Αν κάποτε το άγχος της προοδευτικής διανόησης ήταν να απαλλάξει τους ανθρώπους από τις θρησκείες, σήμερα μάλλον το διακύβευμα θα μεταφραζόταν στην αναγκαιότητα να απαλλαχθούν οι θρησκείες από ορισμένους πιστούς τους. Όπως περίπου το συμπύκνωσε χαριτωμένα ο Γούντι Άλεν στην πασίγνωστη προτροπή του: «Ο Θεός σωπαίνει. Τώρα αν μπορούσε και ο άνθρωπος να βγάλει τον σκασμό…».

Οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις και οι πολεμικές συρράξεις στη Μέση Ανατολή είχαν μια διπλή επίπτωση: Αφενός, την άνοδο του εξτρεμισμού σε ένα τμήμα του αραβικού κόσμου και, αφετέρου, τη μεγαλύτερη μετακίνηση προσφυγικών πληθυσμών από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. H ανείπωτης φρίκης και μνημειώδους θεατρικότητας βία του ISIS παράγει μια αίσθηση γενικευμένου φόβου. Η τρομοκρατική επίθεση κατά του περιοδικού «Charlie Hebdo» στην καρδιά του Παρισιού έστειλε το μήνυμα ότι ο κίνδυνος δεν αφορά μόνο τις περιοχές της πάλαι ποτέ Αραβικής Άνοιξης αλλά και τις δυτικές μητροπόλεις. Πάνω σε αυτό το υπόβαθρο επιδιώκεται από μερίδα ανθρώπων που μετέχουν στον δημόσιο λόγο μια σειρά από συσκοτίσεις, απλουστεύσεις και εξισώσεις. Το ενδεχόμενο ισλαμοποίησης της Ευρώπης είναι το νέο σκιάχτρο της πολιτικής και θρησκευτικής ζωής. Πόσο όμως κινδυνεύει τελικά η Ευρώπη και δη η Ελλάδα από τον ισλαμισμό;

«Πολύ» θα απαντούσε ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν και η επικεφαλής του Εθνικού Μετώπου, Μαρίν Λεπέν, παρά το γεγονός ότι τη χρονιά που διανύουμε πιο πολλοί άνθρωποι στον δυτικό κόσμο έχασαν τη ζωή τους στο όνομα της τέλειας selfie παρά στο όνομα της Τζιχάντ. Παρόμοιους φόβους συμμερίζονται βέβαια και ορισμένοι βουλευτές των συντηρητικών παρατάξεων, αναλυτές ασφαλείας, αρθρογράφοι και ίσως απλοί πολίτες. Στην Ελλάδα, επίσης, διατυπώνονται αυτές οι ανησυχίες, αν και σε όλα τα επίσημα αρχεία ευρωπαίων μουσουλμάνων που πήγαν να πολεμήσουν στο πλευρό του ISIS δεν καταγράφεται κανείς από την Ελλάδα. Ακόμη και οι περιβόητες διαρροές περί τζιχαντιστών που είχε εντοπίσει η ΕΥΠ σε ελληνικό έδαφος αποσαφηνίστηκαν από τον πρώην υπουργό Προστασίας του Πολίτη Γιάννη Πανούση, ο οποίος διευκρίνισε ότι επρόκειτο για ευρωπαίους πολίτες που μπήκαν κανονικότατα με τα διαβατήριά τους και όχι με τους μετανάστες, συμπληρώνοντας ότι «η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει θέμα οργανωμένων θυλάκων μαχητών του Ισλαμικού Κράτους».

Υπάρχει μια σύγχυση κατ’ αρχάς, αναφορικά με τον αριθμό των μουσουλμάνων που ζουν στην Ελλάδα. Σύμφωνα με πανευρωπαϊκή έρευνα του Pew Research Center, στην Ελλάδα ζουν 527.000 μουσουλμάνοι, αριθμός που αντιστοιχεί στο 4,7% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ κάνει λόγο για 750.000 μουσουλμάνους, η Μουσουλμανική Ένωση Ελλάδος εκτιμά ότι υπολογίζονται σε περίπου 500.000 στην Αθήνα, στο υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων αποφαίνονται ότι τα παραπάνω νούμερα είναι υπερβολικά, καθώς στην Αθήνα ζουν 28.000 νόμιμοι μετανάστες που υποθέτουν ότι είναι μουσουλμάνοι με βάση τη χώρα προέλευσής τους και κάνοντας μια αναγωγή μαζί με εκείνους που δεν διαθέτουν νομιμοποιητικά έγγραφα καταλήγουν ότι το συγκεκριμένο νούμερο για την Αθήνα δεν υπερβαίνει τις 220.000. Ο γενικός γραμματέας Θρησκευμάτων Γιώργος Καλαντζής επισημαίνει: «Ορισμένοι μουσουλμάνοι έχουν την τάση να διογκώνουν τα νούμερα για λόγους άσκησης πολιτικής επιρροής. Επιπλέον, η ιστορία με τους πολλούς μουσουλμάνους στην Ελλάδα εξυπηρετεί τη Χρυσή Αυγή για τη δημιουργία κλίματος ανασφάλειας». Ο ίδιος διηγείται ένα προσωπικό περιστατικό, όταν το 2011, κατά τη διάρκεια της πρώτης προσευχής στο ΟΑΚΑ για την τελετή λήξης του Ραμαζανιού, συνεργάτες του τού τηλεφωνούσαν έντρομοι με αφορμή κινδυνολογικά δημοσιεύματα στο Διαδίκτυο για 100.000 μουσουλμάνους που προσεύχονταν στο ΟΑΚΑ. «Εγώ μπροστά μου έβλεπα 550» λέει.

Το µόνο σίγουρο είναι ότι οι μουσουλμάνοι της Αθήνας είναι αρκετοί ώστε να δικαιούνται έναν επίσημο χώρο λατρείας. Και δεν τον έχουν. Η Αθήνα είναι η μοναδική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που δεν διαθέτει επίσημο τέμενος υπό δημόσιο έλεγχο και την έχουν ψέξει πολλάκις για αυτή την αβλεψία. Από το 2006 που ψηφίστηκε ο νόμος Γιαννάκου για την ανέγερση τεμένους στην Αθήνα μέχρι σήμερα, η Βουλή έχει νομοθετήσει τέσσερις φορές για το συγκεκριμένο ζήτημα με πιο πρόσφατη αυτή της πρώτης διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, χωρίς την ψήφο των τελευταίων. Μολαταύτα, το έργο παραμένει στα χαρτιά και οι προσευχές των μουσουλμάνων στη σφαίρα του «αόρατου», σε μικρά αυτοσχέδια τζαμιά, σε υπόγεια, στα σπίτια τους ή στους τρεις (ιδιωτικούς) ευκτήριους οίκους που διαθέτουν σχετική άδεια. 

«Υπάρχει ένα πλαίσιο καθυστερήσεων. Το έργο όμως πρέπει να προχωρήσει τόσο για λόγους εσωτερικής ασφάλειας όσο και για να επηρεάσει θετικά τη διεθνή εικόνα της χώρας. Εμείς έχουμε ζήσει θρησκευτικό ρατσισμό, πληρώναμε φόρους, δεν είχαμε δικαιώματα ιδιοκτησίας, έπαιρναν τα πρωτότοκα παιδιά για γενίτσαρους. Είναι πολιτισμική νίκη του ελληνικού κράτους να μη γίνει όμοιο με τους δυνάστες του» υποστηρίζει ο Γιώργος Καλαντζής, προσθέτοντας: «Στη Θράκη έχουμε 250 τζαμιά, πληρώνουμε τρεις μουφτήδες και προσωπικό 240 ιεροδιδασκάλων, προβλέπουμε τη διδασκαλία του Κορανίου στα σχολεία για όσους το επιθυμούν και επιτρέπουμε στον κόσμο να προσφεύγει στους μουφτήδες για τις προσωπικές του – αστικού τύπου – υποθέσεις. Οι μουσουλμάνοι της Θράκης ποτέ δεν αμφισβήτησαν το ελληνικό κράτος. Αντίθετα, έπραξαν στο ακέραιο το πατριωτικό τους καθήκον, στον Πόλεμο του 1940-41 υπάρχουν μουσουλμάνοι που παρασημοφορήθηκαν για τη γενναιότητα που επέδειξαν στη μάχη. Κανείς από αυτούς δεν πήγε να πολεμήσει με το Ισλαμικό Κράτος. Είναι άνθρωποι εργατικοί και τίμιοι, παραδοσιακοί, με προσήλωση στην οικογένειά τους».

Δεν είναι, όµως, όλη η Ελλάδα Θράκη. Πέρα από την έλλειψη τεμένους και ισλαμικού νεκροταφείου, οι μουσουλμάνοι της Ελλάδας αντιμετωπίζουν τις ρατσιστικές επιθέσεις της Χρυσής Αυγής, προκλητικές ενίοτε συμπεριφορές από τα όργανα της Αστυνομίας, με αποκορύφωμα το σκίσιμο του Κορανίου την Άνοιξη του 2009 αλλά και την καχυποψία των ντόπιων. Στην ιστορική μνήμη της Ελλάδας ο ισλαμισμός είναι ταυτισμένος με την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αυτό προξενεί μια σχεδόν αυθόρμητη δυσανεξία. Ειδικά στις περιπτώσεις Ελλήνων που ασπάστηκαν το Ισλάμ καταγράφεται μια άρνηση του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος να αποδεχτεί την αλλαγή. 

Η Άννα Στάμου, Ελληνίδα που μεγάλωσε σε χριστιανικό πλαίσιο, αλλά η θρησκευτική της αναζήτηση την οδήγησε στο Ισλάμ, δεν ανήκει σε αυτές τις περιπτώσεις και αποφεύγει τη θυματοποίηση. Μου περιγράφει, βέβαια, αρκετά γλαφυρά τον τρόπο με τον οποίο, όταν οδηγεί, οι υπόλοιποι οδηγοί ξαφνιάζονται και ξαναγυρίζουν για να την κοιτάξουν λόγω του χιτζάμπ που φοράει. Γνωρίστηκε με τον Ναΐμ Ελγαντούρ, σημερινό πρόεδρο της Μουσουλμανικής Ένωσης Ελλάδος, το 2003, και είναι παντρεμένοι εδώ και σχεδόν 13 χρόνια. Ο Ναΐμ κατάγεται από την Αίγυπτο και ζει 42 χρόνια στην Ελλάδα.

Με υποδέχτηκαν στο σπίτι τους στην Ηλιούπολη, με φόντο έναν μολυβένιο ουρανό. Ο Ναΐμ έβγαινε συχνά στο μπαλκόνι. «Όταν βρέχει ο ουρανός είναι ανοιχτός να κάνεις ευχές» λέει. Συζητήσαμε κάμποση ώρα για το τζαμί που είναι ο μεγάλος καημός των μουσουλμάνων της Ελλάδας, προσλαμβάνοντας προφανώς για αυτούς τη συμβολική διάσταση ενός αγκαλιάσματος της ύπαρξής τους από την πολιτεία. «Το άλλο πρόβλημα είναι ότι μας αγνοούν. Για παράδειγμα, ποτέ κανείς δεν μας ευχήθηκε Χρόνια Πολλά στις γιορτές μας, πράγμα που κάνουν η Μέρκελ, ο Ολάντ, ακόμη και ο Νετανιάχου». 

Τον ρώτησα για τους τζιχαντιστές: «Παραμύθια» μου απάντησε ορθά-κοφτά. «Οι τζιχαντιστές έχουν λεφτά και αν θέλουν παίρνουν το αεροπλάνο και πάνε στην Ευρώπη. Δεν ακολουθούν τα μονοπάτια της προσφυγιάς. Όποιος έχει στοιχεία, ας τα βγάλει». Ο Ναΐμ, όπως κάθε μετανάστης, έχει στραμμένο πάντα το βλέμμα σε αυτό που άφησε πίσω, επιρρίπτοντας ευθύνες στις μεγάλες δυνάμεις για την άνοδο του εξτρεμισμού. «Τα όπλα που έχουν στα χέρια τους δεν είναι συριακά ή λιβυκά. Το Ισλαμικό Κράτος, για παράδειγμα, έχει περίεργες σχέσεις με το Ισραήλ. Παρατηρήστε ότι ποτέ δεν έχουν πει κουβέντα κατά του Ισραήλ, ούτε καν για το Παλαιστινιακό. Κι αυτοί που αγοράζουν πετρέλαια από το Ισλαμικό Κράτος δεν ξέρουν τι κάνουν;».

Ο Ναΐμ και η Άννα είναι πλήρως ενταγμένοι στην ελληνική κοινωνία, τους ξέρουν όλοι στη γειτονιά τους και ανταλλάσσουν καθημερινά οικείους χαιρετισμούς. Οι μετανάστες από τον αραβικό κόσμο που έφτασαν στην Ελλάδα πριν από πολλά χρόνια από χώρες όπως η Αίγυπτος, ο Λίβανος, η Συρία ή η Παλαιστίνη, νιώθουν μια εγγύτητα με την Ελλάδα για λόγους κλιματολογικούς, πολιτισμικούς και φυσιογνωμικούς. Η Ελλάδα εξάλλου είχε καλή φήμη στον μουσουλμανικό κόσμο, απόρροια των δεσμών εμπιστοσύνης που οικοδόμησαν κυρίως οι πρώτες κυβερνήσεις του ΠαΣοΚ με αρκετά αραβικά κράτη. Ήρθαν και δούλεψαν στη χώρα σε συνθήκες οικονομικής ευημερίας και η προσαρμογή ήταν μια πιο εύκολη υπόθεση. Στη σημερινή Αθήνα, η παρουσία της Χρυσής Αυγής και η ενεργοποίηση του κοινωνικού αυτοματισμού άφησε ένα σκοτεινό ίχνος στις συνειδήσεις και τα βλέμματα των ανθρώπων.

Στην πλατεία Αµερικής, συνάντησα τη Ναντίν Κουγιουμτζή, Ελληνολιβανέζα που ζει στην Ελλάδα 25 χρόνια, και τον σύζυγό της Μάλεκ Αμπντέλ Μπασέκ από την Αίγυπτο. Τα δυο τους παιδιά, που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, όταν τελειώνουν το σχολείο μαθαίνουν στο σπίτι αραβικά και μουσική.

«Εγώ συνάντησα πολλά προβλήματα. Θεωρούμαι ξένη παρότι Ελληνολιβανέζα. Ο σύζυγός μου ζει 25 χρόνια στη χώρα, αλλά δεν έχει ακόμη υπηκοότητα. Κατά καιρούς αντιμετωπίζει οχλήσεις στο μαγαζί του, στο παντοπωλείο που έχει στη Μιχαήλ Βόδα. Πρέπει κι εμείς να φροντίσουμε να μας μάθουν. Οι Έλληνες θεωρούν ότι στον αραβικό κόσμο οι γυναίκες κυκλοφορούν με τσαντόρ και οι άνδρες με κελεμπία και κάθονται πάνω σε πετρέλαια. Βλέπουν συνέχεια στην τηλεόραση τζιχαντιστές να αποκεφαλίζουν κόσμο. Αυτοί οι άνθρωποι δεν αντιπροσωπεύουν το Ισλάμ. Η ισλαμική θρησκεία δεν απέχει στο περιεχόμενό της από τον χριστιανισμό, το μήνυμα και των δύο είναι η αγάπη και η αλληλοβοήθεια». Η Ναντίν δεν φοράει μαντίλι στα μαλλιά της και της ζήτησα να μου σχολιάσει αυτό το θέμα-ταμπού για τις γυναίκες μουσουλμάνες: «Είναι λαθεμένη η αντίληψη ότι το μαντίλι είναι σύμβολο καταπίεσης. Οι γυναίκες θεωρούν ότι φορώντας μαντίλι κρατούν την ομορφιά τους κρυμμένη από έναν άνδρα. Η απαγόρευση της μαντίλας είναι δείγμα ρατσισμού. Είναι δυνατόν να ζητήσεις από μια χριστιανή γυναίκα να βγάλει τον σταυρό της; Με ποιο δικαίωμα;».

Η αλήθεια είναι ότι στο δικό μας κοσμοείδωλο η μαντίλα συμβολίζει τη γυναικεία καταπίεση και η απαγόρευσή της σε χώρες όπως η Γαλλία προβλήθηκε ως διάβημα γυναικείας χειραφέτησης. Η χειραφέτηση, όμως, μπορεί να νοείται ως τέτοια όταν προκύπτει ως επιθυμία και διεκδίκηση των ίδιων των υποκειμένων. Όταν επιβάλλεται εξωγενώς, ξεπέφτει σε καταπίεση. Από την άλλη, η μονοσήμαντη ερμηνεία του κόσμου με βάση το δυτικό μοντέλο περιορίζει τις δυνατότητές μας να αντιληφθούμε τον κόσμο και εν τέλει καταλήγει να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που ευαγγελίζεται. Οι γυναίκες, όντως, σε ορισμένες χώρες όπως το Αφγανιστάν ή το Πακιστάν, όπου οι πατριαρχικές δομές έχουν μείνει ακλόνητες από τον μοντερνισμό, βρίσκονται σε υποδεέστερες θέσεις. Κατά τα λοιπά, ειδικά για τις γυναίκες μουσουλμάνες που ζουν στην Ευρώπη, η μαντίλα είναι σύμβολο κοινοτισμού, μια δική τους αντίδραση στην αντικειμενοποίηση του γυναικείου σώματος και μια υπόμνηση της ταυτότητάς τους που αποζητά ένταξη και όχι αφομοίωση.

Τα κυρίαρχα στερεότυπα θέλουν τους μουσουλμάνους βίαιους, απολίτιστους, αντιδημοκρατικούς και φανατικούς, παραβλέποντας ιστορικά δεδομένα, όπως η τεράστια συμβολή του αραβικού κόσμου στις επιστήμες και η ειρηνική συνύπαρξη χριστιανών και μουσουλμάνων επί αιώνες. Η πραγματικότητα είναι ότι οι μουσουλμάνοι ανήκουν σε έναν τεράστιο και πολύμορφο πολιτισμό. Οι ισλαμιστές, αυτοί δηλαδή που επιδιώκουν τη διακυβέρνηση των χωρών τους στη βάση του ισλαμικού νόμου, είναι πολύ λίγοι και από αυτούς εκείνοι που αξιώνουν να το επιβάλλουν διά της βίας είναι ελάχιστοι. Συγκεκριμένα, όλες οι διεθνείς μελέτες συντείνουν στο ότι από το 1,6 δισ. των μουσουλμάνων διεθνώς, αυτοί που εμπλέκονται στα δίκτυα της Αλ Κάιντα ή του Ισλαμικού Κράτους είναι περίπου 100.000. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορεί κανείς να εθελοτυφλεί απέναντι στην αυξανόμενη έλξη του ισλαμικού εξτρεμισμού. Ο Ρόμπερτ Γκρένιερ, κορυφαίος αξιωματούχος της CIA για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ισχυρίζεται ότι «οι δυνάμεις της παγκόσμιας Τζιχάντ είναι πιο ισχυρές από ποτέ». Η Επίτροπος της ΕΕ αρμόδια για θέματα Δικαιοσύνης Βέρα Γιούροβα, έχει δηλώσει πως 5.000-6.000 Ευρωπαίοι έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους για να ενταχθούν σε τζιχαντιστικές οργανώσεις. Αυτό είναι ένα ειλικρινές ερώτημα με το οποίο θα πρέπει να αναμετρηθεί η Ευρώπη. Το περιοδικό «Time», σε αφιέρωμά του μετά την επίθεση στο «Charlie Hebdo», αναδεικνύει μεταξύ άλλων τις φυλακές της Ευρώπης ως τόπους ριζοσπαστικοποίησης του Ισλάμ. Παρόμοιες προειδοποιήσεις είχε απευθύνει προς τις γαλλικές Αρχές η αμερικανική διπλωματία ήδη από το 2005.

Σε ορισµένες χώρες και κυρίως στη Γαλλία, με το ιδιότυπο «απαρτχάιντ» των προαστίων μπορούμε πλέον να μιλήσουμε για μια αποτυχημένη στρατηγική ένταξης των μεταναστών που κατέληξε στην περιθωριοποίησή τους. Ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και ειδικός στην ανθρωπολογία των ισλαμικών κοινωνιών, Γεράσιμος Μακρής, σημειώνει: «Ίσως κάποιους αυτό να τους οδήγησε στο ISIS. Για ορισμένους νέους ανθρώπους η ένταξη σε εξτρεμιστικές ομάδες λειτουργεί ως περιπέτεια με αποκαλυπτική διάσταση. Ειδικά το ISIS έχει ένα έντονο στοιχείο εσχατολογίας και αποκάλυψης που μπορεί να συγκινήσει κάποιον» .

Ο Ντάνιελ Κέλερ, ειδικός σε θέματα αποριζοσπαστικοποίησης στη Γερμανία, έχει παρατηρήσει ότι οι ομάδες που αποφέρουν τα καλύτερα αποτελέσματα με τους νεαρούς ευρωπαίους ριζοσπάστες είναι οι πρώην ριζοσπάστες και οι μητέρες. Οι μητέρες έχουν μια εξέχουσα θέση στο Ισλάμ. Ο Μωάμεθ είχε πει ότι «ο Παράδεισος βρίσκεται στα πόδια της μητέρας». Έχει αναπτυχθεί, λοιπόν, το δίκτυο Mothers for Life που αποτελείται από γυναίκες που τα παιδιά τους πήγαν να πολεμήσουν με το ISIS (και πολλά σκοτώθηκαν) με στόχο να ευαισθητοποιήσουν τις Αρχές και να βοηθήσουν άλλες οικογένειες.

Στον αντίποδα, η ετήσια έκθεση της Επιτροπής κατά του Ρατσισμού του Συμβουλίου της Ευρώπης για το 2014 καταγράφει δραματική αύξηση του ρατσισμού και της ισλαμοφοβίας και ενίσχυση της ρητορικής μίσους στη Γηραιά Ήπειρο. Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Λειψίας, ολοκληρώνοντας τη μελέτη τους, συμπεριέλαβαν στα βασικά πορίσματα την εγκαθίδρυση της ισλαμοφοβίας ως ένα νέο είδος ρατσισμού στη γερμανική κοινωνία. Τα στοιχεία που παρέθεσε η ίδια η γερμανική κυβέρνηση δείχνουν ότι οι επιθέσεις σε τζαμιά στη χώρα ανήλθαν κατά μέσο όρο σε 35 με 36, ενώ μια δεκαετία πριν ήταν 22. Στο έδαφος της ισλαμοφοβίας αναπτύχθηκε το ακροδεξιό PEGIDA με τις διαδηλώσεις στη Δρέσδη.

Πέρα από τον ακροδεξιό ακτιβισμό τύπου PEGIDA ή Χρυσής Αυγής, υπάρχουν μια σειρά think tanks που «χτίζουν» την καριέρα τους στην ισλαμοφοβία. Το Jihad Watch του Ρόμπερτ Σπένσερ είναι ίσως η πιο γνωστή περίπτωση που στραπατσαρίστηκε λίγο με την υπόθεση του Αντερς Μπρέιβικ στη Νορβηγία. Με τη συνεργάτιδά του, Πάμελα Γκέλερ, βιάστηκαν να καταδικάσουν ως «ισλαμιστική» την επίθεση και όταν αποδείχθηκε ότι ο Μπρέιβικ ήταν αντιισλαμιστής ακροδεξιός που στο μανιφέστο του είχε ενσωματώσει πολλές δικές τους τοποθετήσεις έσπευσαν να αποσυνδέσουν το γεγονός από οποιαδήποτε ιδεολογία. Στην Ελλάδα δραστηριοποιείται από το 2011 σε πολύ μικρότερη κλίμακα το Παρατηρητήριο του Ριζοσπαστικού Ισλάμ στη Νότια Ευρώπη (RIMSE) που αυτοπροσδιορίζεται ως «προσπάθεια ενημέρωσης των φιλελεύθερων δημοκρατιών για την απειλή που αντιπροσωπεύει η ολοκληρωτική πολιτική ιδεολογία του ισλαμισμού» και στις σελίδες του διαβάζει κανείς μια προσπάθεια απόδοσης επιστημονικού κύρους σε κατά βάση ατεκμηρίωτες θεωρίες συνωμοσιολογικού χαρακτήρα.

Οι µουσουλµάνοι της Ευρώπης νιώθουν στιγματισμένοι και αυτό δημιουργεί τους όρους μιας νέας καταπίεσης που μπορεί να συσσωρεύσει οργή και απωθημένα. 

Ο «Economist», σε σχετική αρθρογραφία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ίδιοι οι ισλαμιστές τρομοκράτες προσπαθούν να αποδείξουν ότι η Δύση αναθεματίζει συνολικά όλους τους μουσουλμάνους για να δικαιώσουν τα εγκλήματά τους. Είναι στοίχημα για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να μην υποπέσουν στις μακάβριες φαντασιώσεις τους. Καμία θρησκεία δεν είναι επαρκώς θωρακισμένη απέναντι στον δικό της εξτρεμισμό. Η ίδια η μήτρα του φονταμενταλισμού είναι ο αμερικανικός προτεσταντισμός που σημάδεψε την αμερικανική κοινωνία τη δεκαετία του ’90 με τις επιθέσεις σε κλινικές αμβλώσεων και εν ψυχρώ δολοφονίες γιατρών και νοσοκόμων και που μέχρι σήμερα διατηρεί ισχυρή επιρροή σε τμήματα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Οι υπερορθόδοξοι Εβραίοι φονταμενταλιστές έχουν μεγάλο ιστορικό βίας στη σύγχρονη εποχή, που έφτασε στη δολοφονία του ισραηλινού πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν το 1995. Οι σταυροφορίες και η Ιερά Εξέταση γεννήθηκαν στους κόλπους του χριστιανισμού. Όσο λάθος είναι να δαιμονοποιηθεί συλλήβδην ο χριστιανισμός ή ο ιουδαϊσμός για τις μαύρες κηλίδες του, άλλο τόσο λάθος είναι να δαιμονοποιηθεί το Ισλάμ για τον δικό του φονταμενταλισμό.

«Αυτοκαθορίζομαι ως χριστιανός και βασίζω την ελπίδα μου στην Αγία Γραφή. Γνωρίζω όμως ότι οι θρησκείες είναι το χειρότερο πράγμα στον κόσμο. Αυτό οφείλεται στους τρόπους ερμηνείας, αυτό δηλητηριάζει τις ανθρώπινες ψυχές. Υπάρχει όμως ένας πυρήνας αγαθός. Και στο Ισλάμ υπάρχει. Η Δύση πέρασε στην εκκοσμίκευση, η οποία όμως είχε στο διάβα της πολέμους και καταστροφές. Οι μουσουλμάνοι δεν έχουν περάσει τέτοιες διαδικασίες εκκοσμίκευσης και το πάντοτε δυναμικό Ισλάμ παραμένει ισχυρό στο συλλογικό ασυνείδητο. Ούτε σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει να τις περάσουν, και σίγουρα όχι με τον ίδιο τρόπο. Οι Δυτικοί έχουμε την τάση να θεωρούμε ότι η Ιστορία οφείλει να κινείται με βάση το δικό τους μοντέλο. Δεν είναι έτσι» υπογραμμίζει ο Γεράσιμος Μακρής.

Ο δικός μας, πάντως, κοσμικός δρόμος για το ιερό δεν μπορεί παρά να περνάει μέσα από την αναγνώριση της ιερότητας του Άλλου και την ανασυγκρότηση, μέσα από την εμπειρία του πένθους, μιας ασπίδας δημοκρατίας ενάντια στη βιολογική θέαση των πολιτισμών που φτωχαίνει τον ορίζοντά μας.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή, 18 Οκτωβρίου 2015.