ΔΙΝΕΤΑΙ η αίσθηση ότι ενόψει των επερχόμενων εθνικών εκλογών της 20ής Σεπτέμβρη, ζωτικής σημασίας λειτουργίες στη δημόσια ζωή της Ελλάδας παραμένουν αδρανείς. Ο λόγος, για μία νοοτροπία σκέψης και προσέγγισης εξόδου από την κρίση η οποία ταλανίζει τη χώρα τα τελευταία πέντε χρόνια. Αυτής της σκέψης που γίνεται ήδη επίκεντρο προεκλογικής πολιτικής ανάλυσης. Οι ισχυροί της γηραιάς ηπείρου αδυνατούν να κομίσουν κάτι καινούργιο, εμμένοντας πεισματικά σε μία στατική πολιτική λιτότητας η οποία οδηγεί σε αποκλεισμό από την οποιαδήποτε αναπτυξιακή πορεία της χώρας.

Μία δεύτερη ήττα που προκύπτει μέσα από ένα συμπαγές και αδιάλλακτο Ευρωπαϊκό πολιτικό πλαίσιο είναι η στάση των εταίρων ως προς την ουσία της Ε.Ε., η οποία αντιμετωπίζεται ως μία οικονομική – αυτή της ευρωζώνης – ένωση και μόνον, αδικώντας έτσι το κοινό όραμα του Ζαν Μονέ, του Ρομπέρ Σουμάν και τόσων άλλων πολιτικών ανδρών που θεμελίωσαν την Ε.Ε.

Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για αλήθεια στον χώρο της πολιτικής. Ωστόσο, η πραγματικότητα δείχνει πως αυτή η μονοτροπία σκέψης φανερώνει μία πολιτική ανεπάρκεια άνευ προηγουμένου στην ιστορία της ηπείρου, ενώ ταυτόχρονα κατακερματίζει την οποιαδήποτε προσπάθεια σύνθεσης ιδεών. Με μία σχεδόν έκδηλη αδιαφορία ως προς τις κοινωνικές επιστήμες, η Ευρώπη της κρίσης καλπάζει προς το μέλλον με γνώμονες τις καινοτόμες τεχνολογίες, τις θετικές επιστήμες, το αριθμητικό του πράγματος, ξεχνώντας να τοποθετήσει στο κέντρο όλων αυτών τον άνθρωπο.

Πιθανόν οι εκλογές αυτές να είναι διαφορετικές εάν οι ψηφοφόροι ξεπεράσουν την παγίδα ενός στείρου εθνοκεντρισμού. Όχι μόνο χάριν μιας κοινής Ευρωπαϊκής πορείας, αλλά και χάριν μιας οφειλής προς τις ιστορικές μας αναφορές με τα υλικά των οποίων θα μπορέσουμε να χτίσουμε ένα πιο στέρεο μέλλον. Πιο συγκεκριμένα, το άλμα που οφείλουμε να κάνουμε σχετίζεται με την υπέρβαση των ιστορικών μας συνδρόμων. Τα τελευταία χρόνια, αδίκως, η Ευρωπαϊκή ιστορία, όντας μία ιστορία βουτηγμένη στο αίμα, έχει γίνει εύφορο έδαφος εθνικιστικών μορφωμάτων. Τα αποτελέσματα δεν έλειψαν και από τη χώρα μας, αποτελούμενα από πύρινους πολιτικούς λόγους μηδενικού περιεχομένου, κοινωνική πόλωση, καλλιέργεια μίσους, βίαιες συγκρούσεις και απαξίωση της πολιτικής ζωής του τόπου. 

Ένα πρώτο σημείο είναι πως εάν η ωριμότητα των ψηφοφόρων υπερισχύσει της οργής, τότε εύλογα μπορεί κανείς να αναρωτηθεί ποιο το κριτήριο ψήφου προς ένα πολιτικό πρόσωπο, κόμμα ή φορέα, πλην των πεπραγμένων και επιχειρημάτων του. Έκδηλα πια ο όρος πολιτικό παίγνιο παραπέμπει στη ρηχότητα άλλων εποχών και ίσως ορισμένες τηλεοπτικές περσόνες διαφόρων χώρων που εξαργυρώνουν την δημοσιότητα με μία πολιτική έδρα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο θα πρέπει επιστρέψουν στα σπίτια τους ή στους χώρους απ’ όπου προέρχονται. Η δημοσιότητα, καθώς και η αναγνωρισιμότητα, δεν αποτελούν περγαμηνές για τον άνθρωπο. Είναι ένα βήμα ή μέσο που δίνει τη δυνατότητα στο άτομο να εκφράσει το όποιο περιεχόμενό του, εάν και εφόσον υπάρχει με τρόπο που θα ωφελούσε στα κοινά. 

Δεύτερο σημείο είναι η σημαντικότητα του να διακρίνει κανείς ποια Μ.Μ.Ε. παρουσιάζονται συναινετικά προς μία κατεύθυνση και μόνο. Λυπηρό, αλλά αληθινό, το ότι οι εξουσίες γίνανε ταμπού σε ένα στενό πλαίσιο τομαροκεντρισμού, συσσώρευσης ατομικού πλούτου και ιδιωτείας (ιδιωτεία: αρχαιοελληνικός όρος που αποτελεί ρίζα της Αγγλικής λέξης idiot). Οι πολίτες καλούνται λοιπόν να γίνουν πιο κριτικοί από ποτέ απέναντι στη συνεχή ροή πληροφοριών, ανεξαιρέτως κομμάτων και ιδεολογιών.

Σε μία Ελλάδα όπου τα πρόσωπα έφτασαν να απομυζούν τις ίδιες τις ιδεολογίες τους, λειτουργώντας παρασιτικά ενάντια στα θεμέλια των πολιτικών τους αναφορών και της πολιτικής τους υπόστασης (παράδειγμα ακράδαντο τα δάνεια και τα οικονομικά των κομμάτων), οι πολίτες καλούνται να βρούνε την καλύτερη δυνατή λύση σε ένα σταυροδρόμι που να οδηγεί προς έναν Ευρωπαϊκό προσανατολισμό.