσπαθούσα πάντα να μαθαίνω να κάνω διαφορετικά πράγματα» λέει ο ο Σαμψών στο «Νέο Κόσμο».

Επέστρεψε στην Αυστραλία το 2010, αρχικά στο Σίδνεϊ και μετά στη Βρισβάνη. Εκεί με τη βοήθεια της κόρης του κατάφερε να εγκατασταθεί στο Maroochydore. 

«Αν έχουν γίνει λάθη, τα πληρώνεις. Αν δεν έχουν γίνει, πάλι τα πληρώνεις» λέει ο Σαμψών. Όπως λέει ο ίδιος με τη συνέντευξή του αυτή επιθυμεί, για τελευταία ίσως φορά, να διατηρήσει το όνομά του διάσημο για λίγο ακόμα και ότι δεν έχει ξεχαστεί. «Πολλοί με έχουν δει 4 και 5 φορές. Όλοι οι ηλικιωμένοι Έλληνες που ζουν στο Sunshine Coast ακόμα με θυμούνται» λέει και συγκινείται ο αδάμαστος Σαμψών.