Ήταν ένας καφενές…

Με μάτια βουρκωμένα γράφονται οι τίτλοι τέλους για το ελληνικό καφενείο του Brunswick

Στους τοίχους του παρελαύνουν, ατάκτως ερριμμένες, εικόνες με τους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης. Ασπρόμαυρες ως επί το πλείστον, αφηγούνται ένδοξες ιστορίες της μακρινής πατρίδας τους. Την όποια «παράταξή» τους σπάνε κάτι κιτρινισμένες αφίσες της Εθνικής Ελλάδας, τής Ελλάς Μελβούρνης, της Εθνικής Αυστραλίας, μαρτυρίες της αγάπης τους για το άθλημα που τους ένωσε χρόνια πριν, όταν παλικαράκια συναντήθηκαν σ’ αυτήν την εσχατιά του πλανήτη. Μερικά κασκόλ με τα σήματα των ομάδων -παραφερνάλια ενός από τα πολλά πάθη που συντρόφεψαν τη ζωή τους- που δεν είναι τόσο επιρρεπή, όσο το χαρτί στην «κίτρινη» σφραγίδα του χρόνου, βάζουν λίγο χρώμα στους καφεκόκκινους τούβλινους τοίχους. Πολύχρωμοι και οι πολιτικοί χάρτες της Ελλάδας και των γεωγραφικών της διαμερισμάτων, τράπεζες πληροφοριών μίας άλλης εποχής που ξεκουράζονται και αυτοί νωχελικά στους ίδιους τοίχους. Και εκεί ανάμεσα σε όλα αυτά τα κειμήλια -ντοκουμέντα μίας ζωής- και η αιώνια γυναίκα. Ένα μεγάλο κάδρο με την ασπρόμαυρη ολόσωμη φωτογραφία της Μαίριλιν Μονρό, με εκείνο το διάσημο λευκό φόρεμα που δέχεται την επίθεση ενός κύματος αέρα. Το σύμβολο του σεξ που φαντασιώθηκαν χιλιάδες άνδρες, στο «ναό» των ανδρών, μαρτυρία ενός ακόμα πάθους των εκατοντάδωνθαμώνων του που πέρασαν την πόρτα του.

Το άρωμα που πλανιέται στον αέρα «πολλά βαρύ» ,όπως τα καφεδάκια στα κοντόχοντρα φλιτζάνια που ο Γιώργος αραδιάζει πάνω στο τραπέζι των… Σαββατιανών. Σπαρμένα στο χώρο σαράντα περίπου τραπέζια. Τα περισσότερα γυμνά. Η πράσινη τσόχα στολίζει δύο, το πολύ τρία, απ’ αυτά. Μία παρέα από πέντε-έξι ηλικιωμένους τελετουργικά προσηλωμένοι γύρω σ’ ένα απ’ αυτά, «μετράνε» τραπουλόχαρτα σε μία παρτίδα πρέφας. Τα χέρια τους πάνε και έρχονται πάνω στην τσόχα ως καλολαδωμένα πιστόνια μίας γραφικής ατμομηχανής άλλων εποχών. 

Κάποιοι άλλοι έχουν ανοίξει κουβέντα, έντονη κουβέντα, πολιτική κουβέντα για την Ελλάδα. Τα ουζάκια τους έχουν λύσει τη γλώσσα. 

Νοιώθω παρατηρητής και μέτοχος μίας άλλης εποχής. Αν υπάρχει μηχανή του χρόνου, είμαι σίγουρη πως την βρήκα και μπήκα σ’ αυτή, περνώντας από την δίφυλλη σιδερένια πόρτα τούτου του μαγαζιού, πριν από λίγα λεπτά. 

Είναι μία εικόνα που σε λίγο καιρό δεν θα υπάρχει πια. Τον Σεπτέμβρη, αυτός ο καφενές θα αποτελεί παρελθόν, ένας χώρος αποτυπωμένος στις μνήμες των πιστών θαμώνων και επισκεπτών του. 

«Πριν από κάμποσο καιρό έκοβα τις φωτογραφίες από τις κηδείες που βάζατε στο ‘Νέο Κόσμο’, αν πέθαινε κάποιος πελάτης και τις τοιχοκολλούσα. Μαζεύτηκαν τόσες πολλές, όμως, που γέμισε ο τοίχος και το σταμάτησα», μου λέει ο Χρήστος Νταλιάνης ένας εκ των ιδιοκτητών του ελληνικού καφενείου στο Sydney Road του Brunswick της Μελβούρνης, καθώς παρατηρεί το βλέμμα μου να κάνει περατζάδες στους τοίχους του μαγαζιού του. 

Ναι, το ελληνικό καφενείο ξεψυχά. Όπως ξεψύχησαν τόσοι και τόσοι θαμώνες του τα τελευταία χρόνια. Κατάφερε να επιβιώσει 36 ολόκληρα χρόνια αλλά ως εδώ ήταν. 

Ο ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ ΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΥ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

«Αν ερχόσουν εδώ στις αρχές του ’90, τέτοια μέρα, τούτος ο χώρος ήταν γεμάτος. Δεν υπήρχε καρέκλα άδεια, υπήρχαν και όρθιοι. Βάλε στο νου σου να σκεφτείς πόσοι έχουν πεθάνει» λέει ο κ. Χρήστος. Η ιστορία του καφενέ του, η ιστορία της παροικίας μας. 

«Νέοι δεν έρχονται εδώ στο καφενείο. Οι νέοι δεν τα θέλουν αυτά. Έρχονται μερικοί που έχουν έρθει πρόσφατα από την Ελλάδα, μετά πιάνουν και αυτοί δουλειές και σταματούν να έρχονται. Εμείς εκείνα τα χρόνια που πηγαίναμε στο καφενείο αρχικά είμαστε ελεύθεροι, ανύπαντροι και πηγαίναμε. Μετά που παντρευτήκαμε, μπορεί να στριμωχθήκαμε λίγο και δεν πολυβγαίναμε. Αλλά, μετά από λίγο καιρό μας συνήθισαν οι γυναίκες. Ε! ξέρεις τώρα πως είναι μετά από λίγα χρόνια γάμου, οπότε αρχίσαμε πάλι να ερχόμαστε εδώ», λέει και μέσα από αυτές του τις μικρές παρατηρήσεις, περιγράφει μία ολόκληρη κοινωνία και μία εποχή που τα ηλεκτρονικά μέσα δεν υπήρχαν, οι τάσεις φυγής από την καθημερινότητα και τη ρουτίνα «είχαν» ποδάρια και όχι πλήκτρα όπως σήμερα. 

«Αυτοί εκεί είναι οι ‘Σαββατιανοί’ γιατί έρχονται μόνο το Σάββατο. Οι άλλοι που παίζουν χαρτιά πιο πάνω είναι οι ίδιοι και οι ίδιοι. Χρόνια τώρα έρχονται εδώ. Άλλοι κάθονται παίζουν το πινάκλ τους, το τάβλι τους και όπως πάντα τούτη η εποχή μας αδυνατεί πολύ, γιατί πολλοί φεύγουν για την Ελλάδα», μου λέει ο κ. Χρήστος, δείχνοντας μου τη «γεωγραφική» θέση των πελατών του, ανάλογα με τα γούστα, την παρέα και τα κέφια τους. 

«Το ξεκίνησα το 1979 μαζί με τον Λούη Μουρατίδη και το Νίκο Ξυδιά» είναι οι δύο συνεταίροι του αυτοί. «Από 12 χρονών στο χωριό μου (Σπαρτιάτης ο κ. Χρήστος), δούλευα στο καφενείο πριν ακόμα τελειώσω καλά-καλά το Δημοτικό. Μία ζωή περάσαμε εδώ, αλλά είναι πολλά τα ενοίκια και δεν βγαίνουμε τώρα πια. Ήρθαμε και σε ηλικία. Πρέπει και εμείς να ξεκουραστούμε. Από το 1979 που το άνοιξα μέχρι σήμερα μόνο δύο φορές πήγα διακοπές γιατί το μαγαζί είναι μαγαζί, ο μπόσης πρέπει να είναι εδώ πάντα. Αυτό το καφενείο ζούσε πολλές οικογένειες όχι μόνο εμάς που είμαστε μπόσηδες αλλά και αυτές των σερβιτόρων. 24 ώρες το 24ωρο, 7 μέρες την εβδομάδα ανοικτοί. Καταλαβαίνεις, πολύ δύσκολα».

Τον ρωτάω για τους πελάτες του. Διψάω να ταξιδέψω στην καθημερινότητά του, την καθημερινότητά τους, αποφασισμένη να εκμεταλλευτώ όσο το δυνατό περισσότερο αυτό το μοναδικό ταξίδι σε τούτη τη μηχανή του χρόνου που έτσι αναπάντεχα βρέθηκε στο δρόμο μου, τούτο το χειμωνιάτικο πρωινό Σαββάτου. 

«Από συζητήσεις, τι να σου πω… ό,τι τους κατεβάσει συζητούν. Πολιτικά πάνω απ’ όλα, όμως. Τώρα, με την Ελλάδα ιδίως… Τι να σου πω χαμός γίνεται εδώ μέσα! Που να ακούσεις τους καθημερινούς! Να δεις φωνές, να δεις κακό! Και φωνάζουν για το τίποτα. Ποιοι έκλεψαν τα λεφτά και άλλα τέτοια…». 

Όλοι οι ελληνικοί καφενέδες, σε όποιο μήκος ή πλάτος του πλανήτη και αν βρίσκονται μοιάζουν τόσο πολύ τελικά… σκέφτομαι και έτσι, χωρίς να το καταλάβω, ο κ. Χρήστος, ο καφενόβιος μπόσης, αρχίζει και αυτός την πολιτική συζήτηση και φωνάζει και μιλά για Τσοχατζόπουλος και Καραμανλήδες. Πως τα κατάφερα να τον διακόψω και εγώ δεν ξέρω αλλά μία φωτογραφία για το «Νέο Κόσμο» είναι ένα παλιό, δοκιμασμένο κόλπο που δουλεύει. 

«Γκρίνια που πέφτει για το ‘Νέο Κόσμο’», μού λέει όταν τον ρωτάω για την εφημερίδα και για τη θέση που αυτή έχει στην καφενόβια ζωή των πελατών του. Παίρνουμε δύο εφημερίδες τη Δευτέρα και δύο την Πέμπτη, αλλά και τις άλλες ελληνικές εφημερίδες που κυκλοφορούν και μέχρι το βράδυ άμα δεν την φυλάξω, πάει την έχουνε πάρει… Ξέρεις με πόσους έχω μαλώσει για την εφημερίδα; Μία μέρα έρχεται ένας και μου λέει: ‘Να κόψω τους πεθαμένους;’ -έχει πεθάνει τώρα αυτός κανένα χρόνο-. Πλούσιος είχε κερδίσει και $1 εκατ. στο Tattslotto, και ήθελε να κόψει τους πεθαμένους… Πολύ τσιγκούνης. Του λέω, ‘άμα κόψεις τους πεθαμένους τι τη θέλω εγώ την εφημερίδα. Ο κόσμος τη διαβάζει την εφημερίδα και κοιτάζει τους πεθαμένους μην έχει πεθάνει κανένας γνωστός να πάει στη κηδεία’. Οι πιο πολλοί από εδώ μέσα τους πεθαμένους κοιτούν τώρα πια. Τα αθλητικά δεν έχουν πολύ πέραση. Μια φορά και ένα καιρό που υπήρχε η Ελλάς, ε, ναι, γινόταν φασαρία, ενδιαφέρονταν».

«Περιστατικά με συζύγους, αγανακτισμένες με τους άντρες τους που ξημεροβραδιάζονταν στο καφενείο είχατε ποτέ;»

– «Τα πρώτα χρόνια, είχαμε πολλά περιστατικά… Έρχονταν οι γυναίκες, έβριζαν τους άνδρες τους, γινόντουσαν πολλά τέτοια, τώρα τελευταία δεν γίνονται πια. Θυμάμαι μία φορά ήρθε μία γυναίκα και να δεις βρισίδι που έριξε στον άνδρα της και σε μας. Δεν το πίστευα ότι γυναίκα μπορεί να βρίζει έτσι. Υπάρχουν τα κινητά τώρα. Αν θέλουν να τους βρίσουν, νομίζω ότι το κάνουν από το κινητό». 

«Επειδή έχαναν λεφτά τους έβριζαν;»

-«Γενικώς, τους έβριζαν για πολλά. Εδώ σε μας μπορεί κάποιος να χάσει το πολύ μέχρι $500 γιατί δεν παίζουμε μεγάλα ‘γκέμια’. Δεν βαστάει η τσέπη μας όχι μόνο τώρα, αλλά και πάντα να παίξουμε μεγάλα. Τα πόκις κατάστρεψαν τον κόσμο. Το ’90 που ήταν και κόσμος τότε παίζαμε $20 ‘γκέμι’, τώρα μόνο $5. Εκείνα τα χρόνια όποιος έμπαινε στα $20 ‘γκέμι’ του έλεγα πριν αρχίσει η παρτίδα να βάλει $500 πάνω στο τραπέζι. Όποιον δεν τα είχε, δεν τον άφηνα να παίξει. Τα πόκις και το καζίνο κατέστρεψαν τους άνδρες, κατέστρεψαν και τις γυναίκες, όχι τα καφενεία. 

«ΝΑ ΒΓΑΛΕΙΣ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΑΠΟ ΤΟΥΤΗ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΣΕ ΕΚΕΙΝΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ»

Όλη αυτήν την ώρα που μιλάω με τον κ. Χρήστο, οι 40 περίπου θαμώνες του καφενέ, έχουν ρωτήσει και έχουν μάθει, ποια είμαι, τι κάνω και από πού κρατάει η… «σκούφια» μου. Είναι μικρός ο κόσμος βλέπετε και τα νέα ταξιδεύουν γρήγορα σε ένα καφενείο. Για το καλό μου βέβαια, γιατί όταν πλησιάζω στο τραπέζι των ‘Σαββατιανών’ με καλωσορίζουν λες και γνωριζόμαστε χρόνια τώρα. «’Είναι η νύφη του Παύλου’ λέει ο κ. Γιάννης στο διπλανό του. ‘Έρχεται και ο θείος σου ο Χρήστος εδώ. Εκείνα τα χρόνια με την Αθηνά ερχόταν και ο πεθερός σου. Τι κάνει που βρίσκεται;». Τους πληροφορώ για τα καθέκαστα του πεθερού μου και πάω την κουβέντα στο ψητό. 

«Σε λίγο καιρό θα κλείσει το καφενείο σας, πως νοιώθετε; Έχετε βρει άλλο στέκι;»

-«Πού να βρούμε άλλο στέκι κοπέλα μου; Στα ‘γιάρια’ θα κλειστούμε όταν θα κλείσει. Κοίτα μας. Γέροι άνθρωποι, κοίτα μας, μαζί γεράσαμε, γνωριζόμαστε 40, 50 χρόνια τώρα μεταξύ μας. Πόσοι είμαστε εδώ; Δέκα, δώδεκα; Ποιο μαγαζί θα μας δεχθεί εμάς τους γέρους να κάτσουμε έτσι όλοι γύρω από ένα τραπέζι να πούμε τα δικά μας, να γελάσουμε. Ποιο; Κανένα στο λέω εγώ» μου λέει ο κ. Γιάννης. Ένας άλλος ‘Σαββατιανός’ τον συμπληρώνει… «Μοναξιά απ’ εδώ και μπρος, μοναξιά… » λέει και τα μάτια του βουρκώνουν.

Πάω να χρησιμοποιήσω το τέχνασμα… «μία φωτογραφία για το «Νέο Κόσμο βρε παιδιά» για να αποφορτιστεί η ατμόσφαιρα… Πετάγεται ένας «πειρατής» επισκέπτης από το διπλανό τραπέζι: «Να βγάλεις μία φωτογραφία με το δρόμο που οδηγεί από τούτη την πόρτα στην πόρτα του νεκροταφείου. Μπορείς;». Τα λόγια του μαχαιρώνουν τα μάτια των Σαββατιανών. Κοκκινίζουν, δακρύζουν, πονάνε. «Μπορεί να ανοίξει κάποιος άλλος καφενείο. Ελάτε να βγάλουμε μία φωτογραφία» τους λέω έτσι για να πω κάτι. 

Παλικάρια κάποτε, παλικάρια πάντα. Φτιάχνουν, λίγο το μαλλί – αυτοί που έχουν κόμη πειράζουν τους άλλους που έχουν χάσει το μαλλί τους-, λίγο το σακάκι και με περηφάνια ποζάρουν, αφήνοντας έναν αέρα λεβεντιάς να πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα. 

Τους αφήνω στην κουβέντα τους και πλησιάζω έναν κύριο που κάθεται σε ένα αναπηρικό αμαξίδιο και έχει στραμμένη την πλάτη του σε όλους τους υπόλοιπους. Τον περίμενα στρυφνό λόγω γλώσσας σώματος αλλά με διαψεύδει. Και πρώτη του κουβέντα… «Τι κάνει ο πεθερός σου… Πολύ καλό παιδί ο Παύλος». Και αρχίζει με τον δικό του μοναδικό τρόπο να μου λέει… πως αυτές τις μέρες κάθεται στο αμαξίδιο και χαζεύει το πεζοδρόμιο στην βιτρίνα του καφενείου, να δει μην «στραβοπατήσει» καμιά γυναίκα, πως κάποτε ήταν μία χαρά υγιής άνθρωπος γεμάτος ζωή με πόδια ακούραστα, πως θα του στοιχίσει πολύ-πολύ που κλείνει ο καφενές, πως καταλαβαίνει το Χρήστο και τα άλλα παιδιά, τους μποσάδες αλλά θα πρέπει να τους καταλάβουν και αυτοί και να αυξήσουν την τιμή του καφέ και των ποτών και να το κρατήσουν ανοικτό το καφενείο. Και ο κ. Διονύσης, ή καλύτερα ο κ. «έχω λύσεις Χρήστο, μην το κλείσεις το καφενείο» – το έχει πει τουλάχιστον πέντε φορές στο Χρήστο από την ώρα που αρχίσαμε να μιλάμε- καταλήγει: «Θα πεθάνουμε κόρη μου άμα κλείσει και δεν ανοίξει τίποτε άλλο. Θα πεθάνουμε…. από μαράζι και μοναξιά». 

Αποσβολωμένη, τον χαιρετώ και απομακρύνομαι. Η μηχανή του χρόνου μου έδωσε το ωραίο… ταξίδι σήμερα. Για τους θαμώνες που πέρασαν χιλιάδες ώρες της ζωής τους σε τούτο το χώρο τούτος ο καφενές δεν είναι μία μηχανή του χρόνου, είναι το δεύτερο σπίτι τους. Και το δικό τους ταξίδι εδώ μέσα ήταν ωραίο. Όπως όλα τα ωραία, όμως, κάποια στιγμή τελειώνουν, έτσι και για αυτόν τον καφενέ, έφτασε η στιγμή για τους τίτλους τέλους. Ήταν λοιπόν ένας καφενές, ήταν κάτι παρέες, ήταν κάτι εποχές! Άλλες…