H θανατική ποινή αποτελεί ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα της αντι-εγκληματικής πολιτικής, ως προς την ορθότητα και τη σκοπιμότητά της. Οι γνώμες σχετικά με τη νομιμοποίηση της εσχάτης των ποινών διίστανται, με τους νομικούς και τα δημοκρατικά κράτη να τάσσονται αναμφίβολα κατά, ενώ τα τριτοκοσμικά, ως επί το πλείστον, κράτη και μια μερίδα του κόσμου να τάσσονται υπέρ.

Είναι γεγονός ότι σε χώρες όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν ακόμα άγνωστες λέξεις, η θανατική ποινή και συχνά με βάναυσο τρόπο, επιβάλλεται με ιδιαίτερη ευκολία και, μάλιστα, ακόμα και για ιδεολογικούς–πολιτικούς λόγους. Στον πολιτισμένο κόσμο παράλληλα, μία μερίδα πολιτών θεωρεί ότι η θανατική ποινή συνιστά μια μορφή συναισθηματικής δικαίωσης και ικανοποίησης των συγγενών του θύματος καθώς και εκδίκηση για το ειδεχθές έγκλημα που διαπράχθηκε, ενώ κάποιοι τη δέχονται ως μέσον περιστολής και πρόληψης της εγκληματικότητας. Η Νομική επιστήμη όμως, έχει από καιρό απορρίψει τη θεωρία περί παραδειγματισμού ως σκοπό της ποινής, η οποία παραπέμπει σε μεσαιωνικές ή ταλιμπανικές πρακτικές.

Ας σημειωθεί, εξάλλου, ότι πουθενά βάσει στατιστικών στοιχείων δεν έχει αποδειχθεί ότι η θανατική ποινή αποτελεί το πιο αποτελεσματικό μέσο για την καταστολή του εγκλήματος ή της πολιτικής βίας. Τα ποσοστά εγκληματικότητας στις χώρες που εφαρμόζεται δεν έχουν μειωθεί, ούτε καν σε περιόδους όπου οι καταδίκες αυξάνονταν αισθητά.

Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία άλλωστε, η θανατική ποινή, είναι η «υπέρτατη μορφή σκληρής, απάνθρωπης και ταπεινωτικής τιμωρίας», η οποία «είναι αυθαίρετη και αποδεδειγμένα αναποτελεσματική στη μείωση της εγκληματικότητας και διαιωνίζει ένα κλίμα βίας μέσα στο οποίο ποτέ δεν μπορεί να επιτευχθεί πραγματική δικαιοσύνη». Παρ’ όλα αυτά, τουλάχιστον 2.390 άνθρωποι εκτελέστηκαν στη διάρκεια του 2008 σε 25 χώρες και άλλοι 8.864 βρίσκονται στη σειρά περιμένοντας τον θάνατό τους με εκτέλεση. Τα πρωτεία στις εκτελέσεις κρατά η Κίνα με 88%, ακολουθεί το Ιράν, το Πακιστάν, η Σαουδική Αραβία και οι Η.Π.Α. Στην πραγματικότητα, 58 χώρες διατηρούν στη νομοθεσία τους και εφαρμόζουν τη θανατική ποινή, ενώ άλλες 92 χώρες την έχουν καταργήσει εντελώς και 35 χώρες διατηρούν νομοθεσία που επιτρέπει τη χρήση της θανατικής ποινής για εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου, ωστόσο δεν την έχουν εφαρμόσει τουλάχιστον για τα τελευταία 10 χρόνια.
Στην Ελλάδα η τελευταία εκτέλεση ήταν εκείνη του 27χρονου Βασίλη Λυμπέρη στο Ηράκλειο, στις 25 Αυγούστου 1972, ο οποίος είχε κάψει ζωντανούς την εν διαστάσει σύζυγό του, την πεθερά του και τα δύο παιδιά του, ηλικίας 2,5 και 1 έτους αντίστοιχα, στο σπίτι τους στο Χαλάνδρι. Το έγκλημα του Λυμπέρη ήταν προμελετημένο και είχε μάλιστα και τρεις φίλους του συνεργούς. Καμία άλλη εκτέλεση δεν έγινε έκτοτε μέχρις ότου η θανατική ποινή καταργήθηκε νομοθετικά το 1994 και συνταγματικά το 2001.

Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο, που πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη στη μελέτη του θέματος, είναι ο μη αναστρέψιμος χαρακτήρας της θανατικής ποινής. Όσοι έχουν δει την ταινία «Η ζωή του Ντέιβιντ Γκέιλ», που είναι βασισμένη σε αληθινή ιστορία, άλλωστε, καταλαβαίνουν τι εννοώ. Η θανατική καταδίκη ενός αθώου έχει τύχει να συμβεί κάποιες φορές και όταν η αλήθεια αποκαλύπτεται εκ των υστέρων είναι πια πολύ αργά.

Σε τελική ανάλυση, ποιος έχει δικαίωμα να αφαιρέσει μια ζωή; Μπορεί μια ανθρώπινη ετυμηγορία να καταδικάσει κάποιον σε θάνατο; Η ανθρώπινη ζωή είναι απόλυτο αγαθό ή επιδέχεται εξαιρέσεις; Νομιμοποιείται το Κράτος, μέσα από ένα θεσμοθετημένο πλαίσιο, να σκοτώσει κάποιον επειδή σκότωσε; Μήπως η θανατική ποινή δεν είναι τελικά παρά ένας φόνος επικυρωμένος από την ίδια την Πολιτεία;