Τα γενέθλια του Ελληνισμού της Αυστραλίας

Πριν από 126 χρόνια έφθασαν οι πρώτοι Έλληνες στην Αυστραλία, ενώ η Μελβούρνη έγινε χθες 180 ετών!

Ο Αύγουστος είναι ο μήνας που η ελληνική ομογένεια της Αυστραλίας έχει τα γενέθλιά της, αφού αυτό το μήνα (αποδεδειγμένα) πάτησαν το πόδι τους για πρώτη φορά οι Έλληνες της Αυστραλίας και τον ίδιο μήνα αποφασίστηκε η ίδρυση της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας.

Συγκεκριμένα, η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης ιδρύθηκε το 1897, είναι γηραιότερη από την Αυστραλιανή Συνομοσπονδία. H ιδρυτική συνέλευση της Κοινότητας αποφασίστηκε στις 22 Αυγούστου του 1897.

Εκτός, όμως, από τους Έλληνες της Αυστραλίας που έχουν την επέτειο της άφιξής τους στην χώρα αυτή, χθες είχε γενέθλια και η Μελβούρνη που έγινε 180 ετών.

Ας τα πάρουμε όλα με τη σειρά:

Όπως είναι γνωστό, οι πρώτοι Έλληνες που πατούν το πόδι τους στην Αυστραλία είναι επτά ναυτικοί, που έχουν καταδικασθεί για πειρατεία από τους Άγγλους. Τα ονόματά τους: Γεώργιος Βασιλάκης, Γκίκας Βούλγαρης, Γεώργιος Λαρίτσος, Αντώνης Μανόλης, Δαμιανός Νίνης, Νικόλαος Παπανδρέας και
Κωνσταντίνος Στρομπόλης.

Ο Δαμιανός Γκίκας, ήταν Υδραίος καπετάνιος και συνελήφθη άδικα για πειρατεία από ένα αγγλικό πολεμικό πλοίο και καταδικάστηκε σε εξορία στο Σίδνεϊ. Δεν γνωρίζουμε περισσότερα στοιχεία για την τύχη του, καθώς δεν είναι καταγεγραμμένα τα στοιχεία του στα αρχεία της Αυστραλίας ή
της Ελλάδας.

Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση του Γιώργου Παππά, που βρέθηκε σε αυστραλιανό έδαφος το 1814, ως μέλος βρετανικού πληρώματος εποικισμού. Παντρεύτηκε μια ιθαγενή (Αβορίγινα), εγκατέλειψε το πλοίο του και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Σίδνεϊ. Παλιές αυστραλιανές εφημερίδες του 1900, αναφέρουν ότι υπήρχαν και άλλοι Έλληνες που φέρεται ότι έφτασαν στην 5η ήπειρο μεταξύ του 1803 και του 1820.

Η ιστορία των επτά Ελλήνων ναυτικών που γλύτωσαν στο πάρα πέντε από τη θανατική καταδίκη και οδηγήθηκαν στην Αυστραλία.

Στα αρχεία του αυστραλιανού κράτους, φιγουράρουν τα ονόματα επτά Ελλήνων ναυτικών που κατέφθασαν στις 27 Αυγούστου του 1829 στις ακτές της Αυστραλίας ως βαρυποινίτες, που εξορίστηκαν μόνιμα από τις βρετανικές αρχές, γλιτώνοντας έτσι τα χειρότερα, δηλαδή την εκτέλεση.

Ήταν το πλήρωμα της σκούνας “Ηρακλής”, με πλοίαρχο τον Αθηναίο, Αντώνη Μανώλη, και έξι νεαρούς ναυτικούς από την Ύδρα: τους Δαμιανό Νίνη, Γκίκα Βούλγαρη, Γεώργιο Βασιλάκη, Κωνσταντίνο Στρόμπολη, Γεώργιο Λαρίτσο και Νικόλαο Παπανδρέα. Είχαν κουρσέψει το βρετανικό εμπορικό μπρίκι “Άλκηστη” , χωρίς να πειράξουν τους Βρετανούς ναυτικούς, στις 29 Ιουλίου του 1827 έξω από τη Μάλτα.

Η λεία τους δεν ήταν πολύτιμη, επρόκειτο για είδη πρώτης ανάγκης, θειάφι, σκοινιά, σκεύη και πιπέρι. Δύο μέρες αργότερα, τους έπιασε το βρετανικό πλοίο “Gannet” που εκτελούσε περιπολίες στα νότια της Κρήτης, οδηγώντας τους στη Μάλτα για να δικαστούν.

Ο ΝΑΥΑΡΧΟΣ ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΚΟΝΔΡΙΓΚΤΟΝ

Τραγική ειρωνεία είναι ότι του δικαστηρίου προήδρευε ο αντιναύαρχος Έντουαρντ Κόνδριγκτον, γνωστός από τη ναυμαχία του Ναυαρίνου.

Αν και τέσσερις μήνες νωρίτερα είχε σώσει την ελληνική επανάσταση, δεν έκανε το ίδιο και για τους ναυτικούς. Ο Κόνδριγκτον, δεν συμπαθούσε τους πειρατές. Είχε στείλει πέντε φορές έγγραφες διαμαρτυρίες προς την ελληνική επαναστατική ηγεσία ζητώντας την περιστολή της πειρατείας απειλώντας να πάρει μέτρα. Έτσι τους καταδίκασε σε θάνατο.

Όμως, γλύτωσαν στο παρά πέντε την εκτέλεση, καθώς το Λονδίνο αποφάσισε ότι θα ήταν πιο χρήσιμοι στο βρετανικό κράτος αν εξορίζονταν μόνιμα στην Αυστραλία για καταναγκαστικά έργα.

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥΣ

Όταν έφτασαν στο Σίδνευ, τέθηκαν στις υπηρεσίες των αποικιακών αρχών και από ότι φαίνεται γρήγορα αξιοποιήθηκαν οι ιδιαίτερες γνώσεις τους στην οινοποιία. Μετά την κήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας, το 1834, κινητοποιήθηκε η ελληνική διπλωματία για τον επαναπατρισμό τους μετά και από παρότρυνση των συγγενών τους.

Την υπόθεση ανέλαβε προσωπικά ο Σπυρίδων Τρικούπης και τελικά οι Βρετανοί συμφώνησαν να απαλλαγούν πλήρως και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε μόνο να καταβάλει τα έξοδα της μεταφοράς τους, 4.921 δραχμές, που ήταν αρκετά για την εποχή. Από τους επτά οι πέντε επέλεξαν να επιστρέψουν.

Ο πρώην πλοίαρχος του πληρώματος, Αντώνης Μανώλης αποφάσισε να μείνει μόνιμα στο Σίδνεϊ και σε ηλικία 50 ετών (το 1854), έγινε ο πρώτος Αυστραλός υπήκοος, ελληνικής καταγωγής. Εργάστηκε εκεί ως κηπουρός και πέθανε σε ηλικία 76 ετών, στις 22 Σεπτεμβρίου του 1880, στο Πίκτον (γεννήθηκε στην Αθήνα το 1804). Την επιλογή του Αντώνη Μανώλη ακολούθησε και ο Γκίκας Βούλγαρης, μόνο που είχε καλύτερη τύχη.

Απέκτησε περιουσία, έγινε Αυστραλός υπήκοοος το 1861 και άλλαξε το όνομα του σε Τζίγκερ. Παντρεύτηκε μια νεαρή Ιρλανδή και απέκτησε 10 παιδιά και 52 εγγόνια. Οι απόγονοι του φτάνουν μέχρι τις μέρες μας, έχουν όμως πλέον ενταχθεί στην ιρλανδική και την καθολική κοινότητα. Την πρώτη αυτή ομάδα των Ελλήνων μεταναστών (καταδίκων), ακολούθησαν σκασιάρχες ναυτικοί που εγκατέλειψαν τα πλοία τους για να βρουν καλύτερη τύχη στην αχανή ήπειρο των 8.000.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Η Αικατερίνη Πλέσσου, η πρώτη Ελληνίδα έποικος στην Αυστραλία

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗΣ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΔΑΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Η Αικατερίνη Πλέσσου, γεννήθηκε στο χωριό Πλεσιβίτσα (σημερινό Πλαίσιο) της Θεσπρωτίας το 1809 ή το 1810. Ο πατέρας της Γιώργος, που ήταν έμπορος από τις Σέρρες, ταξίδευε συχνά και έτσι η δεκατετράχρονη μητέρα της Βασιλική, μεγάλωνε μόνη τα δύο νήπια παιδιά της, την Αικατερίνη και τον Κωστούλα.

Η Βασιλική ήταν πανέμορφη και την πολιορκούσαν πολλοί άνδρες. Την είδε ο γιος του Αλή Πασά, Μουχτάρ, την ερωτεύτηκε και την πήγε στο χαρέμι του. Απείλησε, μάλιστα, τον σύζυγό της να μην την ξαναπλησιάσει γιατί θα τον σκότωνε.

Η Κατερίνα όσο μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο όμορφη. Ο γιος του Αλή Πασά άρχισε να γλυκοκοιτάζει και αυτή με αποτέλεσμα η μάνα της να αρραβωνιάσει εσπευσμένα την δωδεκάχρονη κόρη της με τον γιατρό του Αλή Πασά που δεν ήταν άλλος από τον Ιωάννη Κωλέττη, μετέπειτα πρωθυπουργό της Ελλάδας. Ο αρραβώνας διαλύθηκε όταν πέθανε ο Αλή Πασάς και ο γιος του και η Κατερίνα βρέθηκαν στο Μεσολόγγι. Εκεί γνώρισε τον λόρδο Βύρωνα και έκαναν στενή παρέα, μάλιστα, ήταν από τους τελευταίους ανθρώπους που τον είδαν εν ζωή. Μετά την έξοδο του Μεσολογγίου, η νεαρή κοπέλα περιπλανήθηκε αρκετά και βρέθηκε στο νησάκι της Καλάμου, κοντά στις ακτές της Αιτωλοακαρνανίας.

Εκεί, γνώρισε και παντρεύτηκε το 1827, τον διοικητή της βρετανικής φρουράς του νησιού και βετεράνο της μάχης του Βατερλό, Τζέημς
Χένρυ Κράμερ.

Η ΜΟΝΙΜΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΛΕΣΣΟΥ ΣΤΟ ΝΙΟΥΚΑΣΤΛ

Το ζευγάρι ταξίδεψε σε διάφορες περιοχές λόγω του επαγγέλματος του Βρετανού αξιωματικού, ώσπου η χώρα του τον έστειλε να υπηρετήσει στην Αυστραλία. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1835, η Αικατερίνη Πλέσσου, φθάνει στο Σίδνεϊ με ένα πλοίο που μεταφέρει 300 κατάδικους και γίνεται η πρώτη Ελληνίδα έποικος στο Νιουκάστλ.

Στην Αυστραλία θα γεννηθεί το έκτο παιδί τους. Απέκτησαν συνολικά έντεκα παιδιά, εκ των οποίων έζησαν πέρα από τα παιδικά τους χρόνια, μόνο τα έξι. Από αυτούς μόνο ο γιος της Ρόμπερτ απέκτησε απόγονους και έτσι συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, η οικογένεια των Κράμερ-Πλέσσου. Η Κατερίνα Πλέσσου έζησε ήρεμα αλλά σχετικά φτωχικά στην Αυστραλία, αφού στην κατοχή της η οικογένεια είχε μόνο ένα μικρό αγρόκτημα και τον στρατιωτικό μισθό του συζύγου. Μετά τον θάνατό του, το 1864, η Αικατερίνη μετακόμισε στο Σίδνεϊ όπου ήδη είχε εγκατασταθεί ο γιος της Χένρυ.

Μαζί έμειναν μέχρι τον θάνατό της, στις 8 Αυγούστου του 1907, σε ηλικία περίπου 98 ετών. Η τελευταία της οικία στο προάστιο Darlinghurst στο ανατολικό ΣίδνεΪ δεν υπάρχει πια, αφού κατεδαφίσθηκε τη δεκαετία του 1970 για την διαπλάτυνση λεωφόρου.

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ τησ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ

Το 1880 υπήρχαν στην Αυστραλία περίπου 150 Έλληνες. Στην πρώτη επίσημη απογραφή του 1891, βρέθηκε ότι ζούσαν εκεί 482.

Αυτοί οι μετανάστες κατάγονταν κυρίως από τα Κύθηρα, την Ιθάκη, το Καστελλόριζο και τη Μακεδονία. Είκοσι χρόνια μετά, το 1911, ο αριθμός τους ξεπερνάει τους 2.500 και μετά τη μικρασιατική καταστροφή καταφθάνουν ορδές μεταναστών στην Αυστραλία. Το μεγαλύτερο μεταναστευτικό κύμα σημειώθηκε την δεκαετία του ’50. Η ελληνική κοινότητα Μελβούρνης που ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1897, είναι γηραιότερη και από την Αυστραλιανή Συνομοσπονδία. Σήμερα, ο ελληνισμός της Αυστραλίας υπολογίζεται γύρω στο μισό εκατομμύριο άτομα.

Η ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ

Η Μελβούρνη είναι πόλη της Αυστραλίας και πρωτεύουσα της Πολιτείας της Βικτώριας. Είναι η δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Αυστραλίας μετά το Σίδνεϊ αν και σύντομα λέγεται ότι θα γίνει πάλι πρώτη. Αποτελεί το μεγαλύτερο οικονομικό, εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο της χώρας.

Ο πληθυσμός της Μελβούρνης εκτιμάται ότι είναι γύρω στα 4, 5 εκατομμύρια. Σχεδόν το 1/4 του πληθυσμού της περιοχής προέρχεται από το εξωτερικό.
Με βάση την απογραφή του 2011, τo 66,3% αυτών μιλούσε στα σπίτια του μόνο στην Αγγλική γλώσσα, 2,8% στα Ελληνικά (113.407 κάτοικοι), 2,8% στα Ιταλικά (112.686 κάτοικοι) και 2,2 Μανδαρίνικα (κινέζικα) (100.598 κάτοικοι).

Η πρώτη περίοδος της μετανάστευσης προς την πόλη ξεκίνησε τα μέσα του 19ου αιώνα όταν στην περιοχή ανακαλύφθηκαν κοιτάσματα χρυσού. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στη Μελβούρνη εγκαταστάθηκαν πολλοί μετανάστες από τις Μεσογειακές χώρες.

Η Μελβούρνη παρουσιάζει ένα πλούσιο αρχιτεκτονικό σύνολο οικοδομημάτων από Βικτωριανό ρυθμό μέχρι σύγχρονους ουρανοξύστες και γέφυρες, ενώ ένα μεγάλο και ιστορικό δίκτυο τραμ διασχίζει την πόλη.

Η Μελβούρνη ιδρύθηκε το 1835 από τον Ιωάννη Μπάτμαν και πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους λιμένες του νοτίου ημισφαιρίου.

Από το 1901 μέχρι τον καθορισμό της Καμπέρας ως πρωτεύουσας και έδρας της κυβέρνησης, η Μελβούρνη ήταν η πρωτεύουσα της Κοινοπολιτείας της Αυστραλίας. Ειδικά μετά την ανακάλυψη χρυσού στο Μπάλαρατ το 1851, ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε εκπληκτικά.

Σήμερα, στην ευρύτερη περιοχή της Μελβούρνης κατοικούν μετανάστες από περισσότερες από 140 χώρες. Ο σταδιακός αποικισμός της πόλης έγινε με τέσσερα κύρια μεταναστευτικά κύματα. Το πρώτο κύμα τοποθετείται την δεκαετία του 1830 και περιελάμβανε, κατά κύριο λόγο, Ευρωπαίους μετανάστες Άγγλο-Κελτικής καταγωγής. Το δεύτερο κύμα προήρθε μετά την ανακάλυψη κοιτασμάτων χρυσού το 1850. Οι μετανάστες αυτού του κύματος προέρχονταν από όλο τον κόσμο, ενώ σημαντική ανάμεσά τους ήταν η παρουσία μεταναστών από την Κίνα. Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ένα νέο πλήθος μεταναστών, κυρίως από χώρες της Ευρώπης, αύξησε εκ νέου τον αριθμό τους στην πόλη.

Το τελευταίο κύριο μεταναστευτικό κύμα έκανε την εμφάνισή του τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Την περίοδο αυτή στην περιοχή εγκαταστάθηκαν κυρίως μετανάστες από το Βιετνάμ και την Καμπότζη.

Στην απογραφή του 2011, ο πληθυσμός των Αβοριγίνων της Μελβούρνης έφθανε τους 18.024 κατοίκους, με μέσο όρο ηλικίας τα 23 χρόνια. [4]

Οι τρεις κύριες μη αγγλόφωνες εθνοτικές ομάδες της πόλης, οι Έλληνες, οι Ιταλοί και οι Κινέζοι συγκεντρώνουν την επιχειρηματική παρουσία τους σε τρία ξεχωριστά κέντρα στην περιοχή της Μελβούρνης. Ο Δήμος της Μελβούρνης αναγνωρίζει τις τρεις αυτές περιοχές με τον όρο «Πολιτιστικά Σταυροδρόμια της Μελβούρνης» (Cultural precincts), αναγνωρίζοντας την πολιτιστική τους παρουσία στην πόλη.

Το παραδοσιακό κέντρο των Ελληνικών επιχειρήσεων στην Μελβούρνη, το «Ελληνικό Σταυροδρόμι» (Greek precinct), τοποθετείται γύρω από την οδό Λόνσντεϊλ (Lonsdale Street) της πόλης και περιλαμβάνει μαγαζιά που ασχολούνται κατά κύριο λόγο με τον τομέα της εστίασης. Η οδός Lonsdale αποτελεί τόπο διεξαγωγής μέρος των εορταστικών εκδηλώσεων των Ελλήνων της Μελβούρνης, όπως το Φεστιβάλ Αντίποδες της Μελβούρνης.

Η Μελβούρνη, σύμφωνα με την εφημερίδα “Herald Sun”, είναι η τέταρτη πιο εξαπλωμένη πόλη της Γης.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ Μελβούρνης και Σίδνεϊ αποτελεί ένα συνεχές θέμα αντιπαράθεσης ευθυμογραφημάτων, περίπου αντίστοιχα με τα ελληνικά περί Ποντίων, Χιωτών, Πατρινών κ.ά.