Με τον συνάδελφο Πάνο, μεταξύ τυρού και αχλαδιού ή, μάλλον μεταξύ καφέ και τσιγάρου, ξεκινήσαμε και δεν θυμάμαι πώς ήρθε το θέμα… «μοναξιά» και αν είναι, όντως, μία από τις αιτίες της κατάθλιψης. Δεν ήταν πολλά που μπορούσαμε να πούμε στα λιγοστά λεπτά του διαλείμματός μας και, αφού είπαμε επιγραμματικά τις… βιαστικές απόψεις μας, συμφωνήσαμε, στα μουγκά, να επανέλθουμε στο απροσδιόριστο… εγγύς μέλλον. 

Εγώ την μοναξιά την… έδεσα σε ψηλό μαντίλι, γιατί είχα γνωρίσει άτομα που είχαν πολλούς δικούς τους γύρω τους κι’ ένιωθαν αβάσταχτη μοναξιά και άλλους που ήταν μόνοι, ολομόναχοι και ζούσαν όμορφα … αγκαλιά με την μοναξιά τους. Ως παιδί, πρωτογνώρισα τη… μοναξιά σ’ ένα παλιό τραγουδάκι με περίεργους στίχους, που τότε, με άφηναν ασυγκίνητο.

«Μοναξιά φτάνεις κάποτε μοιραία/ μοναξιά είσαι η πιο σκληρή παρέα/ και όποιος πει η ζωή πως είναι ωραία/ δεν θα έχει τύχει να ζει /με σένα μαζί». Τότε δεν καταλάβαινα πως ήταν δυνατό να φεύγει κάποιος δικός σου από δίπλα σου, να χάνεται και να σε πνίγει η… μοναξιά. Πίστευα ότι με μια κίνηση, με την παρουσία κάποιου άλλου, θα γέμιζε γρήγορα και αποτελεσματικά το κενό. Λίγο αργότερα, με το θάνατο της μητέρας μου, κατάλαβα ότι και χίλιους ανθρώπους να έχεις γύρω σου, αβάσταχτη μοναξιά, αθεράπευτη, μεγάλη σε τυλίγει αν χάσεις εκείνον τον έναν ή εκείνη τη μία. 

Πρόσφατα άκουσα ένα τραγούδι από τον Κώστα Χατζή σε στίχους Σώτιας Τσώτου, με τίτλο «Και τώρα μάθε με να ζω χωρίς εσένα». Απλός στίχος, εύκολος που μιλάει απλά και ρεαλιστικά για κάποιον που «έχασε» τη γυναίκα του και τριγυρίζει μόνος στο σπίτι… παραμιλώντας: «Και τώρα μάθε με να ζω χωρίς εσένα/ πώς να ξυπνώ χωρίς εσένα το πρωί/ χωρίς τα ρούχα τα γύρω πεταμένα και να ρωτάς τι να σου φτιάξω για φαΐ /Να ψήνεις αντί για δύο καφέδες μόνο ένα /και τώρα μάθε με να ζω χωρίς εσένα. Της μιλάει και της λέει πως …έχεις βδομάδες να σκουπίσει τη βεράντα και πως άρχισε να βλέπει τις σειρές της τηλεόρασης που έβλεπε εκείνη, μήπως και τη δει να κάθεται, ολοζώντανη στον καναπέ και να του λέει λίγα απ’ το προηγούμενο επεισόδιο της σειράς μη τύχει και καθίσει δίπλα της. Πώς να κατέβει η μπουκιά το μεσημέρι/ μ’ ένα σερβίτσιο, ένα ποτήρι μοναχά./ και να κοιτώ με υποψία το μαχαίρι/ πόσο βαθιά μπορεί να κόψει κι’ αν πονά.

Μία καλή φίλη, που έχασε τον άνδρα της πρόσφατα, μού έλεγε με σοβαρό ύφος: «Στην αρχή πήγα να τρελαθώ. Την κατάσταση της οικογένειας την ξέρεις. Το παιδί και τα εγγόνια είναι μακριά. Όταν συνέβη το μοιραίο, έτσι ξαφνικά και άγρια, ήλθαν όλοι και η νύφη μου με την εγγονή μου, έμειναν μαζί μου κοντά ένα μήνα. Είπα να πάω μαζί τους, με πίεσαν, το σκέφτηκα, δεν ήθελα όμως ν’ αφήσω το σπίτι μου. Έζησα εδώ 40 χρόνια και τα τελευταία 10 μόνοι μας, ο άνδρας μου κι’ εγώ. Όμορφα. Ξαναζήσαμε, αγαπηθήκαμε ξανά από την αρχή. Μια όμορφη αγάπη, γκρίζα και κάτασπρη σαν τα μαλλιά μας, απλή, σοβαρή, ακίνδυνη. Όταν έμεινα μόνη μου, όταν έφυγαν η νύφη μου και η εγγονή μου, ένοιωσα χαμένη, τελειωμένη. Γύριζα από δωμάτιο σε δωμάτιο και του μιλούσα, του φώναζα. Δεν απαντούσε. Όταν κουράστηκα να του μιλάω, όταν απόστασα να τον παρακαλώ να μου πει μια κουβέντα, τον άκουσα να μου ζητάει καφέ, όπως τότε: «Κούκλα θα φτιάξεις ένα καφεδάκι στον άντρα σου, τον παίδαρο, τον στραπατσαρισμένο. Ελληνικό με ολίγη και αφού τον απολαύσουμε, τρώμε το λεγόμενο ελαφρύ πρωινό μας.» Από τότε τον ακούω… όποτε θέλει κι’ όποτε θέλω. 

Προσπαθώ να έλθω στα συγκαλά μου, στα ίσια μου που λες κι’ εσύ. Να καταλάβω πως ο άνδρας μου έφυγε, πως μιλάω στον αέρα κι εκείνος, ο αέρας, επειδή με λυπάται μ’ απαντάει με τη φωνή του. Ο άνδρας μου μ’ αγαπούσε, μπορεί να μ’ αγαπάει ακόμη. Μπορεί να έρχεται το βράδυ. Όχι μπορεί, έρχεται σίγουρα. Μόλις σβήσει το φως νοιώθω την ανάσα του στο αυτί μου. Είναι ίδια η ανάσα του, η παλιά, πριν φύγει, ίδια. Η γιατρός μου είπε ότι με βοηθάει πολύ το ότι μιλάω με τον Δημήτρη μου, τον άνδρα μου, τον αγαπημένο μου. Στην αρχή, η γιατρός είπε πως είχα κατάθλιψη και άρχισε να μου λέει κάτι κουφά που λες κι εσύ. Όταν της είπα ότι ο Δημήτρης γύρισε και πως μου ζήτησε καφέ μου είπε … «καλό θα είναι να δούμε και κάποιον άλλο γιατρό…» Τους ξέρεις τους γιατρούς, Κώστα μου. Δεν πάω πουθενά. Η Αργυρώ, πέθανε ο άνδρας της, το πίστεψε, μπήκε στο γηροκομείο και όλη την ημέρα περιγράφει τη ζωή της με τον άνδρα της σε όποιον έχει διάθεση να την ακούσει. Η Σοφία έχασε το παλικάρι της, το μοναχοπαίδι της, τριάντα χρονών λεβέντη και κόντευε να τρελαθεί η μαύρη και άραχλη που έλεγε και η μητέρα μου.

Είχε τρελαθεί από τον πόνο και τη μοναξιά. Του μίλαγε στο δωμάτιο του, τον παρακαλούσε στο σαλόνι που έβλεπε ειδήσεις, τίποτα αυτός. Μέχρι που προχτές τον άκουσε να της λέει με τη χαρακτηριστική φωνή του: «Ρε μάνα αντέχεις να μου σιδερώσεις εκείνο το άσπρο πουκάμισο….» Απ’ ότι είδα, γιατί πέρασα μια βόλτα, η Σοφία είναι μια χαρά. Σιδέρωνε όταν μπήκα. Είχε σιδερώσει καμιά δεκαριά πουκάμισα για να…φορέσει το παιδί όποιο θέλει. Είναι καλά η Σοφία. Και δεν είναι μόνη της. Καλύτερα γιατί δεν θα την άντεχε τη μοναξιά.