ΚΑΘΕ εμπόδιο για καλό.

ΤΗΝ περασμένη Κυριακή το απόγευμα πέρασε ένας φίλος από το σπίτι να πάμε μαζί στο Όκλι για καφέ.

ΑΥΤΗ ήταν η αιτία να επισκεφθώ, για δεύτερη συνεχόμενη φορά, το … παροικιακό μου παρελθόν. 

ΤΗΝ προηγούμενη επίσκεψη, στην «ξεχασμένη» ζωή μου, την είχα κάνει πριν δύο εβδομάδες, όταν πήγα (μετά από 30 χρόνια…) στο χορό της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης.

ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ στο Όκλι, κατάλαβα ότι επιλέξαμε λάθος μέρα να πάμε για καφέ εκεί.

Η Κοινότητα Όκλι πανηγύριζε και οι πανηγυρτζήδες είχαν καταλάβει τους γύρω χώρους.

ΤΕΛΕΙΩΣΕ, ρε παιδί μου, είμαστε ένας λαός που «ψοφάμε» για πανηγύρια, χορούς, σουβλάκια και… συντάξεις. 

ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΑΜΕ 30 λεπτά να βρούμε πάρκινγκ και άλλα τόσα για να περπατήσουμε μέχρι να πάμε στον πεζόδρομο.

ΚΑΙ αυτό δεν ήταν παρά η αρχή μιας… μίνι περιπέτειας που ακολούθησε, αφού στον πεζόδρομο δεν υπήρχε καρέκλα άδεια και τόπος να σταθείς.

Η πρώτη διαπίστωση -διά γυμνού οφθαλμού- ήταν ότι η δεύτερη γενιά (και από κοντά η τρίτη…) δεν διαφέρουν σε παρουσιαστικό και κοινωνική συμπεριφορά από την πρώτη.

ΠΡΙΝ προλάβω να συνέλθω από το σοκ που μού προκάλεσε η πολυκοσμία του… πολυπολιτισμικού πανηγυριού, βρέθηκα και πάλι (σχεδόν) στη δεκαετία του 1960. 

ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Το… πολυπολιτισμικό πανηγύρι του Όκλι ήταν, στην πραγματικότητα, όπως όλα τα «Γλέντια» του είδους, ένα αμιγές ελληνικότατο πανηγύρι, ενώ οι ελάχιστοι αλλοεθνείς που περνούσαν, μάς κοιτούσαν περίεργα, λες και είμαστε εξωγήινοι. Κλείνει η παρένθεση και επιστρέφω στο πανηγύρι…

ΓΙΑ δεύτερη φορά σε ένα δεκαπενθήμερο, είχα την αίσθηση ότι σταμάτησε ο χρόνος και ότι ξανάβλεπα τις ίδιες φάτσες με πενήντα πέντε χρόνια καθυστέρηση.

ΓΙΑ να βρούμε μια καρέκλα να καθίσουμε, αποφασίσαμε να πάμε στο «Καλημέρα» να φάμε δύο-τρία σουβλάκια και να «σκοτώσουμε» καμιά ώρα. 

ΕΚΕΙ όμως και αν γίνονταν «το έλα να δεις». Καρέκλα δεν υπήρχε και τα σουβλάκια δεν μπορέσαμε να τα δούμε ούτε απέξω. 

ΟΥΡΑ είχαν κάνει οι… πιστοί και στο πεζοδρόμιο για να μπουν μέσα και να ανάψουν ένα… κεράκι στο ναό όπου δοξάζεται το σουβλάκι.

ΦΥΓΑΜΕ και από εκεί άπραγοι (και νηστικοί) και αφού αναγκαστήκαμε να περάσουμε μισή ώρα κάτω μια ομπρέλα για να αποφύγουμε τη βροχή, αποφασίσαμε να περάσουμε μια βόλτα και από το διπλανό πάρκο που γινόταν το πανηγύρι. 

Ο κόσμος ήταν λίγος και είχε κάνει ένα κύκλο γύρω από ένα χορευτικό συγκρότημα που με τη βοήθεια του κλαρίνου χόρευε καλαματιανό.

ΛΙΓΟ η μπόρα που είχε προηγηθεί και από κοντά η έλλειψη κόσμου, είχε ως αποτέλεσμα, τα περίπτερα (που δεν κατάλαβα γιατί είχαν στηθεί και μάλιστα, τόσα πολλά), να είναι εντελώς άδεια.

ΚΑΙ όταν λέω εντελώς άδεια, εννοώ ότι δεν υπήρχε μέσα ούτε ένας άνθρωπος να τον ρωτήσεις γιατί βρισκόταν το περίπτερο εκεί. 

Η εντύπωση που αποκόμισα ήταν ότι ο τελευταίος άνθρωπος που πάτησε στο χορτάρι του περιπτέρου, ήταν αυτός που το έστησε… 

ΟΛΑ αυτά δημιούργησαν μια καταθλιπτική ατμόσφαιρα που οι οργανωτές προσπαθούσαν να εξωραΐσουν, με πατριωτικές αναφορές στο… μεγαλείο της παροικίας μας, στην ελληνομάθεια, τον πολιτισμό μας, στο έργο της Κοινότητας Όκλι και άλλα παρόμοια (και βαρετά) που λέγονται πάντα σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις.

ΠΑΝΩ που είμαστε έτοιμοι να φύγουμε και να περάσουμε (για δεύτερη φορά να πούμε μια… καληνύχτα στο «Καλημέρα») συνάντησα έναν παλιό γνώριμο που είχα να δω από την εποχή των θυελλωδών Γενικών Συνελεύσεων της Κοινότητας Μελβούρνης, στις οποίες μάλιστα σχεδίαζα να αναφερθώ την περασμένη εβδομάδα, αλλά δεν το έκανα επειδή δεν έγραψα τη στήλη.

Ο επόμενος που με έβαλε στο στόχαστρό του από μακριά και ήλθε να με συναντήσει ήταν ο Βασίλης. Η πρώτη και… αρχαιότερη γνωριμία μου στο Όκλι. 

ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ στον ίδιο Βασίλη που, σε μια άλλη μας τυχαία συνάντηση, πριν λίγους μήνες, μού είχε πει: «Ευτυχώς που ακόμα υπάρχει ο «Νέος Κόσμος» και βρίσκω στις σελίδες των κηδειών και των μνημόσυνων κανέναν φίλο να μιλήσω…».

Ο ογδοντάχρονος σήμερα Βασίλης είναι ένας τύπος που κυκλοφορεί πάντα στο Όκλι με δυο-τρεις πλαστικές σακούλες που μέσα έχουν ψιλοπράγματα που αγοράζει για το σπίτι, συνταγές των γιατρών του με οδηγίες για τα φάρμακά του και άλλα «χαρτιά» που ακόμα δεν έχω καταλάβει τι είναι.

Ο πραγματικός, όμως, θησαυρός του Βασίλη που τον συντροφεύει παντού, δεν βρίσκεται στις πλαστικές σακούλες, αλλά στις… τσέπες του.

ΜΗΝ πάει το μυαλό σας στα λεφτά. Από τότε που σταμάτησε να παίζει «μανίλα» και να επισκέπτεται τις χαρτοπαιχτικές… ενορίες της Μελβούρνης, δεν τον ενδιαφέρουν.

ΟΙ τσέπες του (και εδώ μιλάμε για όλες του τις τσέπες) είναι γεμάτες από παλιές επιστολές, ξεθωριασμένες διευθύνσεις από την Αμερική και την Ελλάδα, με αποκόμματα εφημερίδων από ειδήσεις που τού κέντρισαν το ενδιαφέρον, από διάφορα άλλα «χαρτιά» που και ο ίδιος έχει ξεχάσει γιατί τα φυλάει και από «πακέτα» φωτογραφιών.

ΜΕ άλλα λόγια, στις τσέπες του υπάρχει το πιο ευαίσθητο και προσωπικό του αρχείο, το οποίο και δεν εμπιστεύεται (για κάποιους λόγους) να τοποθετήσει στις σακούλες.

ΜΕ το που με πλησιάζει, είχε έτοιμη και την πρώτη ερώτηση: «…Γιατί δεν μας έγραψες τίποτα την περασμένη βδομάδα;». «Γιατί βαριόμουν» του απάντησα.

 

ΣΤΗ συνέχεια, με ρώτησε αν «έχω λίγο χρόνο» για να μου δείξει κάτι που ήθελε και πριν προλάβω να απαντήσω, άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του και να βγάζει διάφορα «χαρτάκια».

«ΠΕΡΙΜΕΝΕ μισό λεπτό, ψάχνω για ένα ωραίο τραγούδι που έχω γράψει και θέλω να σου δώσω, να το βάλεις στην εφημερίδα, αλλά, τώρα δεν το βρίσκω…». «Δεν πειράζει, του λέω, «μου το δίνεις μια άλλη φορά…».

«ΜΗ φύγεις, όμως, γιατί έχω να σού δείξω και μερικές φωτογραφίες που έχω μαζί μου. Και θέλω να τις δείξω σε σένα, γιατί οι άλλοι που συναντώ δεν τους γνωρίζουν τους ανθρώπους…».

ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ τις εσωτερικές τσέπες του σακακιού του, βρήκε καμιά εικοσαριά φωτογραφίες και άρχισε να μου τις δείχνει…

«ΕΔΩ είμαι με κάτι φίλους μου και εδώ είμαι με τα αδέλφια μου, τους Αμπορίτζινις, τη γη των οποίων πατούμε σήμερα σε τούτο το πανηγύρι. Οι φωτογραφίες αυτές είναι από τη Μιλτζούρα που μαζεύαμε σταφύλια…».

ΜΕ το που τελειώσαμε με τον… τρύγο, αρχίζει τις «ανασκαφές» σε μια άλλη τσέπη και βγάζει μια παλιά ξεθωριασμένη φωτοτυπία από φωτογραφία που δεν μπορούσα να καταλάβω τι απεικόνιζε. 

«ΑΥΤΗ εδώ που βλέπεις, είναι μια φωτογραφία από την κατοχή. Είμαι μαζί με συμμαθητές μου, έξω από το σχολείο του χωριού μας, που πηγαίναμε νηστικοί και ξυπόλυτοι.

»ΚΑΙ όχι μόνο πηγαίναμε ξυπόλητοι, αλλά φορτωμένοι και από ένα ξύλο για να ανάβει ο δάσκαλος τη σόμπα για να ζεσταινόμαστε…

»ΕΣΥ, όμως, δεν τα θυμάσαι αυτά, γιατί δεν είχες γεννηθεί ακόμα. Σου έχω πει ότι στο σπίτι μας είχε έλθει ο πατέρας σου όταν «έκλεψε» τη μάνα σου και τον κυνηγούσαν τα αδέλφια της…».

ΩΣ συνήθως, μου είπε «στο πόδι» και άλλες ιστορίες της εποχής εκείνης και με πληροφόρησε ότι, στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει (από τότε που τα είχαμε ξαναπεί), πέθανε ο αδελφός του στην Ελλάδα και η αδελφή του στην Αμερική. 

Ο Βασίλης έχει γεννηθεί στου Λουκά, που βρίσκεται κοντά στην Τρίπολη και δεν απέχει πολύ από το χωριό μου.

ΤΟΝ γνώρισα από την πρώτη μέρα που ήλθα στην Αυστραλία πριν 45 χρόνια. Ήταν γείτονας στο Όκλι και πρώτος εξάδελφος του πατριού μου, του Χαρίλη. 

ΤΑ πρώτα εκείνα χρόνια τον έβλεπα τακτικά. Μαζί με τον αδελφό του, τον Νίκο, πηγαίναμε τις πρώτες πρωινές ώρες, κάθε Σαββατοκύριακο, στο μαγαζί του στο Brighton και τρώγαμε χάμπουργκερ.

ΤΟ μαγαζάκι εκείνο, απέναντι από τη θάλασσα, ήταν από τα ελάχιστα στη Μελβούρνη που παρέμειναν ανοιχτά μέχρι τις πρωινές ώρες.

ΣΥΝΗΘΩΣ, κάθε Σάββατο ή τα ξημερώματα της Κυριακής, όταν τελείωνε ο Νίκος τη «μανίλα» (αφού είχε βάλει και τα… ρέστα του!) ξεκινούσαμε από το καφενείο του Μιχάλη (του μπότζη) και πηγαίναμε στη θάλασσα για χάμπουργκερ και καφέ.

Ο Βασίλης άρχιζε να παίζει χαρτιά τις πρωινές ώρες και αφού είχε τελειώσει με το μαγαζί.

Η χαρτοπαιξία την εποχή εκείνη στο καφενείο του Μιχάλη δεν σταματούσε ποτέ. Όποιος τα έχανε όλα και όποιου τα μάτια έκλειναν από το νύστα, έφευγε. Οι υπόλοιποι συνέχιζαν μέχρι τελικής πτώσης ή μεγάλου καυγά που έρχονταν τα πάνω κάτω.

ΑΛΛΑ χρόνια, άλλος κόσμος, άλλες προσδοκίες και όνειρα. Ότι απέμεινε από την εποχή εκείνη είναι πια οι αναμνήσεις που χωρούν σε μια πλαστική σακούλα και στις τσέπες ενός σακακιού…