Ψυχρός και χωρίς ούτε καν να ψελλίσει κάποια λέξη μετάνοιας εμφανίστηκε ο επιχειρηματίας από τη Σκάλα Λακωνίας, ο οποίος κατέσφαξε, στην κυριολεξία, με μαχαίρι τη μητέρα και την αδελφή του.

Στους αστυνομικούς του Τμήματος που τον συνέλαβαν μετά τους δύο φόνους, δεν έδειξε καμία μεταμέλεια και στις ερωτήσεις τους για το πώς έφτασε στο διπλό έγκλημα, τους κοίταζε με απάθεια.

Όμως, το κακό, όπως λένε οι κάτοικοι της περιοχής, θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, εάν η οικογένεια έδειχνε μεγαλύτερη προσοχή στα παιδιά τους, τα οποία, όπως λένε, και τα δύο αντιμετώπιζαν ψυχολογικά προβλήματα.

Ο δράστης, ηλικίας 36 χρόνων, όπως είπαν, πριν από χρόνια είχε ακολουθήσει θεραπευτική αγωγή, ενώ κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας είχε τιμωρηθεί για παραπτώματα που είχαν να κάνουν με βίαιη συμπεριφορά.

Τα δύο εγκλήματα διαπράχθηκαν με διαφορά δεκαπέντε λεπτών το ένα από το άλλο και, για λίγη ώρα, μεταξύ των αστυνομικών του τοπικού τμήματος σήμανε συναγερμός, διότι υπήρχε η πληροφορία ότι ο δράστης αναζητούσε και τον πατέρα του…

Τελικά, ο πατέρας, ο οποίος την ώρα που σημειώθηκαν τα εγκλήματα ήταν στο αγρόκτημα με τις ελιές του, βρέθηκε από τους αστυνομικούς και οδηγήθηκε στο Τμήμα προκειμένου να προστατευτεί σε περίπτωση που ο γιος του αναζητούσε και τον ίδιο.

Τα θύματα, Βαρβάρα και Ρεβέκκα Στρατάκου, 64 χρόνων και 32 χρόνων αντίστοιχα, έμεναν με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας στο χωριό Στεφανιά.
Διατηρούσαν την επιχείρηση εμφιάλωσης νερού με την επωνυμία «Ταΰγετος» στην οποία εργάζονταν όλοι, εκτός από τον δεύτερο γιο της οικογένειας, ο οποίος μένει στην Αθήνα.

Η πρώτη πράξη της οικογενειακής τραγωδίας σημειώθηκε στις 10.25 το πρωί, για ασήμαντη αφορμή.
Μητέρα και γιος πήγαν στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Σκάλας, προκειμένου να κάνουν κάποια αγορά. Όμως, κάποια στιγμή διαφώνησαν για επιχειρηματικά και προσωπικά τους θέματα και βγήκαν στο προαύλιο, έξω από μία αποθήκη της Ένωσης, όπου, όπως ανέφεραν διερχόμενοι πολίτες, άρχισαν να λογομαχούν. Σε μία στιγμή παράκρουσης, ο γιος πήρε ένα μαχαίρι και μαινόμενος επιτέθηκε στη μητέρα του. Πριν κανείς από τους διερχόμενους προλάβει να αντιδράσει τη μαχαίρωσε στον λαιμό και της έκοψε την καρωτίδα. Μετά της κατέφερε άλλα πέντε χτυπήματα σε διάφορα άλλα σημεία του σώματός της και, απαθέστατος, μπήκε στο κλειστό φορτηγάκι της επιχείρησης με το οποίο έκαναν τις διανομές του νερού και πέρασε επάνω από το πτώμα της μητέρας του!
Πριν κανείς προλάβει να τον σταματήσει, γεμάτος αίματα, κατευθύνθηκε στο χωρίο Στεφανιά, για να βρει τη 32χρονη αδελφή του, Ρεβέκκα. Εκεί, παίχτηκε η δεύτερη πράξη της τραγωδία. Όπως έγινε γνωστό από την αστυνομία, όρμησε εναντίον της κοπέλας κρατώντας το μαχαίρι με το οποίο είχε σφάξει τη μητέρα τους και άρχισε να τη χτυπά με μανία.

Την ακινητοποίησε μέσα σε ένα τροχόσπιτο δίπλα από το εμφιαλωτήριο και, σύμφωνα με την αστυνομία, της έριξε συνολικά 13 μαχαιριές στον λαιμό και σε άλλα σημεία του σώματός της.

Μόλις η 32χρονη άφησε την τελευταία της πνοή, μπήκε και πάλι στο αυτοκίνητό του και έφυγε για την Αρεόπολη, όπου και εντοπίστηκε στη 1.40 το μεσημέρι, σε ένα πρατήριο υγρών καυσίμων και συνελήφθη.

 «Ήσυχη οικογένεια, η οποία ζούσε απομονωμένη. Δεν είχε καθόλου κοινωνικές επαφές και όλα τα μέλη της ασχολούνταν με την επιχείρηση εμφιάλωσης νερού που είχαν δημιουργήσει εδώ και περίπου δεκαπέντε χρόνια», είπε ο δήμαρχος Σκάλας, κ. Γιάννης Γρυπιώτης.
Σύμφωνα με τον δήμαρχο, ο δράστης κατά το παρελθόν είχε νοσηλευτεί, γιατί αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα. «Στον στρατό είχε τιμωρηθεί για επιθετική του συμπεριφορά», ανέφερε ο κ. Γρυπιώτης.

«Όλος ο κόσμος στο χωριό μας γνώριζε ότι το αγόρι και το κορίτσι αντιμετώπιζαν ψυχολογικά προβλήματα», είπε ο δημοτικός σύμβουλος κ. Κώστας Γρηγοράκος.
 «Η κοπέλα γύριζε μέσα στο χωριό σχεδόν πάντα με μία κούκλα στην αγκαλιά της. Ο αδελφός της ήταν πάρα πολύ κλειστός χαρακτήρας. Καλημέρα δεν έλεγε σε κανέναν στο χωριό. Περνούσε από την πλατεία και δεν έλεγε ούτε «γεια» στον κόσμο που καθόταν στο καφενείο. Έκανε τις διανομές του νερού από το εμφιαλωτήριό τους και δεν κατέβαινε καν από το αυτοκίνητο. Καθόταν συνεχώς στη θέση του οδηγού. Η μητέρα του ήταν αυτή που κουβάλαγε τα κουτιά», είπε ο δημοτικός σύμβουλος.

Ο ίδιος θυμόταν, επίσης, ότι τα παιδιά δεν είχαν τσακωθεί ποτέ με κάποιον από τους ανθρώπους του χωριού. «Μεταξύ τους, όμως, τσακωνόντουσαν. Οι γείτονες άκουγαν συχνά φασαρίες, αλλά δεν πιστεύαμε ότι θα συνέβαινε τέτοιο κακό».