Ο ρόλος και συμβολή της Εκκλησίας στη διαμόρφωση και αναπαραγωγή της εθνικής συνείδησης και στην εθνική χειραφεσία και οι διάφορες διιστάμενες απόψεις για την παρουσία της παρουσιάζουν ενδιαφέρον κυρίως από τη θέση και τις σχέσεις της με οθωμανικό καθεστώς και πρωτίστως ότι αποτελούσε ένα αναμφισβήτητα ισχυρό πομπό ιδεολογίας. Πομπό ιδεολογίας, που επηρέαζε με τις διδαχές της και την εκπαίδευση που παρείχε τους υπόδουλους χριστιανικούς πληθυσμούς που εκπροσωπούσε ως εθναρχούσα Εκκλησία. Ακόμα δε, από την επικρατούσα ως σήμερα άποψη ότι συντηρούσε την εθνική συνείδηση και εξαγίαζε την εξέγερση εναντίον των αλλοθρήσκων, πράγμα που έχει συνδεθεί με τον περίφημο μύθο περί «κρυφού σχολειού». Μύθο που σήμερα βάλλεται από διάφορες πλευρές ως ιστορικά αθεμελίωτος. 

Επισκοπώντας, επί τροχάδην, τις διάφορες ιστορικές πηγές, επικρατούσα άποψη για το ρόλο και τη συμβολή της Εκκλησίας, ειδικότερα δε του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι η προαναφερθείσα παραπάνω θέση. Θέση η οποία προερχόμενη από το περιβάλλον της ελληνικής Εκκλησίας φαίνεται να έχει επικρατήσει και σε μια μεγάλη σχετικά συντηρητική μερίδα του πολιτικού κόσμου, αλλά και των κρατικών υπηρεσιών, συντηρούμενη από τις γνωστές σχέσεις Εκκλησίας-κράτους και την υφιστάμενη «συναλληλία» σε διάφορα πεδία.

Ωστόσο, αρκετοί από τους παλαιότερους και νεώτερους ιστορικούς και άλλους συγγραφείς παρουσιάζονται να τοποθετούνται από διάφορες οπτικές αρνητικοί στο ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. (1) Ειδικά ως προς τις σχέσεις του αφενός με την οθωμανική εξουσία, αφετέρου δε με τον υπόδουλο Ελληνισμό και τα ζητήματα χειραφεσίας του από τον τουρκικό ζυγό. Θέματα στα οποία εμφανίζεται να άσκησε παρελκυστικές αποτρεπτικές πολιτικές από τη δογματική φύση και θέση του. Αλλά και από τις σχέσεις νομιμοφροσύνης του στην οθωμανική εξουσία, με υποτιθέμενο αντίκρισμα την προστασία των πιστών και την αποτροπή εξισλαμισμού των χριστιανικών πληθυσμών. Αποτροπή που εντούτοις δε φαίνεται να επέτυχε καθώς οι εξισλαμισμοί φαίνεται να αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο, κυρίως από τις ταξικές ανισότητες και αντιθέσεις των χριστιανών και μουσουλμάνων.

 

Ι. ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΡΟΛΟ ΚΑΙ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ

Ορισμένοι συγγραφείς, όπως ο Δανιηλίδης, αναλύουν και ερμηνεύουν τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Πατριάρχη επί τουρκοκρατίας σε σχέση με τις κατακτητικές και πολιτικές φιλοδοξίες του Πορθητή και την προνοητικότητα του να αξιοποιήσει την πείρα του Πατριαρχείου. Να το ιδιοποιηθεί ως όργανο διοίκησης της οθωμανικής εξουσίας επί των χριστιανικών πληθυσμών (Δανιηλίδης Δ., 1934:109-113). (2) Κατ` άλλους, σκοπίμως για να αποτρέψει τυχόν συνεργασία των ραγιάδων με τους καθολικούς εναντίον της Πύλης, καθώς το Πατριαρχείο ακολουθούσε παγίως ανθενωτική στάση στις σχέσεις της Ανατολικής και της Δυτικής Χριστιανικής Εκκλησίας (Αγιάνογλου Π., 1982:74).

Κατ` αυτή την ερμηνεία που λίγο πολύ φαίνεται να συμμερίζονται και άλλοι, ο Μωάμεθ ονειρευόταν την ίδρυση μιας κοσμοκρατορίας, γνώριζε όσο λίγοι τι σήμαινε η κληρονομιά της Εκκλησίας και ήθελε συνειδητά τη διατήρηση και διαιώνιση της. Το ιδανικό του, ως αναφέρει, και το συμφέρον του ήταν να συνεχίσει το Βυζάντιο. Από αυτή την οπτική θεωρεί πως: «δεν είναι υπερβολικό όσοι σύγχρονοι ιστορικοί τον ονομάζουν ‘Οθωμανό Διάδοχο Ρωμαίων Αυτοκρατόρων’» (Δανιηλίδης Δ., 1934:110). 

Κατ` αυτή την εκδοχή, ο Μωάμεθ, έκρινε καλό και συμφέρον, «όχι μόνο άθικτη ν` αφήσει την Ανατολική Εκκλησία, μα και να τη στερεώσει πιο πολύ, να την οικειοποιηθεί. Εύρισκε σ` αυτή ένα δοκιμασμένο όργανο κρατικό, ικανό να συμπληρώσει τις διοικητικές ατέλειες της κυριαρχίας του… » (ο.π.). Από αυτή την οπτική, ο Πορθητής, φέρεται να έκρινε φυσικό ν` αναγνωρίσει και να ευρύνει τα προνόμια του Πατριάρχη, ως αρχηγού όλων των χριστιανών υπηκόων του και ως εθνάρχη των υπό την Ανατολική Εκκλησία πιστών. Χωρίς να κάνει μεταξύ τους καμιά διάκριση εθνική, όντας ο ίδιος συνεπής προς την αντεθνική και θεοκρατική αντίληψη του ισλαμισμού. 

 

ΙΙ. ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ 

Τα προνόμια καθώς αναφέρει ο Δανιηλίδης ήταν ευρύτατα και «εξελιχθήκανε με τον καιρό σε διεθνώς αναγνωρισμένη κ` εγγυημένη συνθήκη…». Βάσει των προνομίων αυτών και της εξουσίας επί των άλλων ανατολικών χριστιανικών Εκκλησιών, το Οικουμενικό Πατριαρχείο παρουσιάζεται επί τουρκοκρατίας να έχει δημιουργήσει «ένα Εκκλησιαστικό Κράτος, που τα σύνορα του ταυτιζότανε με τα σύνορα του οθωμανικού» (ο.π.: 115). 

Τα παραχωρηθέντα προνόμια ήταν ευρύτατα, αν και παρουσιάζονται ως αμφιβόλου σημασίας καθώς φέρεται να υπόκειντο στις εκάστοτε αυθαιρεσίες και ιδιοτροπίες των εκάστοτε Οθωμανών αυτοκρατόρων, να παραχωρήθηκαν, όπως ήδη ελέχθη σκοπίμως και κατ` ουσίαν να εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των Οθωμανών. (3)

Συνεπαγόταν την υποταγή του Πατριαρχείου στην οθωμανική εξουσία. Υπό αυτή την αναγκαστική συνθήκη, το Οικουμενικό Πατριαρχείο όφειλε να ακολουθεί συμβατικά μια ορισμένη γραμμή νομιμοφροσύνης στην οθωμανική εξουσία και να υπερασπίζεται το οθωμανικό πολίτευμα και την οθωμανική τάξη πραγμάτων. 

Από την άποψη αυτή υπήρξε αμοιβαίο συμφέρον και των δύο η διατήρηση της οθωμανικής τάξης. Κοινό συμφέρον καταπολέμησης κάθε πνευματικού ή ένοπλου κινήματος, που θα μπορούσε να κλονίσει το οθωμανικό καθεστώς και να απειλήσει τα προνομία και τις σχέσεις υποταγής του Πατριαρχείου με τη μουσουλμανική εξουσία.

Σχηματικά, αναφερόμενοι εδώ ως προς τα προαναφερόμενα προνόμια, αυτά συνίστατο στην αναγνώριση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εθναρχικού και πολιτικού ρόλου, αναγνωρίζοντας της κυριαρχικά δικαιώματα επί των ορθοδόξων χριστιανών και των υποθέσεων τους ως προς την άσκηση της θρησκευτικής τους λατρείας, την παιδεία και τις ως ενός βαθμού δικαιϊκές αστικές και ποινικές υποθέσεις.

Η Εκκλησία ήταν ελεύθερη να αυτοδιοικείται και να ρυθμίζει την εσωτερική της ζωή σύμφωνα με τη δική της ποινική δικαιοδοσία. Ο ανώτερος και ο κατώτερος κλήρος απολάμβανε φορολογική και ποινική ασυλία. Τα εκκλησιαστικά χτήματα και ιδρύματα ήταν αναπαλλοτρίωτα, ακατάσχετα και ελεύθερα φορολογίας. Στον Πατριάρχη, αναγνωριζόταν δικαιώματα να επιβάλλει στους χριστιανούς τακτικούς ή και έκτακτους φόρους για την κάλυψη των δαπανών της Εκκλησίας. Ακόμα, ως αναφέρεται να εκδίδει ειδικά εκκλησιαστικά χαρτονομίσματα για τον ίδιο σκοπό. «Μικρά χαρτονομίσματα», τα οποία «κυκλοφορούσαν ταχτικά στις εκκλησίες και μεταξύ των πιστών» (ο.π.:114)

Ο Πατριάρχης θεωρούνταν εθνάρχης, αρχηγός της Εκκλησίας και η επέμβαση του Σουλτάνου τυπικά περιοριζόταν στην επικύρωση της εκλογής του. Ο Πατριάρχης και τα υπό αυτόν δικαστήρια, φέρεται να εκδίκαζαν με απόλυτη δικαιοδοσία τις οικογενειακές υποθέσεις των ορθοδόξων χριστιανών. Ως ενός σημείου δε και τις αστικές και ποινικές τους υποθέσεις για τις περιπτώσεις εκείνες που οι διάδικοι επιθυμούσαν την υποβολή των υποθέσεων τους στα χριστιανικά δικαστήρια. Τέλος, ο Πατριάρχης φέρεται να είχε στη διάθεση του από το οθωμανικό κράτος ένα ολόκληρο στρατό από υπάλληλους και βαθμούχους, αστυνομικούς και γενίτσαρους για την προστασία του, διατηρούσε διπλωματικές σχέσεις με τα ξένα κράτη και λογιζόταν ως το κύριο όργανο της σουλτανικής εξουσίας ως προς τη διακυβέρνηση των χριστιανών υπηκόων της (ο.π.). 

 

ΙΙΙ. ΗΘΙΚΑ ΚΑΙ ΥΛΙΚΑ ΜΕΣΑ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ «ΔΙΠΛΗΣ ΗΘΙΚΗΣ» ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ

Εντασσόμενη, κατ` αυτόν τον τρόπο, στο θρησκευτικό πολιτικό εποικοδόμημα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και διαθέτοντας πολιτικές και κοσμικές εξουσίες, η Εκκλησία διέθετε αφενός τα απαραίτητα ηθικά, αλλά και αφετέρου και τα υλικά μέσα να επιβάλλει τη θέληση των Οθωμανών στους υπόδουλους χριστιανούς και την υπακοή και την υποτέλεια αυτών στην οθωμανική εξουσία. Στη συνείδηση των πιστών, είχε προέλευση θεία και αποστολή υπερκόσμια αλλά συνάμα εκπροσωπώντας τους χριστιανούς υπηκόους έναντι της οθωμανικής εξουσίας και ασκώντας πολιτικές και διοικητικές αρμοδιότητες είχε συνάμα κοσμική-εθνική αποστολή. Εκπροσωπούσε, υποκαθιστούσε και επέβαλε το κράτος, το οθωμανικό και το εκκλησιαστικό, τη δύναμη του πνεύματος αλλά και συνάμα του νόμου.

«Υπό αυτό το πνεύμα», ως έχει λεχθεί, «πρέπει να κατανοηθεί το γεγονός ότι η Εκκλησία πάμπολλες φορές αργότερα απέτρεψε ή και καταδίκασε αντιτουρκικές ενέργειες…». Αν και όπως υποστηρίζεται, πρέπει να προστεθεί ότι «σε πολλές περιπτώσεις οι σχετικές αποτροπές ή καταδίκες οφειλόταν στην προσπάθεια της Εκκλησίας να προφυλάξει το ποίμνιο της από ενέργειες που θα το εξέθεταν στην τουρκική θηριωδία. Η τουρκική κυριαρχία, εξάλλου, εξασφάλιζε κατά κάποιο τρόπο τη δογματική ακεραιότητα της Ορθοδοξίας..» ( Πατρινέλης Χ., 1998:25). 

Ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως πομπού ιδεολογίας της οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι προφανής και παρουσιάζεται με μεγαλύτερη ευκρίνεια, στην μεγάλη σχετικά περίοδο των Ρωσοτουρκικών (1768-1792) και των Ναπολεόντειων πολέμων (1796-1815). Πόλεμοι οι οποίοι εξάπτοντας το επαναστατικό πνεύμα των Ελλήνων και συνάμα τις ανησυχίες της Πύλης, η τελευταία προσπάθησε με πιέσεις και απειλές να μεταβάλει το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε όργανο φιλοτουρκικής προπαγάνδας και καταστολής. Στην περίπτωση αυτή, οι πατριάρχες, φέρεται να εξαναγκάστηκαν να συγκεντρώνουν χρήματα και τιμαλφή για την ενίσχυση του οθωμανικού κρατικού ταμείου, να φροντίζουν για την στρατολόγηση ανδρών για την επάνδρωση του τουρκικού πολεμικού ναυτικού. Ακόμα δε «να συνεργαστούν για τη διάλυση των κλεφτών του Μοριά, το 1806, να συντάσσουν και να διανέμουν αλλεπάλληλες εγκυκλίους, που συνιστούσαν στους ορθόδοξους ‘δουλικήν υποταγήν εις το κραταιόν δοβλέτι’» (Πατρινέλης, 1998: 26), (Αγιάνογλου Π., 1982: 79). 

Πολλοί πάντως από την ηγεσία του πατριαρχικού θρόνου, φέρεται να ενεργούσαν υπό τις περιστάσεις της οθωμανικής κατάκτησης με «διπλή ηθική». Κατά τον Δανιηλίδη, η ιστορία των εθνικών αγώνων, φέρεται να είναι γεμάτη από παραδείγματα μεγάλων ιεραρχών, που φανερά εκήρυτταν «υποταγή υπερεχούσαις εξουσίες» και κρυφά ευλογούσαν επαναστάσεις ή στάσεις. «Δίχως τη διπλή τούτη ηθική», καθώς σημειώνει, θα ήταν αδύνατο να ζει και να δραστηριοποιείται η τότε ιεραρχία, ως εκ τούτου, κατά την άποψη του, «ώφειλαν οι ιεράρχες να είναι ευλύγιστοι κ` ελαστικοί, για να συγκρατούνται μέσα σ` ένα περιβάλλον, όπου η θέληση του αυταρχικού άρχοντα συνέθλιβε δίχως αντίσταση τους πάντες». Όπως δε σημειώνει επιγραμματικά σε άλλο σημείο τη δυσχερή θέση των τότε ιεραρχών, «Οι εκκλησιαστικοί Δεσπότες δεν είχαν να ζητήσουν την απολύτρωση τους ούτε ως ευνοούμενοι, ούτε ως αντάρτες. Γιατί και η μια και η άλλη περίπτωση αποτελούσε γι` αυτούς φανερή σύγκρουση με το πνεύμα και τους τύπους της Εκκλησίας» (Δανιηλίδης Δ., 1934:252).

H «διπλή ηθική», βεβαίως, εκείνη την εποχή, δεν αποτελούσε ίδιον αποκλειστικά του χαρακτήρα του κλήρου, απόρροια προσωπικής ιδιοτέλειας των κληρικών, αλλά, ως φαίνεται, γενικότερο φαινόμενο. Φαινόμενο απορρέον από τις συνθήκες της οθωμανικής κατάκτησης και τις πιέσεις εξισλαμισμού από την εποχή που Οθωμανοί εγκαταστάθηκαν στη Βιθυνία και φαίνεται να αποτελούσε ένα όπλο αμύνης και προστασίας των ελληνορθόδοξων χριστιανών από τις αυθαιρεσίες και τις υφιστάμενες διώξεις των χριστιανών. Παρότι ο νόμος του Ισλάμ, που ακολουθούσαν οι Οθωμανοί δεν προέβλεπε τον βίαιο εξισλαμισμό των «λαών της Βίβλου». Των χριστιανών και Εβραίων, εφόσον υποτασσόταν χωρίς αντίσταση ή και εκ των υστέρων δήλωναν υποταγή και πλήρωναν τους σχετικούς φόρους (Σφυρόερας Β., 1998:23). 

Χαρακτηριστική περίπτωση του φαινομένου αποτελούσαν την εποχή εκείνη οι λεγόμενοι «κρυπτοχριστιανικοί» πληθυσμοί. Πληθυσμοί, οι οποίοι εμφανιζόταν επίσημα ως μουσουλμάνοι αλλά «διατηρούσαν… κρυφά τη χριστιανική τους πίστη και επιτελούσαν, όσον ήταν δυνατόν, τα θρησκευτικά τους καθήκοντα» (ο.π.). Φαινόμενο που φαίνεται να αφορούσε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού σε διάφορες περιοχές έως το 1856 που επιτράπηκε η ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων γενικά σε όλους τους θρησκευόμενους πληθυσμούς υπηκόους της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αλλά ακόμα και τότε το φαινόμενο δε φαίνεται να απαλείφθηκε τελείως (ο.π.). 

Με τα δεδομένα αυτά, η παρατηρούμενη «διπλή ηθική», μη περιοριζόμενη στο επίπεδο της ιεραρχίας, φαίνεται ν` αποτελούσε ευρύτερο φαινόμενο. Ιδωμένο δε από μια ευρύτερη οπτική, θα λέγαμε, ότι δεν επρόκειτο για μεμονωμένο φαινόμενο του Ελληνισμού και οφειλόμενο μονομερώς στις συνθήκες της οθωμανικής κατάκτησης. Αν ειδικά σκεφτούμε ότι η διπλοπροσωπία και η υποκρισία, όπως υποστηρίζεται από διανοητές όπως ο Καστοριάδης και ο Ράσελ, αποτελεί πρόβλημα που χαρακτηρίζει ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο, και κατ` ουσία σχετίζεται με τις δογματικές αντιφατικές αρχές του Χριστιανισμού. Αρχές, οι οποίες αποτέλεσαν συχνά πρόσχημα εγκόσμιων διεκδικήσεων, συρράξεων και αδελφοκτόνων πολέμων και διαστροφής του Χριστιανισμού.

Αρχές, οι οποίες αποτέλεσαν και στην προκειμένη περίπτωση το δογματικό πλαίσιο των σχέσεων και των πολιτικών του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την οθωμανική εξουσία.

 

ΒIBΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Δανιηλίδης Δ., 1934, Η Νεοελληνική κοινωνία και Οικονομία, Εκδόσεις Γ. Σαμαρόπουλος, Αθήνα – επανέκδοση έργου (χ.χ.) από τις Εκδόσεις Νέα Σύνορα, Αθήνα.

Πατρινέλης Χ., 1998, «Η Εκκλησία και ο Νέος Ελληνισμός)», στο Ελλάς. Η Ιστορία και ο Πολιτισμός του Ελληνικού Έθνους. Από τις Απαρχές μέχρι Σήμερα, Εκδ. Οργανισμός Πάπυρος, 1998, Αθήνα, τόμος 2ος, σ. 25-27.

Σφυρόερας Β., 1998, «Εξισλαμισμοί, παιδομάζωμα, πειρατεία», στην εγκυκλοπαιδική σειρά Ελλάς, εκδ. Οργανισμός Πάπυρος, 1998, Αθήνα, τόμος 2ος, σ. 23-25.

Αγιάνογλου Π., 1982, Το Πέρασμα από τη Φεουδαρχία στον Καπιταλισμό στην Ελλάδα, έκδοση του συγγραφέα, Αθήνα.

Γαλανός Γ., 2011, Ποιοι Είμαστε; Οι Χαρακτήρες – Οι Νευρώσεις – Η Αυτογνωσία των Ελλήνων, εκδ. Καλύτερη Ζωή, Θεσσαλονίκη. 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Για μια ευσύνοπτη αναφορά των απόψεων των παλαιότερων συγγραφέων (Finley G. κ.ά) βλέπε: Αγιάνογλου Π., 1982, Το Πέρασμα από τη Φεουδαρχία στον Καπιταλισμό στην Ελλάδα, Α΄ έκδοση, έκδοση του συγγραφέα, Αθήνα, σ. 74-82. 

2. Οι παραπομπές στον Δανιηλίδη, αναφέρονται στην αχρονολόγητη επανέκδοση του έργου του από τις Εκδόσεις Νέα Σύνορα.

23. Λεπτομέρειες για τα εν λόγω προνόμια βλέπε στο Δανιηλίδης Δ., 1934, Η Νεοελληνική Κοινωνία και Οικονομία, στην αχρονολόγητη επανέκδοση του έργου του από τις Εκδόσεις Νέα Σύνορα, σ. 113-116. Για την αμφιλεγόμενη από πολλούς σημασία των προνομίων (κατ` ορισμένους ως ενός τεχνάσματος των Οθωμανών, κατ` άλλους ως ένα πρακτικό μέτρο ενσωμάτωσης στο οθωμανικό οικονομικό σύστημα, κ.λπ. απόψεις ) βλ. Αγιάνογλου Π., 1982:74, 77. Υποκείμενα στις αυθαιρεσίες και στις ιδιοτροπίες των εκάστοτε σουλτάνων, το πρώτο προνόμιο που φέρεται να παραβιάστηκε και να φαλκιδεύτηκε ήταν το αφορολόγητο του Πατριάρχη (Πατρινέλης Χ., 1998: 26).